Τουκ τουκ τουκ, χτύπησα ξύλο. Ύστερα πάλι τουκ τουκ τουκ...μετά σταμάτησα να βασανίζομαι.
Μέχρι που άκουσα, 2 μέτρα παραδίπλα μου, στο διπλανό δωμάτιο, ένα πράσινο παραλληλεπίπεδο δωμάτιο, γεμάτο κάδρα στους τοίχους...Άκουσα λοιπόν, όπως έλεγα, τουκ τουκ τουκ
Όταν πήγα να δω τι γίνεται, αντίκρυσα τα κάδρα, ΤΑ ΟΠΟΊΑ ΚΟΊΤΑΞΑ ΕΠΙΤΙΜΗΤΙΚΑ όντας βέβαιος πως κάποια σχέση έχουν με τα τουκ.
Αυτά έμεναν ακίνητα...ξάπλωσα στο μπαουλοντίβανο και από τη ζέστη αποκοιμήθηκα, συναντώντας -ήδη από το πρώτο όνειρο- τον αδελφό μου, παλιάς σχολής άνθρωπο αφού δεν πρόλαβε να δει ούτε το γουάϊρλες, ούτε τα σμάρτφοουν ούτε τις απαγορεύσεις τών ανεκδότων για τους ντιγκυτάνγκες.
-Μα τι κάνεις εκεί; τουκ τουκ τουκ
-Χτυπάω ξύλο!
-Μα όχι... τι κάνεις με το παραβάν μπροστά σου...και οι γραβάτες;;;
-Βλέπεις το παραβάν αυτό έχει σχισμές και μέσα από κάθε σχισμή περνάω μια γραβάτα. Έχω εδώ μια 50ριά γραβάτες τού πατέρα και τούς αλλάζω κάθε λίγο θέση, από σχισμή σε άλλη σχισμή
-Μα μοιάζεις ηθοποιός σε μονόπρακτο...σαν εκείνο το "50 γραβάτες για 51 κούκλους"¨
-Οι γραβάτες είναι πολύ περισσότερες, όχι μόνο 50. Σήκω από το μπαουλοντίβανο και θα βρεις μέσα άλλες γραβάτες...καμμιά χιλιάδα...
-Και πού βρεθήκανε χίλιες γραβάτες; Όλες τού πατέρα;
-Όχι...άλλες τού πατέρα, άλλες τού πατέρα τού πατέρα. Πρέπει να τούς αλλάζω θέση διαρκώς. Σήκω τώρα από τη κασέλα. Και, αν βρεις καμμιά γραβάτα που πια δεν τη φοράς, βάλε την στο μπαουλάκι.
-Μάλιστα
Το μπαουλάκι δεν είχε άλλες γραβάτες, μόνο μια ελαφριά μπόχα κι όλα αυτά έδειχναν πως ο αδελφός μου νόμιζε (λάθος) πως είχε πολύ υλικό να ασχοληθεί και να τελειώσει το έργο του. Και όταν άκουγε τουκ τουκ τουκ, απαντούσε "τουκ τουκ τουκ", σαν να ήθελε να πει "Εδώ είμαι και δουλεύω!".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου