Το πλαστικό εκείνο μπουκαλάκι με τον αγιασμό το βρήκε ξεχασμένο στην άκρη του τραπεζιού του, κοντά σε μια φρουτιέρα που περιείχε άλλα παρόμοια μπουκαλακια. Άλλα άδεια, άλλα μισοάδεια.
Έχωσε τα δάχτυλά του μέσα στα σκονισμένα πλαστικά κουνώντας το κεφάλι του. Τι σκεφτόταν; Ότι όλα αυτά είναι χωρίς νόημα ή μήπως πως είναι βεβήλωση να αφήνεις τον αγιασμό πεταμένο εκεί; Θα έπρεπε να είχε πιεί το υπόλοιπο, αυτό που απέμεινε από το ράντισμα των δωματίων του σπιτιού; Αυτό που μένει δεν το πετάς ποτέ. Το πίνεις! Μάλιστα όταν ραντίζεις το σπίτι, στέλνεις το αγιασμένο νερό στις γωνίες, εκεί όπου δεν πάει ανθρώπου πόδι να πατήσει.
Ο κ. Κώστας είχε απομείνει μόνος του στο σπίτι, εδώ και μια βδομάδα, αφού η κόρη του είχε αποφασίσει να φύγει από το σπίτι για τους δικούς της λόγους. Είχε βρει μια συμφέρουσα δουλειά στην Τρίπολη και εν πάσει περιπτώσει είχε τους λόγους της. Τώρα είχαν πια περάσει εφτά μέρες μοναξιάς και ένιωθε πως ο αποχωρισμός τους δεν είχε γίνει με καλό τρόπο.
Θυμωμένη είχε φύγει η κόρη του ή ήταν λύπη στα μάτια της; Μίσος προς εκείνον, μα γιατί; Τι είχε μπει στο σπίτι και το ερήμωσε; Κοιτούσε με λύπη τον αγιασμό ελπίζοντας να τον βοηθήσει. Μήπως όμως ήταν πολύ αυτό; Πίστευε πάντα πως τα θεία δεν σου πηγαίνουν ενάντια αν τα σέβεσαι αλλά έως εκεί. Δεν πρόκειται ποτέ όμως να σε ξελασπώσουν ας πούμε από μια περιπέτεια με την υγεία σου ή μια χρεωκοπία.
Ίσως ο αποχωρισμός να του άφησε μια πικρή γεύση εξ αιτίας του τρόπου με τον οποίο έγινε πριν μια βδομάδα ή ένα μήνα. Τώρα του φαίνεται δύσκολο να γίνει ακριβής. Θυμάται μόνο πως εκείνη τη μέρα εισέπραξε την αίσθηση ότι έχει απομακρυνθεί πάρα μα πάρα πολύ από τα νιάτα του, δηλαδή την εποχή που ακόμη δεν ήταν ένας γερομουνούχος. Τότε ήταν ένας άντρας. Δεν ήταν τότε όπως την στιγμή του αποχωρισμού. Ούτε κατά διάνοια.
Όταν η κόρη χαιρετώντας τον, έσκυψε να τον φιλήσει στο μέτωπο, όπως συνηθίζεται να κάνουμε στα γεροντάκια (α, ναι!...και στους πεθαμένους), η ματιά του έπεσε μέσα στο χαλαρό της ντεκολτέ κι αντίκρυσε το πλούσιό της στήθος. Όχι της κόρης του βέβαια το στήθος μα ένα στήθος από παλιά, που ζούσε ακόμη στο μυαλό του, ποιος ξέρει ποιανής θυμήθηκε το στήθος. Αλλά πάλι ποιος άλλος τον φιλούσε εκείνη την στιγμή αν όχι εκείνο το κάποτε κοριτσάκι που το ζούλαγε στην αγκαλιά του;
Ένιωσε πρώτα στενοχωρημένος κι έπειτα απαίσιος. Και αμαρτωλός μετά. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε να σταθεί δίπλα στο τραπέζι με τα μπουκαλάκια. Πλησίασε ένα από αυτά στο στόμα του και ήπιε το περιεχόμενο. Με ανακούφιση ένιωσε να καίγονται τα σωθικά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου