Και πώς θα μπορούσαμε εμείς να τραγουδούμε
Με το πόδι τού ξένου να μάς πλακώνει την καρδιά
Με τούς νεκρούς μας αφημένους στις πλατείες
Δίπλα στο παγωμένο -από το βαρύ κρύο- χορτάρι
Όπου σέρνεται το παράπονο των παιδιών
που σαν τους αμνούς φοβισμένα κρύβονται
το ένα πίσω από τ' άλλο
κάτω από το σύννεφο τής μαύρης κραυγής
που η μάνα αφήνει βρίσκοντας το γιό της σταυρωμένο
στο ξύλο τού τηλέγραφου;
Όχι, δε θα 'ταν δυνατόν εμείς να τραγουδούμε
Πιο φρόνιμο ήταν που στα κλαδιά τής ιτιάς
εμείς οι ποιητές τις λύρες μας είχαμε κρεμάσει.
Κι εκείνες ταλαντεύονταν ανάλαφρα στον μελαγχολικό αγέρα.
Ο Κουασίμοντο (1901-1968), βρίσκει ίσως αφορμή σ' αυτούς τους στίχους (Alle fronde dei salici), να "μειώσει" την ποίηση κι ίσως όλη την τέχνη, όσον αφορά την δύναμή της να εκφράσει τα πιο επώδυνα, τα πιο τραχιά συναισθήματα που γεννιούνται στην ανθρώπινη ψυχή. Εδώ παρουσιάζει ένα έρημο τοπίο όπου τα συναισθήματα πλακώνουν την συλλογική ψυχή. Ο κατακτητής είναι παρών και η παρουσία του σημαίνει απώλεια, μάταιη αναζήτηση των απόντων. Μάταια αναζητά κανείς μια λογική σ' όλα αυτά. Κι αυτή δυσεύρετη. Λυτρωτική θα ήταν αυτή τη στιγμή η τέχνη, έστω σαν ένας θρήνος που θα ένωνε όσες δυνάμεις απέμειναν. Ένα μοιρολόι έστω, μέχρι να βρει ένας ποιητής το κουράγιο να ξεκρεμάσει τη λύρα του που αδύναμη και άλαλη μένει ακόμη κρεμασμένη ανάμεσα στα φύλλα τής κλαίουσας ιτιάς.
Το ποίημα ίσως παραπέμπει και στο "Με ποιο κουράγιο να πάρουμε τις λύρες μας μαζί; Σάμπως θα τραγουδούσαμε στον ξένο τόπο;".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου