Είχαν ένα τεράστιο κήπο κάποτε οι γονείς του φίλου μου, του Γιώργου. Παράξενοι γονείς … Δεν έμοιαζε καθόλου σε κανέναν από τους δυο τους. Εκείνη την εποχή πάντως το συνηθέστερο ήταν να βρίσκουν όλοι χαρακτηριστικές ομοιότητες ανάμεσα σε γονείς και τέκνα.
Στα σαλόνια, στις συγκεντρώσεις των μεγάλων οι μεν άρρενες μιλούσαν για τα πολιτικά πράγματα και οι γυναίκες περιαυτολογούσαν μέσω των αρετών των παιδιών τους, ημών δηλαδή. Εκείνοι συζητούσαν για τον κόσμο ολόκληρο ενώ εμάς το μυαλό μας ήταν στο πώς θα βρούμε την ευκαιρία να βρεθούμε στο δικό μας κόσμο, τον κήπο.
Τα πέντε παιδιά, εμείς, εκεί έξω βγάζαμε όλα τα ρούχα μας κι αρχίζαμε εκείνο το πέταγμα του δίσκου που με τις απρόβλεπτες τροχιές του ξεγελούσε εύκολα τον επίδοξο διεκδικητή του.
Τότε τα γέλια ήταν δυνατά και χωρίς σταματημό. Το πιο ηχηρό γέλιο ήταν του Γιώργου, εκείνου που μας μάζευε στον κήπο του σχεδόν κάθε απόγευμα. Παίζαμε με καρδιά τότε και με ψυχή. Επόμενο λοιπόν ήταν, το πρώτο καλοκαίρι μετά τον αιφνίδιο χαμό των γονέων του, τα χαχανητά και τα ποδοβολητά στον κήπο να γίνουν πιο αραιά ,πιο υποτονικά και μεγαλίστικα τρόπον τινά. Το παιγνίδι σταματούσε κάθε τόσο για κάποιο λόγο λες και κάθε τρείς και λίγο κρατούσαμε… ενός λεπτού σιγή.
Επειδή εκ φύσεως ήμουν παιδί που διάλεγε να μπαίνει στο πετσί του χτυπημένου κι όχι του παρηγορητή του, η όρεξή μου για παιγνίδι είχε ουσιαστικά εκμηδενισθεί. Ένας απλός παρατηρητής είχα γίνει των περίεργων τροχιών που έκανε ο δίσκος: απογεύματα ολόκληρα δεν κατάφερνα να πιάσω στον αέρα ούτε μια φορά εκείνο το πλαστικό πιατάκι και τα κορίτσια της παρέας γελούσαν δυνατά.
Τα βράδια στο σπίτι μου πριν πέσω για ύπνο παρακαλούσα το Θεό να κάνει κάτι για να ξαναγυρίσουν τα πράγματα όπως πρώτα. Κοιτούσα την εικόνα πάνω από το κρεβάτι μου έντονα προσαρμόζοντας το βλέμμα μου έτσι ώστε να γίνει η προσευχή μου πιο… αποτελεσματική.
Η απογοήτευση, που εισέπραττα την επόμενη μέρα, σιγά-σιγά άρχισε να με φθείρει. Παραμελούσα το σχολείο και τις περισσότερες ώρες στο δωμάτιό μου τις περνούσα σκεπτόμενος τι θ’ απογίνει ο φίλος μου. Κάπου-κάπου άκουγα το κλάμα του μέσα στην ησυχία της νύχτας και στα όνειρά μου τον έβλεπα ρακένδυτο κι αποστεωμένο. Μόνο και παραμελημένο, αφημένο στον «σκληρό αυτό κόσμο όπου όλοι έχουμε ανάγκη κάποιον άλλον». Από το παράθυρό μου έβλεπα το δωμάτιό του. Δάκρυζα στο άκουσμα του “You ‘ll never walk alone” που έτυχε εκείνη την εποχή να πρωτοακούσω, στο ραδιόφωνο, από το μιούζικαλ "Carousel".
Στην πραγματικότητα, με το πέρασμα του χρόνου, ο φίλος μου δεν ήταν πια και τόσο πολύ απελπισμένος. Υπήρχαν φορές που μ’ έπαιρνε τηλέφωνο κι έμοιαζε να θέλει να μου αποσπάσει την προσοχή με τα «νέα» του. Έφερνε την κιθάρα του κοντά στο ακουστικό κι έπαιζε κάποιο κομμάτι που είχε τελειοποιήσει με τη σκληρή μελέτη που έκανε κοντά στο θείο του ο οποίος τον είχε αναλάβει με σκοπό να μην του λείψει τίποτα.
«Έχεις καταντήσει να στενοχωριέσαι περισσότερο εσύ παρά αυτός ο ίδιος» μου έλεγαν οι άλλοι -είχαμε πια μπει για τα καλά στην εφηβεία- ξεχωρίζοντας καθένας μας τη στενοχώρια τη δική του από τις στενοχώριες των άλλων. Οι αγκαλιές είχαν παραχωρήσει τη θέση τους στις θερμές χειραψίες.
Ο καιρός είχε περάσει κι όλοι κάναμε τα σχέδιά μας για το μέλλον. Νομικές, ιατρικές, στρατός… Τυπικά έκανα κι εγώ σχέδια (απλά συμφωνώντας με τις επιθυμίες του πατέρα μου) κι έκανα φιλότιμες προσπάθειες να είμαι μελετηρός για να έχω την ησυχία μου. Οι γέροι ησυχάζουν όταν έχουν μελετηρά παιδιά.
Τα επόμενα χρόνια πέρασαν πολύ γρήγορα σε σχέση με εκείνη την αιωνιότητα των πρώτων χρόνων και μάλλον αυτό είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Σπούδασα, μπήκα στην αγορά εργασίας, έκανα οικογένεια. Απέκτησα και τρία παιδιά. Από τα λεγόμενα καλά παιδιά. Με πραγματικές θυσίες, οικονομικές και ηθικές και βάζοντας αρκετό νερό στο κρασί μου απέκτησα κι εγώ ένα σπίτι με ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο κήπο. Στον κήπο αυτό έμαθα τα παιδιά μου να παίζουν με τους φίλους τους το παιγνίδι με το δίσκο. Υπάρχει και χώρος εκεί για να κάθομαι σημειώνοντας σε σκορπισμένα χαρτιά ό,τι μου έρχεται στο κεφάλι.
Τους φίλους μου τους έχασα σχεδόν όλους. Αν πω τους ξέχασα θα είμαι πιο ακριβής. Θα φανεί παράξενο αν σας πω ότι, καμιά φορά, θυμάμαι εκείνον, το Γιώργο, όταν τα παιδιά παίζουν με το δίσκο τους και κάποια άτσαλη βολή φέρνει το δίσκο κοντά στα πόδια μου; Τότε τα παιδιά τρέχουν κοντά μου, ρωτώντας ποιανού το χατίρι έκανε ο δίσκος.
Πιστέψτε με, πάντα ανάμεσα σ’ αυτά τα παιδιά υπάρχει ένα που κλαίει. Το κρατάω για λίγο στην αγκαλιά μου, για να το ξεκουράσω δήθεν. Η αλήθεια είναι πως, ανάμεσα στους λυγμούς του και τους δυνατούς χτύπους της καρδιάς του, εγώ ταξιδεύω πίσω σ’ εκείνα τα χρόνια, τότε που κάθε απώλεια στοίχιζε το ίδιο. Στοίχιζε τα πάντα!
Ναι, σ’ αυτόν τον κόσμο τελικά, όλοι χρειαζόμαστε κάποιον. Έστω και για μια μόνο φορά. Κάποιον που να μας προφυλάξει ακόμα κι από ένα ασήμαντο πόνο.Χωρίς ψέματα όμως, ούτε ανόητες ελπίδες. Κάπως αλλιώς, ίσως με ένα τραγουδάκι:
"When you walk through a storm … you ‘ll never walk alone"
Όταν σε μια μπόρα βρεθείς,να ξέρεις,ποτέ δεν θα πορευτείς μόνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου