Ήταν στ' αλήθεια η ταλαιπωρημένη ψυχούλα του νεκρού αδελφού τού κ. Α που είχε αρχίσει εκείνο το περίεργο πάρε δώσε μαζί του ή ο κ. Α. αποτελούσε μια ακόμη περίπτωση από αυτές που οι ειδικοί ονομάζουν "ψυχωτική διαταραχή";
Οι διηγήσεις ,εν συντομία, είχαν ως εξής - αν και κανείς δεν τις πίστεψε ποτέ στο ακέραιο χωρίς να εκφράσει κάποια δυσπιστία ή να κουνήσει το κεφάλι του απαξιωτικά :
Ο αδελφός του κ. Α, Φίλιππος, ζούσε σχετικά απομονωμένος με τη σύζυγό του ήδη τρία χρόνια πριν αρρωστήσει από μια εξαιρετικά κακοήθη νόσο των λεμφαδένων η οποία στη διαδρομή της τον κατέβαλε σωματικά αλλά και ψυχικά. Από τη μία ζούσε έχοντας μια πάθηση που σπάνια έχει καλή έκβαση κι απ' την άλλη η πορεία της νόσου κάθε τόσο υποσχόταν, βοηθούντων και των γιατρών, πλήρη ίαση. Μετά από λίγες εβδομάδες η νόσος έδειχνε πάλι απειλητικά τα δόντια της.
Ίσως εκτός από "κακοήθης" της ταίριαζε κι ο χαρακτηρισμός "ύπουλη". Κάποια στιγμή εξαντλήθηκαν οι θεραπευτικές μέθοδοι καθώς και η υπομονή του πάσχοντα. Έτσι η επόμενη υποτροπή δεν άφηνε περιθώρια για ελπίδες μιας οριστικής ίασης. Μόνο σε μερικά διαλείμματα υφέσεων ανάμεσα σε επώδυνες μακροχρόνιες εξάρσεις μπορούσε να ελπίζει ο άνθρωπος εκείνος.
Το ανδρόγυνο εικάζεται πως πήρε γρήγορες αποφάσεις: ο Φίλιππος, θα έβαζε τέλος στη ζωή του για ευνόητους λόγους και η γυναίκα του, η Μ., ταυτόχρονα θα τον ακολουθούσε μη έχοντας ούτε άλλα στηρίγματα στη ζωή ούτε και τη διάθεση να ξαναφτιάξει τη ζωή της, όπως συνηθίζεται να λένε σήμερα. Τις τελευταίες ημέρες πριν το διπλό απεγνωσμένο διάβημα, όπως μαρτυρούσαν τα ευρήματα στο διαμέρισμά τους (του οποίου η πόρτα παραβιάστηκε πέντε μέρες αργότερα), επικρατούσε μια ατμόσφαιρα παραφροσύνης και ήταν φανερό πως η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο τής λογικής.
Αντικείμενα αγορασμένα χωρίς να έχουν καμία λογική χρησιμότητα και άλλα που φανερά παρέπεμπαν σε ακραίες συμπεριφορές ήταν αφημένα μέσα στο μικρό τριάρι εδώ κι εκεί. Όλων των μεγεθών ζευγάρια από μαχαίρια βρέθηκαν στην κουζίνα άθικτα στις συσκευασίες τους. Πλήθος φαρμάκων ασχέτων με την πάθηση του Φ. σκέπαζε επιφάνειες ολόκληρες, όπως το κρεβάτι τους και τα τραπέζια του σπιτιού. Όπου δεν υπήρχαν τέτοια σκεύη ο χώρος καταλαμβανόταν από συλλογές CD που την εποχή εκείνη μοίραζαν οι εφημερίδες.
Στα σημειώματα που βρέθηκαν όταν άνοιξε η αστυνομία τη μέρα εκείνη-μέσα σε μια ανυπόφορη δυσωδία το σπίτι- ανακαλύπτει κανείς μεγαλύτερο ενδιαφέρον: υπήρχαν αναλυτικές αναφορές όχι μόνο για την επιλογή του τρόπου της αυτοχειρίας αλλά και για τη λεπτομερή διευθέτηση σε κάθε περίπτωση των αντικειμένων μέσα στα δωμάτια καθώς και για τις συνέπειες που θα είχε το εγχείρημά τους στις διαδικασίες της ταφής. Δεν παρέλειψαν να ζητήσουν και την κατανόηση από το άμεσο περιβάλλον τους εκθέτοντας τους λόγους που τούς οδήγησαν σ' αυτό που έκαναν. Υπήρξαν αρκετά καθησυχαστικοί αναφέροντας ότι προορισμός τους ήταν "ένας καλύτερος κόσμος".
Επίσης έγιναν γραπτές νύξεις σε σκόρπια σημειώματα, στα οποία ο γραφικός χαρακτήρας παρουσίαζε μια εμφανή μεταβλητότητα, γύρω από το κατά πόσο αυτή η πράξη τους θα επηρέαζε τη στάση του Θεού απέναντί τους όταν θα Τον συναντούσαν. Αυτή η έγνοια φανερώθηκε κι από το γεγονός ότι ανάμεσα στα άψυχα σώματά τους, εκτός από τα διάφορα σύνεργα, βρέθηκε και μία εικόνα του Αρχιεπισκόπου που εκείνη την εποχή είχε μεγάλη επιτυχία κι ετύγχανε εκτιμήσεως και δέους από τους πιστούς. Όχι πως επρόκειτο για θρησκευόμενα άτομα αλλά η Εκκλησία εκείνα τα χρόνια είχε πείσει σχεδόν τους πάντες πως λιγάκι επιείκεια θα υπήρχε για όλους από τον Παντοδύναμο.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, στο περιστατικό αυτό συμμετέχουν τα εξής πρόσωπα: Φίλιππος, ο αυτόχειρας και Μαρία, η σύζυγος του αυτόχειρα και επίσης αυτόχειρας. Επίσης και βεβαίως ο κ. Α. ( ο αδελφός του Φίλιππου) που μας απασχολεί όπως θα έκανε καθείς ο οποίος παρουσιάζεται άλλοτε ως τραγικός πρωταγωνιστής κι άλλοτε ως νους ανισόρροπος, μυθοπλάστης, ακόμη και βαριά ψυχικά άρρωστος. Μην παραλείψουμε όμως και το γεγονός ότι ο κ. Α. βρήκε τις δύο σορούς σε αρχόμενη αποσύνθεση. Οι αστυνομικοί τουλάχιστον, μπαίνοντας στο διαμέρισμα, σχεδόν αμέσως, έκαναν μεταβολή και βγήκαν πάλι εξ αιτίας του αποτρόπαιου θεάματος και της έντονης κακοσμίας που συνάντησαν στο χώρο.
Ουσιώδη ζητήματα λοιπόν δικαίως προέκυψαν πολλά όσον αφορά την εγκυρότητα της μαρτυρίας του κ. Α. που ισχυρίστηκε αργότερα με επιμονή ότι υπάρχει «μια σταθερή ακολουθία από συναντήσεις» με τον νεκρό πλέον αδελφό του.
Υποστηρίζει λοιπόν ο Α. ότι οι συναντήσεις αυτές κατά περιόδους λαμβάνουν χώρα ακόμα και σε καθημερινή βάση είτε στο σπίτι του είτε και έξω από αυτό. Το περιεχόμενό τους είναι αναδρομές στο παρελθόν, πολλάκις με αναφορές στις κοινές δραστηριότητες των δυο αδελφών στα παιδικά τους χρόνια. Τα ανέμελα παιχνίδια πού σκάρωναν, τις ζημιές στο πατρικό σπίτι, τη συνθηματική γλώσσα πού μιλούσαν οι δύο τους, ένα μείγμα ελληνικών και ιταλικών λέξεων πού κανείς άλλος δε θα μπορούσε ποτέ ν’ αντιληφθεί.
Άλλοτε πάλι γίνονται σύντομες, μελαγχολικές συζητήσεις γύρω από το παρόν του Α που αφορούν το επικείμενο διαζύγιό του. Συζητιόνταν πάλι από την αρχή οι αντιρρήσεις του ενός αδελφού σε σχέση με το γάμο του άλλου. Μερικές φορές ο Φ. επιπλήττει τον Α. εξ αιτίας των επιπόλαιων επιλογών του σε τόσο σημαντικά ζητήματα της ζωής. Φοβισμένος ο Α. μιλάει για εκρήξεις θυμού από την πλευρά του Φιλίππου όποτε αυτός εμφανίζεται ως χαιρέκακο πνεύμα το οποίο δεν τρέφει κανένα απολύτως θετικό συναίσθημα όχι μόνο για τη ζωή πού αναγκάσθηκε να αφήσει αλλ’ ούτε και για τους ίδιους του τους γονείς. Δεν μπορεί να ελέγξει το θυμό του προς αυτούς καθ’ όσον αυτοί έπρεπε να αποχωρήσουν από τη ζωή πολύ πριν από αυτόν.
Αυτές οι εκρήξεις οργής οδηγούσαν στον τερματισμό της εκάστοτε «συνομιλίας» των δύο αδελφών. Τότε το ύφος του Φιλίππου αγριεύει, ξεσπά σε κλάματα, αλλάζει όψη και τέλος η τρόπον τινά συμπαγής παρουσία του εξαχνώνεται και διαχέεται στον αέρα τρυπώνοντας σε παλιά φρακαρισμένα συρτάρια ή στις σωληνώσεις των καλοριφέρ για να επανεμφανισθεί μετά από δυο ή τρεις ημέρες σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Στο ενδιάμεσο οι θόρυβοι μέσα στις σωληνώσεις και τα άλλα δυσπρόσιτα μέρη του σπιτιού του Α. συνεχίζονται σαν μια συνήθης ενόχληση, χωρίς να αποτελούν κάτι το άξιο λόγου γι αυτόν. Ίσα- ίσα τον βοηθούν να έχει ένα ήρεμο ύπνο, μας εξομολογείται απορημένος.
Ισχυρίζεται επίσης ο Α. ότι επί μια ολόκληρη εβδομάδα από τη μέρα του θανάτου του αδελφού του, συνέχιζε να λαμβάνει στο κινητό του τηλέφωνο τα συνήθη γραπτά μηνύματα πού ελάμβανε από τη συσκευή τού Φ. ενόσω εκείνος ήταν ζωντανός. Τεχνικώς το πρόβλημα δεν εξηγήθηκε ποτέ. Θυμηδία και πειράγματα προκάλεσαν οι περιγραφές του Α στους ερωτηθέντες τεχνικούς της κινητής τηλεφωνίας. Δεν επρόκειτο πάντως περί γραπτών μηνυμάτων προγραμματισμένων να αποσταλούν σε προκαθορισμένο χρόνο. Κι έπειτα ήσαν μηνύματα που συναντούσαν τις σκέψεις και τα ερωτηματικά του Α. σχεδόν τη στιγμή που αυτά προέκυπταν!
Ο τελευταίος φρόντιζε μόνον να βρίσκεται διαρκώς σε φόρτιση το συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο για τον αριθμό του οποίου πάντως δεν ξαναστάλθηκε λογαριασμός από τη στιγμή που η σύνδεση διακόπηκε μετά από αίτηση της μητέρας τους εσπευσμένα και χωρίς να ερωτηθεί πρώτα ο Α . Ο ίδιος αρνείται ότι συμμετείχε στη διαδικασία αυτή στέλνοντας κι εκείνος γραπτά μηνύματα προς το κινητό τηλέφωνο του αδελφού του. Αυτό όμως δεν θα ήταν απίθανο μιας κι ο Α. έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στη γνώμη τού αδελφού του τον οποίο θεωρούσε πιο "θετικό" άτομο από τον ίδιο αν και ο αποβιώσας ήταν ο μικρότερος εκ των δύο. Πάντοτε ζητούσε τη γνώμη του κι ίσως στην περίπτωση αυτή να θέλησε να δοκιμάσει κάτι τέτοιο. Το αλλόκοτο του πράγματος έκανε πολλούς να θεωρήσουν παράφρονα τον Α. και μερικούς άλλους να τον βλέπουν απλά σαν πολύ-πολύ στενοχωρημένο.
Θα ήταν πάντως φυσικό να θέλει να μάθει την επιθυμία του Φ.- τουλάχιστον όσον αφορά τις απαντήσεις που θα έδινε σε φίλους και γνωστούς οι οποίοι περίεργοι θα ρωτούσαν τι απέγινε ξαφνικά με το ζεύγος εκείνο. Φοβόταν να πάρει την πρωτοβουλία και να εξιστορήσει την πάσα αλήθεια. Ίσως να ήταν προτιμητέο από τούς άμεσα εμπλεκόμενους κάποιο ψέμα που όμως να μην απέχει και τόσο πολύ από την αλήθεια.
Ήξερε ότι ο Φ. ήταν εξοργισμένος με τη μητέρα τους, μια Καθολική μεσοαστή δασκάλα από τη Νάπολη , η οποία είχε ήδη αρχίσει να διαδίδει τις δικές της εκδοχές γύρω από την τύχη των δύο. Εκδοχές που δεν θα πλήγωναν πολύ το γόητρο της οικογενείας.
Σπουδαίο γόητρο… μεσοαστική οικογένεια, από το 1968 στον Πειραιά, εκεί στο Πασαλιμάνι.
Πιο πολύ στην πατρική της οικογένεια απέφευγε να πει την…επαίσχυντη αλήθεια η μητέρα τους.
Θέλοντας να αποφύγει τη ντροπή διέδιδε ότι το ζευγάρι έμεινε στον τόπο σε τροχαίο, από απροσεξία , χωρίς να σκεφθεί ότι κάποτε θα μαθευόταν η αλήθεια.
Όσον αφορά τον πατέρα του, μας διηγείται ο Α., τα συναισθήματα του αδελφού του ήταν εξ αρχής εχθρικά λόγω της ανέκαθεν απαράδεκτης συμπεριφοράς του ως πατέρα. Έτσι δεν υπήρχε περιθώριο μεγάλης επιδείνωσης.
Η ταύτιση των δυο αδελφών (του ζώντος και του αποθανόντος) πάνω στα ζητήματα αυτά ήταν πλήρης. Είχε τη δύναμη ο ένας να πείθει τον άλλο ή ο τρόπος που έβλεπαν τα πράγματα ήταν ένας και ο αυτός; Τι έκανε όμως τους τελευταίους τρεις μήνες τον Φ. τόσο δύστροπο ώστε ο Α. να προβληματίζεται από τις συναντήσεις τους και να προσπαθεί όσο μπορεί να τις αραιώνει ή και να τις αποφεύγει ει δυνατόν;
"Ρώτησα, όπως θα έκανε ο καθένας… αν μπορούσα με κάποιο τρόπο να αλλάξω αυτό το κάτι που κάνει τις συναντήσεις μας ανυπόφορα… στενάχωρες. Προσπάθησα αδέξια να… ελαφρύνω το κλίμα. Ανόητες ερωτήσεις έκανα. Η οργή του… για πρώτη φορά έπλεκε γύρω μου ένα δίχτυ τρόμου. Αισθάνθηκα πως τραύλιζα. Αμήχανος ρώτησα αν είναι σε θέση να ξέρει κάτι για τη σύζυγό του. Να…αναρωτιόμουν αν κι αυτή είχε κάποια… παρόμοια επικοινωνία με κανέναν ζωντανό ή μήπως η δική μας περίπτωση ήταν η μοναδική.", ψέλλισε ο Α. όντας ακόμα υπό το κράτος του φόβου και συνέχισε:
"Θεέ μου, ήμουν έτοιμος να του ζητήσω γιατί δεν εμφανίζεται ποτέ μαζί του και η Μαρία, η νύφη μου…λες και θα τους καλούσα σε κάποιο συνηθισμένο τραπέζωμα ένα Κυριακάτικο μεσημέρι, μέχρι πού ο Φ. με διέκοψε απότομα λέγοντάς μου πως ο άλλος κόσμος -που τον είχε για καλύτερο από τούτον- δεν προβλέπει συναντήσεις μεταξύ πρώην συζύγων που αποβίωσαν αγαπημένοι. Το ίδιο απίθανο είναι να ξαναβρεθούν δύο σύζυγοι αγαπημένοι όσο και δύο σύζυγοι που ο ένας έσφαξε τον άλλον", μου τόνισε ορθά-κοφτά.
"Τόσο πολύ την αγαπήσατε εσύ κι η μάνα μας, ώστε να θέλετε να την ξαναδείτε;" είπε το πνεύμα ειρωνικά.
Ο Α. κατά την προσφιλή του συνήθεια είχε αρχίσει να κρατά σημειώσεις γύρω από αυτά τα γεγονότα. Ένα ημερολόγιο, θα λέγαμε, με το τι ειπώθηκε, με τη διάρκεια των συναντήσεων, με τη διάθεση που του έμενε μετά τις συζητήσεις. Το ημερολόγιο αυτό είχε εμπλουτισθεί και με τις υποθέσεις πού ο φίλος μας είχε αρχίσει να κάνει όσον αφορά το μέρος στο οποίο υποτίθετο ότι κινείται ο αδελφός του βγάζοντας και λίγο το λογοτεχνικό του απωθημένο:
"Γαλάζιο μέρος φιλοξενεί το αίμα μου
κι εκείνο ανυπόμονο εμένα περιμένει."
Σ’ αυτή την ιστορία δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κ. Α. είναι κάποιος ο οποίος πάντα βαυκαλιζόταν πως έχει ταλέντο συγγραφέως. Ανέτρεξε λοιπόν σε παλαιότερες μνήμες που του είχαν κεντρίσει την εμμονή προς το μεταφυσικό:
Θυμήθηκε, μας λέει, ότι τη στιγμή που ο παππούς τους ξεψυχούσε πια -μια εικοσαριά χρόνια πριν- στράφηκε προς τα δυο του εγγόνια και είπε τις τελευταίες φράσεις της ζωής του.
Ενώ λοιπόν στον Α. είχε αφήσει μια αόριστη συμβουλή, στον Φ. είχε πει κατά λέξη: "Αχ, εσύ παιδί μου Φίλιππε…να ‘ξερες τι σε περιμένει στη ζωή σου!" Τότε τα δυο νέα αδέλφια δεν είχαν δώσει σπουδαία προσοχή στα λόγια του παππού τους παρά μόνο, όταν θυμόντουσαν τα λόγια εκείνα, το 'ριχναν στην πλάκα.
Όμως δεν είχαν δώσει σημασία και στο γεγονός ότι ο Κρητικός παππούς, πριν καταπέσει από τα γηρατειά, είχε επιβλέψει αυτοπροσώπως την έγερση τής μικρής εκκλησίας, μέσα στο αγρόκτημά του, με το όνομα "Άγιος Φίλιππος" . Όλα αυτά τα κάποτε ασήμαντα έπαιρναν τώρα άλλες διαστάσεις στο μυαλό του Α.:
Πρόβλεψη; Να ήταν μια πρόβλεψη από εκείνες που οι θνήσκοντες ξεστομίζουν καμιά φορά αλλά κανείς δεν τις προσέχει;
Για ένα χρονικό διάστημα δυο ή τριών μηνών οι αφηγήσεις τού Α. έφταναν σε μένα μέσω άλλων που ήταν πιο κοντινοί φίλοι του. Μου τα μετέφεραν χαρτί και καλαμάρι κυρίως επειδή με θεωρούσαν ψυχραιμότερο όλων στο περιβάλλον. Αποστασιοποιημένο βασικά με θεωρούσαν αλλά με μεγάλο νοιάξιμο για τον Α.
Μετά τις ακρότητες λοιπόν που προμήνυαν κατάρρευση σε όλα τα επίπεδα ο Α επισκέφτηκε, μετά από παρότρυνση δυο άλλων φίλων του, κάποιον ψυχίατρο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο καλύτερος είναι αυτός (ίσως κι ο μόνος) που γνωρίζει κάποιος στο περιβάλλον μας.
Κι αυτοί οι άνθρωποι πια… αντί να πουν δυο τρεις κουβέντες σού δίνουν μια συνταγή με τα Allaxoskepsol των 4mg (1x3), Iremoypnol των 2mg (1το βράδυ), Miseperniapokatol των 200mg (1x3) και σού λένε πως σε 15-20 μέρες θα είσαι καλά. «Τότε αρχίζει το φάρμακο να κάνει δράση!»
Στον Α δεν «έπιασε» η θεραπεία. Ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη. "Νοσηλεία" του είπαν "για λίγες μέρες-τώρα δε θεωρείται πια στίγμα- και θα τελειώνεις πιο γρήγορα, να συνεχίσεις τη ζωή σου…Έχεις ένα διαζύγιο να διεκπεραιώσεις, ένα παιδί να φροντίσεις. Πρέπει να σταθείς στα πόδια σου!"
Η μεταφορά του Α. στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική, κάπου στα Βόρεια Προάστια έγινε πιο εύκολα από ό,τι αναμενόταν. Είχε πει σε μένα ότι δεν τον νοιάζει πού τον πάνε γιατί δεν άφηνε τίποτα πίσω του. Τα είχε όλα μαζί του, μέσα του: τις φωνές, τις συζητήσεις ακόμα και το μικρό τηλεφωνάκι του Φίλιππου το κρατούσε στα ιδρωμένα του χέρια.
Εκεί, παρά τη σαστιμάρα του, επανέλαβε στο ιατρικό προσωπικό όλα τα καθέκαστα και οι γιατροί τον έβαλαν σ’ ένα θάλαμο με άλλον έναν ασθενή, περίπου συνομήλικό του ο οποίος τον καλοδέχτηκε και άρχισαν να ανταλλάσσουν καμιά κουβεντούλα από το πρώτο κιόλας βράδυ!
Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες. Όλο μαζί τους έβλεπες να κάνουν βόλτες στους διαδρόμους και το προαύλιο.
"Με βάλανε μαζί με ένα μουγκό" μού είπε σε κάποια τηλεφωνική επικοινωνία μας κι αυτός ήταν ο λόγος που πήγα να ζητήσω από τους γιατρούς, αν ήταν δυνατόν, να του βρουν άλλο…πιο καλό συγκάτοικο. Να μπορεί να μιλάει ο άνθρωπος, "να τα βγάζει από μέσα του".
Ο υπεύθυνος, έκπληκτος, απάντησε ότι ο Σταύρος κάθε άλλο παρά μουγκός ήταν. Μας τον έφερε κιόλας να το διαπιστώσουμε και μόνοι μας:
- Ορίστε! Μουγκός; Ο Σταύρος είναι λογορροϊκότατος, σε μανιακή φάση και με θρησκευτικό παραλήρημα.
Εκνευρισμένος ρώτησα αργότερα τον Α. γιατί μου είπε ψέματα για τον … συγκάτοικό του κι εκείνος, παίρνοντάς με κατά μέρος, μου είπε συνωμοτικά: Είναι μουγκός! Αυτό είναι και το επώνυμό του. Μουγκός. Μουγκός Σταύρος, ακούς;
-Μη γελιέσαι, μου λέει, είναι φανερό ότι ο άνθρωπος δε μιλάει!
-Τότε πως συζητάτε, ρε Α; Αφού σας είδα να τα λέτε και μάλιστα να γελάτε κιόλας!
-Δε σου λέει τίποτα το ότι είναι μουγκός κι όμως μιλάει και με καταλαβαίνει μια χαρά;
-Όχι, τι να μου λέει; Πως γίνεται;
-Μα δε μιλάει με τη δική του φωνή. Δεν άκουσες τη φωνή του; Αυτή είναι η φωνή του Φίλιππου! Ο μπαγάσας ο Φίλιππος βρήκε τρόπο να μου μιλάει κι εδώ! Να σκεφτείς ότι αναγνώρισε και το κινητό του που το είχα μαζί μου κι αφού δεν το χρειάζομαι πια του το έδωσα. Έκανα και καλή εντύπωση στο γιατρό με την πράξη μου αυτή. "Δείγμα βελτιώσεως", είπε !
Αν θυμάμαι καλά, ήταν η τελευταία φορά που τον επισκέφθηκα. Η τελευταία εικόνα του που έχω στο μυαλό είναι η βιαστική μεταβολή που έκανε και το αργό βήμα του προς τον Σταύρο που μονολογούσε μερικά μέτρα πιο πέρα κοιτώντας τον ουρανό. Ύστερα απομακρύνθηκαν κι οι δυο χειρονομώντας και γελώντας, λες και γνωρίζονταν χρόνια.
Βγαίνοντας από την πύλη της κλινικής, για κλάσματα δευτερολέπτου, ένιωσα πως δεν υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή πια ο Α. μόνος του, χωρίς παρέα. Κι ίσως και στον κόσμο ολόκληρο, έτσι πίστεψα για λίγο -μα για πολύ λίγο- δεν υπάρχει καμιά ύπαρξη, καμιά ταλαιπωρημένη ψυχούλα που να περιπλανιέται μόνη της για πάντα.
Οι διηγήσεις ,εν συντομία, είχαν ως εξής - αν και κανείς δεν τις πίστεψε ποτέ στο ακέραιο χωρίς να εκφράσει κάποια δυσπιστία ή να κουνήσει το κεφάλι του απαξιωτικά :
Ο αδελφός του κ. Α, Φίλιππος, ζούσε σχετικά απομονωμένος με τη σύζυγό του ήδη τρία χρόνια πριν αρρωστήσει από μια εξαιρετικά κακοήθη νόσο των λεμφαδένων η οποία στη διαδρομή της τον κατέβαλε σωματικά αλλά και ψυχικά. Από τη μία ζούσε έχοντας μια πάθηση που σπάνια έχει καλή έκβαση κι απ' την άλλη η πορεία της νόσου κάθε τόσο υποσχόταν, βοηθούντων και των γιατρών, πλήρη ίαση. Μετά από λίγες εβδομάδες η νόσος έδειχνε πάλι απειλητικά τα δόντια της.
Ίσως εκτός από "κακοήθης" της ταίριαζε κι ο χαρακτηρισμός "ύπουλη". Κάποια στιγμή εξαντλήθηκαν οι θεραπευτικές μέθοδοι καθώς και η υπομονή του πάσχοντα. Έτσι η επόμενη υποτροπή δεν άφηνε περιθώρια για ελπίδες μιας οριστικής ίασης. Μόνο σε μερικά διαλείμματα υφέσεων ανάμεσα σε επώδυνες μακροχρόνιες εξάρσεις μπορούσε να ελπίζει ο άνθρωπος εκείνος.
Το ανδρόγυνο εικάζεται πως πήρε γρήγορες αποφάσεις: ο Φίλιππος, θα έβαζε τέλος στη ζωή του για ευνόητους λόγους και η γυναίκα του, η Μ., ταυτόχρονα θα τον ακολουθούσε μη έχοντας ούτε άλλα στηρίγματα στη ζωή ούτε και τη διάθεση να ξαναφτιάξει τη ζωή της, όπως συνηθίζεται να λένε σήμερα. Τις τελευταίες ημέρες πριν το διπλό απεγνωσμένο διάβημα, όπως μαρτυρούσαν τα ευρήματα στο διαμέρισμά τους (του οποίου η πόρτα παραβιάστηκε πέντε μέρες αργότερα), επικρατούσε μια ατμόσφαιρα παραφροσύνης και ήταν φανερό πως η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο τής λογικής.
Αντικείμενα αγορασμένα χωρίς να έχουν καμία λογική χρησιμότητα και άλλα που φανερά παρέπεμπαν σε ακραίες συμπεριφορές ήταν αφημένα μέσα στο μικρό τριάρι εδώ κι εκεί. Όλων των μεγεθών ζευγάρια από μαχαίρια βρέθηκαν στην κουζίνα άθικτα στις συσκευασίες τους. Πλήθος φαρμάκων ασχέτων με την πάθηση του Φ. σκέπαζε επιφάνειες ολόκληρες, όπως το κρεβάτι τους και τα τραπέζια του σπιτιού. Όπου δεν υπήρχαν τέτοια σκεύη ο χώρος καταλαμβανόταν από συλλογές CD που την εποχή εκείνη μοίραζαν οι εφημερίδες.
Στα σημειώματα που βρέθηκαν όταν άνοιξε η αστυνομία τη μέρα εκείνη-μέσα σε μια ανυπόφορη δυσωδία το σπίτι- ανακαλύπτει κανείς μεγαλύτερο ενδιαφέρον: υπήρχαν αναλυτικές αναφορές όχι μόνο για την επιλογή του τρόπου της αυτοχειρίας αλλά και για τη λεπτομερή διευθέτηση σε κάθε περίπτωση των αντικειμένων μέσα στα δωμάτια καθώς και για τις συνέπειες που θα είχε το εγχείρημά τους στις διαδικασίες της ταφής. Δεν παρέλειψαν να ζητήσουν και την κατανόηση από το άμεσο περιβάλλον τους εκθέτοντας τους λόγους που τούς οδήγησαν σ' αυτό που έκαναν. Υπήρξαν αρκετά καθησυχαστικοί αναφέροντας ότι προορισμός τους ήταν "ένας καλύτερος κόσμος".
Επίσης έγιναν γραπτές νύξεις σε σκόρπια σημειώματα, στα οποία ο γραφικός χαρακτήρας παρουσίαζε μια εμφανή μεταβλητότητα, γύρω από το κατά πόσο αυτή η πράξη τους θα επηρέαζε τη στάση του Θεού απέναντί τους όταν θα Τον συναντούσαν. Αυτή η έγνοια φανερώθηκε κι από το γεγονός ότι ανάμεσα στα άψυχα σώματά τους, εκτός από τα διάφορα σύνεργα, βρέθηκε και μία εικόνα του Αρχιεπισκόπου που εκείνη την εποχή είχε μεγάλη επιτυχία κι ετύγχανε εκτιμήσεως και δέους από τους πιστούς. Όχι πως επρόκειτο για θρησκευόμενα άτομα αλλά η Εκκλησία εκείνα τα χρόνια είχε πείσει σχεδόν τους πάντες πως λιγάκι επιείκεια θα υπήρχε για όλους από τον Παντοδύναμο.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, στο περιστατικό αυτό συμμετέχουν τα εξής πρόσωπα: Φίλιππος, ο αυτόχειρας και Μαρία, η σύζυγος του αυτόχειρα και επίσης αυτόχειρας. Επίσης και βεβαίως ο κ. Α. ( ο αδελφός του Φίλιππου) που μας απασχολεί όπως θα έκανε καθείς ο οποίος παρουσιάζεται άλλοτε ως τραγικός πρωταγωνιστής κι άλλοτε ως νους ανισόρροπος, μυθοπλάστης, ακόμη και βαριά ψυχικά άρρωστος. Μην παραλείψουμε όμως και το γεγονός ότι ο κ. Α. βρήκε τις δύο σορούς σε αρχόμενη αποσύνθεση. Οι αστυνομικοί τουλάχιστον, μπαίνοντας στο διαμέρισμα, σχεδόν αμέσως, έκαναν μεταβολή και βγήκαν πάλι εξ αιτίας του αποτρόπαιου θεάματος και της έντονης κακοσμίας που συνάντησαν στο χώρο.
Ουσιώδη ζητήματα λοιπόν δικαίως προέκυψαν πολλά όσον αφορά την εγκυρότητα της μαρτυρίας του κ. Α. που ισχυρίστηκε αργότερα με επιμονή ότι υπάρχει «μια σταθερή ακολουθία από συναντήσεις» με τον νεκρό πλέον αδελφό του.
Υποστηρίζει λοιπόν ο Α. ότι οι συναντήσεις αυτές κατά περιόδους λαμβάνουν χώρα ακόμα και σε καθημερινή βάση είτε στο σπίτι του είτε και έξω από αυτό. Το περιεχόμενό τους είναι αναδρομές στο παρελθόν, πολλάκις με αναφορές στις κοινές δραστηριότητες των δυο αδελφών στα παιδικά τους χρόνια. Τα ανέμελα παιχνίδια πού σκάρωναν, τις ζημιές στο πατρικό σπίτι, τη συνθηματική γλώσσα πού μιλούσαν οι δύο τους, ένα μείγμα ελληνικών και ιταλικών λέξεων πού κανείς άλλος δε θα μπορούσε ποτέ ν’ αντιληφθεί.
Άλλοτε πάλι γίνονται σύντομες, μελαγχολικές συζητήσεις γύρω από το παρόν του Α που αφορούν το επικείμενο διαζύγιό του. Συζητιόνταν πάλι από την αρχή οι αντιρρήσεις του ενός αδελφού σε σχέση με το γάμο του άλλου. Μερικές φορές ο Φ. επιπλήττει τον Α. εξ αιτίας των επιπόλαιων επιλογών του σε τόσο σημαντικά ζητήματα της ζωής. Φοβισμένος ο Α. μιλάει για εκρήξεις θυμού από την πλευρά του Φιλίππου όποτε αυτός εμφανίζεται ως χαιρέκακο πνεύμα το οποίο δεν τρέφει κανένα απολύτως θετικό συναίσθημα όχι μόνο για τη ζωή πού αναγκάσθηκε να αφήσει αλλ’ ούτε και για τους ίδιους του τους γονείς. Δεν μπορεί να ελέγξει το θυμό του προς αυτούς καθ’ όσον αυτοί έπρεπε να αποχωρήσουν από τη ζωή πολύ πριν από αυτόν.
Αυτές οι εκρήξεις οργής οδηγούσαν στον τερματισμό της εκάστοτε «συνομιλίας» των δύο αδελφών. Τότε το ύφος του Φιλίππου αγριεύει, ξεσπά σε κλάματα, αλλάζει όψη και τέλος η τρόπον τινά συμπαγής παρουσία του εξαχνώνεται και διαχέεται στον αέρα τρυπώνοντας σε παλιά φρακαρισμένα συρτάρια ή στις σωληνώσεις των καλοριφέρ για να επανεμφανισθεί μετά από δυο ή τρεις ημέρες σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Στο ενδιάμεσο οι θόρυβοι μέσα στις σωληνώσεις και τα άλλα δυσπρόσιτα μέρη του σπιτιού του Α. συνεχίζονται σαν μια συνήθης ενόχληση, χωρίς να αποτελούν κάτι το άξιο λόγου γι αυτόν. Ίσα- ίσα τον βοηθούν να έχει ένα ήρεμο ύπνο, μας εξομολογείται απορημένος.
Ισχυρίζεται επίσης ο Α. ότι επί μια ολόκληρη εβδομάδα από τη μέρα του θανάτου του αδελφού του, συνέχιζε να λαμβάνει στο κινητό του τηλέφωνο τα συνήθη γραπτά μηνύματα πού ελάμβανε από τη συσκευή τού Φ. ενόσω εκείνος ήταν ζωντανός. Τεχνικώς το πρόβλημα δεν εξηγήθηκε ποτέ. Θυμηδία και πειράγματα προκάλεσαν οι περιγραφές του Α στους ερωτηθέντες τεχνικούς της κινητής τηλεφωνίας. Δεν επρόκειτο πάντως περί γραπτών μηνυμάτων προγραμματισμένων να αποσταλούν σε προκαθορισμένο χρόνο. Κι έπειτα ήσαν μηνύματα που συναντούσαν τις σκέψεις και τα ερωτηματικά του Α. σχεδόν τη στιγμή που αυτά προέκυπταν!
Ο τελευταίος φρόντιζε μόνον να βρίσκεται διαρκώς σε φόρτιση το συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο για τον αριθμό του οποίου πάντως δεν ξαναστάλθηκε λογαριασμός από τη στιγμή που η σύνδεση διακόπηκε μετά από αίτηση της μητέρας τους εσπευσμένα και χωρίς να ερωτηθεί πρώτα ο Α . Ο ίδιος αρνείται ότι συμμετείχε στη διαδικασία αυτή στέλνοντας κι εκείνος γραπτά μηνύματα προς το κινητό τηλέφωνο του αδελφού του. Αυτό όμως δεν θα ήταν απίθανο μιας κι ο Α. έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στη γνώμη τού αδελφού του τον οποίο θεωρούσε πιο "θετικό" άτομο από τον ίδιο αν και ο αποβιώσας ήταν ο μικρότερος εκ των δύο. Πάντοτε ζητούσε τη γνώμη του κι ίσως στην περίπτωση αυτή να θέλησε να δοκιμάσει κάτι τέτοιο. Το αλλόκοτο του πράγματος έκανε πολλούς να θεωρήσουν παράφρονα τον Α. και μερικούς άλλους να τον βλέπουν απλά σαν πολύ-πολύ στενοχωρημένο.
Θα ήταν πάντως φυσικό να θέλει να μάθει την επιθυμία του Φ.- τουλάχιστον όσον αφορά τις απαντήσεις που θα έδινε σε φίλους και γνωστούς οι οποίοι περίεργοι θα ρωτούσαν τι απέγινε ξαφνικά με το ζεύγος εκείνο. Φοβόταν να πάρει την πρωτοβουλία και να εξιστορήσει την πάσα αλήθεια. Ίσως να ήταν προτιμητέο από τούς άμεσα εμπλεκόμενους κάποιο ψέμα που όμως να μην απέχει και τόσο πολύ από την αλήθεια.
Ήξερε ότι ο Φ. ήταν εξοργισμένος με τη μητέρα τους, μια Καθολική μεσοαστή δασκάλα από τη Νάπολη , η οποία είχε ήδη αρχίσει να διαδίδει τις δικές της εκδοχές γύρω από την τύχη των δύο. Εκδοχές που δεν θα πλήγωναν πολύ το γόητρο της οικογενείας.
Σπουδαίο γόητρο… μεσοαστική οικογένεια, από το 1968 στον Πειραιά, εκεί στο Πασαλιμάνι.
Πιο πολύ στην πατρική της οικογένεια απέφευγε να πει την…επαίσχυντη αλήθεια η μητέρα τους.
Θέλοντας να αποφύγει τη ντροπή διέδιδε ότι το ζευγάρι έμεινε στον τόπο σε τροχαίο, από απροσεξία , χωρίς να σκεφθεί ότι κάποτε θα μαθευόταν η αλήθεια.
Όσον αφορά τον πατέρα του, μας διηγείται ο Α., τα συναισθήματα του αδελφού του ήταν εξ αρχής εχθρικά λόγω της ανέκαθεν απαράδεκτης συμπεριφοράς του ως πατέρα. Έτσι δεν υπήρχε περιθώριο μεγάλης επιδείνωσης.
Η ταύτιση των δυο αδελφών (του ζώντος και του αποθανόντος) πάνω στα ζητήματα αυτά ήταν πλήρης. Είχε τη δύναμη ο ένας να πείθει τον άλλο ή ο τρόπος που έβλεπαν τα πράγματα ήταν ένας και ο αυτός; Τι έκανε όμως τους τελευταίους τρεις μήνες τον Φ. τόσο δύστροπο ώστε ο Α. να προβληματίζεται από τις συναντήσεις τους και να προσπαθεί όσο μπορεί να τις αραιώνει ή και να τις αποφεύγει ει δυνατόν;
"Ρώτησα, όπως θα έκανε ο καθένας… αν μπορούσα με κάποιο τρόπο να αλλάξω αυτό το κάτι που κάνει τις συναντήσεις μας ανυπόφορα… στενάχωρες. Προσπάθησα αδέξια να… ελαφρύνω το κλίμα. Ανόητες ερωτήσεις έκανα. Η οργή του… για πρώτη φορά έπλεκε γύρω μου ένα δίχτυ τρόμου. Αισθάνθηκα πως τραύλιζα. Αμήχανος ρώτησα αν είναι σε θέση να ξέρει κάτι για τη σύζυγό του. Να…αναρωτιόμουν αν κι αυτή είχε κάποια… παρόμοια επικοινωνία με κανέναν ζωντανό ή μήπως η δική μας περίπτωση ήταν η μοναδική.", ψέλλισε ο Α. όντας ακόμα υπό το κράτος του φόβου και συνέχισε:
"Θεέ μου, ήμουν έτοιμος να του ζητήσω γιατί δεν εμφανίζεται ποτέ μαζί του και η Μαρία, η νύφη μου…λες και θα τους καλούσα σε κάποιο συνηθισμένο τραπέζωμα ένα Κυριακάτικο μεσημέρι, μέχρι πού ο Φ. με διέκοψε απότομα λέγοντάς μου πως ο άλλος κόσμος -που τον είχε για καλύτερο από τούτον- δεν προβλέπει συναντήσεις μεταξύ πρώην συζύγων που αποβίωσαν αγαπημένοι. Το ίδιο απίθανο είναι να ξαναβρεθούν δύο σύζυγοι αγαπημένοι όσο και δύο σύζυγοι που ο ένας έσφαξε τον άλλον", μου τόνισε ορθά-κοφτά.
"Τόσο πολύ την αγαπήσατε εσύ κι η μάνα μας, ώστε να θέλετε να την ξαναδείτε;" είπε το πνεύμα ειρωνικά.
Ο Α. κατά την προσφιλή του συνήθεια είχε αρχίσει να κρατά σημειώσεις γύρω από αυτά τα γεγονότα. Ένα ημερολόγιο, θα λέγαμε, με το τι ειπώθηκε, με τη διάρκεια των συναντήσεων, με τη διάθεση που του έμενε μετά τις συζητήσεις. Το ημερολόγιο αυτό είχε εμπλουτισθεί και με τις υποθέσεις πού ο φίλος μας είχε αρχίσει να κάνει όσον αφορά το μέρος στο οποίο υποτίθετο ότι κινείται ο αδελφός του βγάζοντας και λίγο το λογοτεχνικό του απωθημένο:
"Γαλάζιο μέρος φιλοξενεί το αίμα μου
κι εκείνο ανυπόμονο εμένα περιμένει."
Σ’ αυτή την ιστορία δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κ. Α. είναι κάποιος ο οποίος πάντα βαυκαλιζόταν πως έχει ταλέντο συγγραφέως. Ανέτρεξε λοιπόν σε παλαιότερες μνήμες που του είχαν κεντρίσει την εμμονή προς το μεταφυσικό:
Θυμήθηκε, μας λέει, ότι τη στιγμή που ο παππούς τους ξεψυχούσε πια -μια εικοσαριά χρόνια πριν- στράφηκε προς τα δυο του εγγόνια και είπε τις τελευταίες φράσεις της ζωής του.
Ενώ λοιπόν στον Α. είχε αφήσει μια αόριστη συμβουλή, στον Φ. είχε πει κατά λέξη: "Αχ, εσύ παιδί μου Φίλιππε…να ‘ξερες τι σε περιμένει στη ζωή σου!" Τότε τα δυο νέα αδέλφια δεν είχαν δώσει σπουδαία προσοχή στα λόγια του παππού τους παρά μόνο, όταν θυμόντουσαν τα λόγια εκείνα, το 'ριχναν στην πλάκα.
Όμως δεν είχαν δώσει σημασία και στο γεγονός ότι ο Κρητικός παππούς, πριν καταπέσει από τα γηρατειά, είχε επιβλέψει αυτοπροσώπως την έγερση τής μικρής εκκλησίας, μέσα στο αγρόκτημά του, με το όνομα "Άγιος Φίλιππος" . Όλα αυτά τα κάποτε ασήμαντα έπαιρναν τώρα άλλες διαστάσεις στο μυαλό του Α.:
Πρόβλεψη; Να ήταν μια πρόβλεψη από εκείνες που οι θνήσκοντες ξεστομίζουν καμιά φορά αλλά κανείς δεν τις προσέχει;
Για ένα χρονικό διάστημα δυο ή τριών μηνών οι αφηγήσεις τού Α. έφταναν σε μένα μέσω άλλων που ήταν πιο κοντινοί φίλοι του. Μου τα μετέφεραν χαρτί και καλαμάρι κυρίως επειδή με θεωρούσαν ψυχραιμότερο όλων στο περιβάλλον. Αποστασιοποιημένο βασικά με θεωρούσαν αλλά με μεγάλο νοιάξιμο για τον Α.
Μετά τις ακρότητες λοιπόν που προμήνυαν κατάρρευση σε όλα τα επίπεδα ο Α επισκέφτηκε, μετά από παρότρυνση δυο άλλων φίλων του, κάποιον ψυχίατρο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο καλύτερος είναι αυτός (ίσως κι ο μόνος) που γνωρίζει κάποιος στο περιβάλλον μας.
Κι αυτοί οι άνθρωποι πια… αντί να πουν δυο τρεις κουβέντες σού δίνουν μια συνταγή με τα Allaxoskepsol των 4mg (1x3), Iremoypnol των 2mg (1το βράδυ), Miseperniapokatol των 200mg (1x3) και σού λένε πως σε 15-20 μέρες θα είσαι καλά. «Τότε αρχίζει το φάρμακο να κάνει δράση!»
Στον Α δεν «έπιασε» η θεραπεία. Ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη. "Νοσηλεία" του είπαν "για λίγες μέρες-τώρα δε θεωρείται πια στίγμα- και θα τελειώνεις πιο γρήγορα, να συνεχίσεις τη ζωή σου…Έχεις ένα διαζύγιο να διεκπεραιώσεις, ένα παιδί να φροντίσεις. Πρέπει να σταθείς στα πόδια σου!"
Η μεταφορά του Α. στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική, κάπου στα Βόρεια Προάστια έγινε πιο εύκολα από ό,τι αναμενόταν. Είχε πει σε μένα ότι δεν τον νοιάζει πού τον πάνε γιατί δεν άφηνε τίποτα πίσω του. Τα είχε όλα μαζί του, μέσα του: τις φωνές, τις συζητήσεις ακόμα και το μικρό τηλεφωνάκι του Φίλιππου το κρατούσε στα ιδρωμένα του χέρια.
Εκεί, παρά τη σαστιμάρα του, επανέλαβε στο ιατρικό προσωπικό όλα τα καθέκαστα και οι γιατροί τον έβαλαν σ’ ένα θάλαμο με άλλον έναν ασθενή, περίπου συνομήλικό του ο οποίος τον καλοδέχτηκε και άρχισαν να ανταλλάσσουν καμιά κουβεντούλα από το πρώτο κιόλας βράδυ!
Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες. Όλο μαζί τους έβλεπες να κάνουν βόλτες στους διαδρόμους και το προαύλιο.
"Με βάλανε μαζί με ένα μουγκό" μού είπε σε κάποια τηλεφωνική επικοινωνία μας κι αυτός ήταν ο λόγος που πήγα να ζητήσω από τους γιατρούς, αν ήταν δυνατόν, να του βρουν άλλο…πιο καλό συγκάτοικο. Να μπορεί να μιλάει ο άνθρωπος, "να τα βγάζει από μέσα του".
Ο υπεύθυνος, έκπληκτος, απάντησε ότι ο Σταύρος κάθε άλλο παρά μουγκός ήταν. Μας τον έφερε κιόλας να το διαπιστώσουμε και μόνοι μας:
- Ορίστε! Μουγκός; Ο Σταύρος είναι λογορροϊκότατος, σε μανιακή φάση και με θρησκευτικό παραλήρημα.
Εκνευρισμένος ρώτησα αργότερα τον Α. γιατί μου είπε ψέματα για τον … συγκάτοικό του κι εκείνος, παίρνοντάς με κατά μέρος, μου είπε συνωμοτικά: Είναι μουγκός! Αυτό είναι και το επώνυμό του. Μουγκός. Μουγκός Σταύρος, ακούς;
-Μη γελιέσαι, μου λέει, είναι φανερό ότι ο άνθρωπος δε μιλάει!
-Τότε πως συζητάτε, ρε Α; Αφού σας είδα να τα λέτε και μάλιστα να γελάτε κιόλας!
-Δε σου λέει τίποτα το ότι είναι μουγκός κι όμως μιλάει και με καταλαβαίνει μια χαρά;
-Όχι, τι να μου λέει; Πως γίνεται;
-Μα δε μιλάει με τη δική του φωνή. Δεν άκουσες τη φωνή του; Αυτή είναι η φωνή του Φίλιππου! Ο μπαγάσας ο Φίλιππος βρήκε τρόπο να μου μιλάει κι εδώ! Να σκεφτείς ότι αναγνώρισε και το κινητό του που το είχα μαζί μου κι αφού δεν το χρειάζομαι πια του το έδωσα. Έκανα και καλή εντύπωση στο γιατρό με την πράξη μου αυτή. "Δείγμα βελτιώσεως", είπε !
Αν θυμάμαι καλά, ήταν η τελευταία φορά που τον επισκέφθηκα. Η τελευταία εικόνα του που έχω στο μυαλό είναι η βιαστική μεταβολή που έκανε και το αργό βήμα του προς τον Σταύρο που μονολογούσε μερικά μέτρα πιο πέρα κοιτώντας τον ουρανό. Ύστερα απομακρύνθηκαν κι οι δυο χειρονομώντας και γελώντας, λες και γνωρίζονταν χρόνια.
Βγαίνοντας από την πύλη της κλινικής, για κλάσματα δευτερολέπτου, ένιωσα πως δεν υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή πια ο Α. μόνος του, χωρίς παρέα. Κι ίσως και στον κόσμο ολόκληρο, έτσι πίστεψα για λίγο -μα για πολύ λίγο- δεν υπάρχει καμιά ύπαρξη, καμιά ταλαιπωρημένη ψυχούλα που να περιπλανιέται μόνη της για πάντα.
2 σχόλια:
Έξοχο!
Μπράβο!
Ευχαριστώ, Riski, για την ανάγνωση-είναι και μεγάλο...
Συνήθως δε διαβάζονται αυτά τα κείμενα.
Δημοσίευση σχολίου