Οταν, καμμιά φορά, τύχαινε να σε ξαναθυμηθώ μικρέ Αλεξανδρε, μικρούλη, τότε αναρωτιόμουν πού θα μπορούσα πια να σε βρω. Και σ'έψαχνα, μα πάντα εις μάτην...μα πού θα μπορούσες να'χεiς χαθεί;
Σ' έψαξα -συνεσταλμένο παιδί- σ'όλη την επικράτεια της γενέτειράς σου κι έξω απ'αυτήν, σε νηπιαγωγεία και σχολεία, εκεί που μάθαινες να μιλάς μια ξένη γλώσσα, γλώσσα βαρβάρων. Εκεί μου είπες πως ήσουν αλλά δεν σε βρήκα...
Από το γυμνάσιο στο πανεπιστήμιο, μακρινές αποστάσεις, νυσταγμένα λεωφορεία, θλιβερές σκέψεις φοιτητιώσης φιλοσοφίας με ιστορίες απο ανώφελες και ψεύτικες επαναστάσεις.Τίποτα, ούτε κι κει σε βρήκα...
Στις υπαίθρους της πρώιμης ιατρικής σου και τις σωσίβιες νύχτες σου εξαφανιζόσουν διαρκώς -άφαντος. Στα στρατιωτικά πρωινά των εγερτηρίων, δακρυσμένος σε στάση προσοχής υπο τους ήχους εθνικών ύμνων ξένων για τ'αυτιά και την καρδιά σου... Ούτε εκει σε πήρε το μάτι μου,να ξέρεις!
Στις φυλακές και τις λαθραίες φιλίες σου, σε αναπάντεχες νύχτες ομηρίας έτοιμος, λες, και βέβαιος πως ήρθε η ωρα σου να πεθάνεις. Λάσπη απο πρέζα,φάρμακα κι αστυνομία. Συμπάσχων,αμφιθυμικός κι αηδιασμένος.
Ολα μαζί. Κανείς δεν σε είδε, κανείς δεν ήξερε τίποτα για σένα...Επειτ'απο όλα αυτά σ' έψαξα σαν πατέρα, πια, με το καροτσάκι του μικρού σου γιού, με τα ποδήλατα και τ'ατέλειωτα παιγνίδια με τη μπάλα, την μπαμπαδίστικη τρυφερότητα που παρακολουθεί μικρούτσικα δοντάκια να ξεφυτρώνουν δειλά-δειλά σ' ενα κρύο αλφάβητο. Αγχώδης πατέρας:"τι θ'απογίνει άραγε ο γιός μου;".
Υστερα: κλειστά πάρκα, άδειοι κήποι. Ούτε ίχνος σου...
Και η ανάπαυσή σου; το άδειο κρεββάτι, οι λευκές νύχτες, οι παλιοί καναπέδες με τις στάχτες και τις μπύρες; Τίποτα...τίποτα κι αναρωτιόμουν: πού τις είχες αφήσει εκείνες τις περίφημες νύχτες σου, που τόσο σ'άρεσε να αφηγείσαι;
Εν τέλει, σιγά-σιγά, σχεδόν σε ξέχασα.
Σε σκέφτομαι και τώρα που και που μα, τώρα πια, μου συμβαίνει όλο και πιο σπάνια. Τώρα δεν μ'ενδιαφέρει πια τίποτα, κανένας. Οχι, ούτε κι εσυ, μικρούλη μου Αλέξανδρε. Μικρούλη, μικρούλη...
Ολο και πιο μικρούλης γίνεσαι μέσα μου. Τόσο που νομίζω πως μπορώ να λέω στον εαυτό μου πως,ναι,σ'έχω εντελώς λησμονήσει. Και τώρα που σ'έχω πλέον...λησμονήσει,ξέρεις, ακριβώς τώρα -τι παράξενο!- μου φαίνεται πολύ πιο εύκολο να σε ξανασυναντήσω.
1 σχόλιο:
Ξέρεις, μόνο, πού δεν έψαξες τον Αλέξανδρο; Στην αγκαλιά μιας γυναίκας που το αγάπησε, ή στην αγκαλιά μιας γυναίκας που θα τον αγαπήσει.
Δημοσίευση σχολίου