Στο σπίτι τού δολοφόνου μεγάλη είχανε γιορτή με πλούσια φαγητά, άφθονο κρασί. Είχε καταφέρει να ξεφύγει από το Θάνατο που πήγε να τον επισκεφτεί, για να τον πάρει μαζί του αφού του πει πως το δίκαιο είναι να σε σκοτώνουν όταν έχεις αφαιρέσει μια ζωή. Ο θρασύδειλος έπεσε στου Θάνατου τα πόδια να κλαφτεί, πως έχει μικρά παιδιά να διηγηθεί και δεν είναι δίκιο, για μια κακή στιγμή, τόσο σκληρά να τιμωρηθεί.
Ο Θάνατος αφού γέλασε για τού άντρα αυτού τη δειλία, προσποιήθηκε πως πείστηκε από κείνη τη δικαιολογία. Κι όταν πια επακριβώς, σαν σκουλήκι, τον είχε εκτιμήσει, για να τελειώνει σκαρφίστηκε μιαν άλλη λύση. Όποιος άνθρωπος άνθρωπο σκοτώσει, δεν του αξίζει πλέον από το Θάνατο να σκοτωθεί -αυτό είναι προνόμιο τού ανθρώπου που έζησε καθαρά και έντιμα πάνω στη γη. Τον άφησε λοιπόν να ζήσει λέγοντάς του πως ο Θάνατος τέτοιους ανθρώπους δεν αναλαμβάνει.
Τον προειδοποίησε όμως να απολαύσει τη γιορτή πριν η δικαιοσύνη απονεμηθεί. Και το δίκιο, είπε ο Θάνατος, στην περίπτωση αυτή ήταν ο δολοφόνος από άνθρωπο να θανατωθεί. "Κατώτερος θάνατος σού πρέπει...", αρκέστηκε να τού πει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου