29 Σεπτεμβρίου, 2010

Ελληνάρας



Γιατί όποτε ζητήσω τον ορισμό τού Ελληνάρα, τελικά μου δίνουν την περιγραφή τού μέσου Έλληνα;

Κι Ε.Σ.Υ. ;

Από zougla.gr:

Σε απεργία θα προχωρήσουν σήμερα οι νοσοκομειακοί γιατροί όλης της χώρας, στο πλαίσιο της πανευρωπαϊκής ημέρας κινητοποίησης κατά των μέτρων λιτότητας, που επιβάλλουν οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη.

Η κάθοδος σε απεργία αποφασίστηκε από το Γενικό Συμβούλιο της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος, ενώ οι γιατροί από κοινού με τους υπόλοιπους εργαζόμενους απαιτούν δωρεάν, δημόσιο και ποιοτικό σύστημα υγείας στη χώρα, σε μια προσπάθεια να προασπιστούν τα δημόσια αγαθά, που δέχονται ανηλεή επίθεση από τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις.

Η Ομοσπονδία, μάλιστα, των νοσοκομειακών γιατρών, προγραμματίζει και συλλαλητήριο, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στις 12:00 το μεσημέρι στην πλατεία Κοτζιά.
Τελευταία ενημέρωση: Τετάρτη, 29 Σεπτεμβρίου 2010, 00:48

Στο τραπέζι


Φρόντιζε να αφήνεις πάνω στο τραπέζι τού σαλονιού σου  μια δεκαριά στίχους, κάθε βράδυ. Μπορεί, νυχτιάτικα, να μπει στο σπίτι σου ένας κλέφτης πνευματικής ιδιοκτησίας. Θα τους πάρει και θα φύγει χωρίς να σε πειράξει.

28 Σεπτεμβρίου, 2010

Μια άλλη μέρα














Κάθε μια μέρα φεύγει μόνη
Χωρίς κανείς να την ξεπροβοδίζει
Καθώς φεύγει ξέροντας
Πως κάπου, κάποιος
Πολλά  θα τής καταλογίζει
Εύχεται να μην είχε 'ρθεί

Άχαρος είναι πολλές φορές
Ο ρόλος μιας ημέρας
Είναι, το λιγότερο, ανιαρός

Από το στενό  δρομάκι
Σα βλαστήμια προς το φως
Μια "καληνύχτα" ακούγεται
Γι' αυτό
Δεύτερη φορά η ίδια ημέρα
Ποτέ δεν ξαναγύρισε.

26 Σεπτεμβρίου, 2010

Οι Παρά Λίγο







Ο πρώτος που είδε τον παράξενο οδοιπόρο να μπαίνει στο μικρό χωριό ήταν ο Μάριος. Η όψη τού ξένου ήταν τρομακτική κι αστεία μαζί. Ηλιοκαμένο πρόσωπο, σκούρο καφέ πανωφόρι κουμπωμένο ως το λαιμό, μια καρό βαλίτσα κι αθλητικά παπούτσια. "Με τέτοια παπούτσια αθλητής θα είναι" σκέφτηκε το παιδί.

Ρώτησε τον μικρό πού μπορεί να βρει ένα μέρος για να μείνει κι εκείνος συνεσταλμένα τού έδειξε το μικρό πανδοχείο τού χωριού, διακόσια μέτρα παρακάτω. Ο ιδιοκτήτης τών τριών δωματίων, που λειτουργούσαν ως πανδοχείο τους ζεστούς μήνες, τον υποδέχτηκε κάνοντάς του καμιά δεκαριά ερωτήσεις για να βεβαιωθεί ότι ο "λέτσος" αυτός είχε χρήματα πάνω του για να πληρώσει την διαμονή του.


Την επομένη το πρωί, ο ξένος προκάλεσε το γέλιο όσων τον είδαν με την περιβολή του που θα την χαρακτήριζε κανείς αθλητική κατά κάποιο τρόπο: τα αθλητικά παπούτσια, το κοντοβράκι και η βρόμικη άσπρη φανέλα με τις λέξεις "ΠΑΡΑ ΛΙΓΟ" γραμμένες πάνω της ήταν ένα κωμικό σύνολο αλλά σίγουρα  παρέπεμπε στον αθλητισμό.

Ξεκίνησε βαδίζοντας μάλλον παρά τρέχοντας ώσπου πιό κάτω σταμάτησε και ξάπλωσε πρηνής. Με κόπο ανέπνεε και άκουγε τις ερωτήσεις που τού κάναν οι χωρικοί, ενώ ο ξενοδόχος τον κυνήγησε φωνάζοντάς του να μην κυκλοφορεί -ως πελάτης του που ήταν- μισόγυμνος ανάμεσα στα κοριτσόπουλα.

"Από που μας ήρθες εσύ, ξένε και πώς βρέθηκες εδώ;"

"Ξένε, μήπως είσαι απ' αυτούς τους ...κακτιβιστές κι ήρθες εδώ να μάς κάμεις άνω-κάτω, να μάς ταράξεις την ησυχία;"

"Μπας κι έχουμε επέτειο κάποιας προδοσίας κι ήρθες να μάς τη θυμίσεις, να μάς κάνεις ν' αρχίσουμε όλοι να σκοτωνόμαστε από την αρχή;"

"Ή μήπως κανένα διαφημιστικό γυρίζουν στο χωριό μας, απ' αυτά που δείχνουνε χωριάτες, βλάχους ντιπ για ντιπ, που' ναι καθυστερημένοι;"

"Ή, έτσι βρόμικος που είσαι, θα πας με το σαπούνι σου να κάνεις μπάνιο στο ποτάμι;"

Μείνετε ήσυχοι, είπε αυτός. Δεν ήρθα τίποτα να δείξω το καινούργιο παρά να σας θυμίσω αυτούς, τους παρά λίγο νικητές, αυτούς που η δύναμή τους δεν τούς βάστηξε όρθιους ως το τέλος: Το μεγάλο εκείνο δρομέα που πριν 2500 χρόνια δεν πρόφτασε να χαρεί και να φωνάξει δυνατά το "Νικήσαμε" ή εκείνον το Μαραθωνοδρόμο τού 1908 που στον αγώνα έπεσε λιπόθυμος από την προσπάθεια, όταν τον άφησαν οι δυνάμεις του, λίγους πόντους πριν το νήμα. Κλάψανε τότε οι Βασιλείς, μέχρι που να τον συνεφέρουν πήγαν κι ας κέρδισαν στο τέλος οι άλλοι. Με λίγα λόγια είμαι αυτός που αν κι όλη του τη δυναμη βάζει και οι  δάφνες τού αξίζουν, δεν βγαίνει ποτέ του νικητής.

Αυτόν τον περίεργο τον άνθρωπο που όλοι τον θυμούνται σαν "παρά λίγο" ή άλλοι τελείως τον ξεχνούν κι ακολουθούν μόνο τούς δαφνοστεφανομένους, αυτόν ήρθα να θυμίσω. Αυτόν που πιό κοντά σας είναι κι ίσως μέσα σας, κρυφά, αυτόν πιό πολύ αγαπάτε. Συνέχεια στο τρέξιμο και τίποτα ανταμοιβή, όπως οι πιό πολλοί από σας...Γιατί, φίλοι μου, η γρηγοράδα, η δρασκελιά, το άλμα εύκολα μετριούνται. Είναι η θέληση, ο ενθουσιασμός, η δίψα για τη νίκη, πράγματα που δε φανερώνονται σε καμία μέτρηση. Πουθενά...παρά μόνο στο κλάμα τού αγωνιζόμενου που σφαδάζοντας σηκώνεται, καταγής αφήνοντας όλα τα όνειρά του.

Ο ήλιος έμοιαζε να μη βρίσκει πιά ενδιαφέρον σ' όλα αυτά κι έδυσε. Ο ξένος σηκώθηκε από χάμω κι αφού μάζεψε τα πράγματά του από το πανδοχείο, πλήρωσε κι έφυγε με την φτωχική περιβολή του.
Στα σύνορα τού χωριού βρήκε πάλι τον Μάριο και τον ρώτησε: "Μέχρι το επόμενο χωριό, πόσοι Μαραθώνιοι είναι;".

25 Σεπτεμβρίου, 2010

Όργανα μέτρησης





           Κάποτε γνώρισα το θερμόμετρο
           Κι ήτανε βολικός ο υδράργυρος
           Έτριβες λίγο το όργανο
           Και η στάθμη σηκωνόταν











Μετά, την κλεψύδρα γνώρισα
Κι είναι ανένδοτη η άμμος
Όσο το όργανο κι αν τρίβω
Τόσο πιο κάτω η στάθμη πέφτει

24 Σεπτεμβρίου, 2010

Τοζέρ



Πάει κι έρχεται πιά λίγος κόσμος
Με το τρένο για το Τοζέρ
Πόσους φίλους πια δεν βρίσκω
Παίρνοντας το τρένο για το Τοζέρ
Μα κάθε φορά από μακριά
Τρέχει προς εμένα γελαστή
Η μητέρα σου
Εκείνη θυμάται
Εμένα...


Τα λόγια μου αποστηθίζει
Κάθε φορά κάτι σημειώνει
Κοντά στο παράθυρο το απαγγέλλει
Μέχρι να φανεί ξανά
Το τρένο στο σταθμό τού Τοζέρ
Θυμάται
Εμένα...τα λόγια...

Πού και πού φτάνει, ακόμα, αργοκίνητο το τρένο στο Τοζέρ.


(Μερικοί στίχοι, ελεύθερα δοσμένοι, τού Franco Battiato).

18 Σεπτεμβρίου, 2010

Ταχυδακτυλουργός
















Η ξανθιά γυναίκα περιμένει
Στο κρεβάτι καθισμένη
Τα χέρια στα γόνατα ακουμπά
Το κεφάλι είναι σκυμμένο
Και τα πόδια σκεπασμένα
Με μια μάλλινη κουβέρτα
Οι δυο ώμοι με ένα σάλι
Μια μαντήλα στο κεφάλι
Μπρος στο πρόσωπο ένα βέλο
Η γυναίκα περιμένει
Ώσπου ένας άντρας μπαίνει
Όσο πιο κοντά της πάει
Πιο πολύ σκύβει το κεφάλι
Τάχα να 'ναι ο καλός της;
Μοιάζει σαν ταχυδακτυλουργός
Πετάει στον αέρα την κουβέρτα
Απαλά τραβάει το σάλι
Σταματά για μια στιγμή
Να ακουστεί η μουσική
Υποκλίνεται στη σκιά του
Ο καθρέφτης μόνο βλέπει
Πως αφού φεύγει το βέλο
Δεν υπάρχει πια γυναίκα
Εύκολα κάτω από τα ρούχα
Χάθηκε στου άντρα το καπέλο



17 Σεπτεμβρίου, 2010

Ανακλάσεις


















Θα 'θελα λίγο  να ελευθερώσω τις αισθήσεις μου
ας ακούν και ας βλέπουν αυτά που εκείνες θέλουν
κουράστηκε ο νους μου να διατάζει  στρατιώτες
που παραπαίουν μες τις βαριές τους πανοπλίες

Μήπως ν' απαρνιόμουν καθημερινές χαρές και λύπες
και μέσα απ' το υπομονετικό ξερίζωμα τών πόθων
να ανακαλύψω την αληθινή ουσία αυτού τού Είναι
που στις σπάνιες συμμαχίες μου μ' ενοχές επιβιώνει

Ίσως γίνει σοφότερη η ύπαρξή μου αν για λίγο
κοιτάξω το δέντρο και ας χάσω  ολόκληρα δάση
αν απαλλαγώ απ' αυτό το αδιαίρετο ανίκητο Ένα
κι αφοσιωθώ μοναχά στου φωτός τις ανακλάσεις






13 Σεπτεμβρίου, 2010

Πλατείες κι υπόστεγα


Φθινόπωρο βροχερό, κάτω από υπόστεγο συναντώ τη δύναμη που έχω να μην ακούω τούς βρυχηθμούς τών μεγαφώνων, να μη βλέπω τα γράμματα στις γιγαντοαφίσσες. Ένα βράδυ νέο γλυκά γεννιέται και το φωτίζουν τα φώτα τών ποδηλάτων που στους δρόμους τρεμοπαίζουν. Απόψε η πόλη μιλάει φωναχτά για πράγματα που ψίθυροι πρέπει να πούνε, ανάμεσα σε δυο καρέκλες σε ένα απόμερο μπαρ. Ο αέρας που φυσάει μες στις στοές, απ' την αρχή με μαθαίνει να ανασαίνω...εμένα που μέσα στα στενά κρύβομαι από τούς ξένους σαν κάποιος που χρωστάει. Στο τέλος, από τη φυγή με σώζει ο ιστός που πλέκουν οι αράχνες τής ζωής μου και μέσα του με αιχμαλωτίζει, ακίνητο μ' αφήνει να κοιτάζω αυτό το φως από τα neon που όλα τα χρώματα αρρωσταίνει.

11 Σεπτεμβρίου, 2010

Άρθρο



Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.
.............................................................................................................................

Επαφίεται;            (Δηλαδή δεν είναι έργο τού Κράτους η τήρηση τού συντάγματος;)
Πατριωτισμός;     (Ποιοί είναι οι πατριώτες και ποιοί οι μη-πατριώτες;)
Με κάθε μέσο;     (Όλα -μα όλα- τα μέσα;)
Βία;                       (Τι είδους βία;)

10 Σεπτεμβρίου, 2010

09 Σεπτεμβρίου, 2010

Χαϊκού














Στον  Ορίζοντα
Ήλιος  Αλαζόνας
Μου  Εγέλασε

Φωνές  Παιδιών
Λευκά  Σμήνη  Πουλιών
Μ'  Αγκάλιασαν

Ζεστές  Στεριές
Πέτρινα  Αγάλματα
Θαλασσών  Ακτές

Ζωή  Προσφέραν
Ατέρμονα  Εποχή
Δεν  Την  Θέλησα

Μονάχα  Χρόνο
Το Δικό Μου Ζήτησα
Φλόγα Κεριού

Στερνή Λαχτάρα:
Μετρονόμος Παλιός
Τέλος Ας Δώσει

07 Σεπτεμβρίου, 2010

The joke...





Όσο γέλιο κι αν ακουστεί πριν το τέλος του, το ανέκδοτο πρέπει να ειπωθεί ολόκληρο.


05 Σεπτεμβρίου, 2010

La Roche - Posay / Autobronzant



"Το γουρούνι... κοιμάται!", σκέφτηκε η Άννα, σηκώνοντας ξαφνικά το κεφάλι της από το στήθος τού Βασίλη. "Τόση ώρα μόνη μου μιλάω;!".  Όντως, ήταν είκοσι λεπτά που -γυμνή, πάνω στο κρεβάτι της- μονολογούσε ακουμπισμένη στο στήθος τού άντρα που αφού "είχε κάνει τη δουλειά του", τον είχε πάρει μετά ο ύπνος. Εκείνη εν τω μεταξύ εξέθετε τα σχέδιά της για το επόμενο καλοκαίρι που οι δυο τους, ελεύθεροι πιά, αφού εκείνος τής είχε υποσχεθεί πως θα ξεμπέρδευε με τον "αφόρητο" γάμο του έως τότε, θα έκαναν ανέμελοι τις διακοπές τους στο νησί που είχαν βάλει σκοπό κάποτε να πάνε.

Αισθάνθηκε να τής ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι όπως αισθάνονται κατά καιρούς όλα τα "κορόιδα" αυτού τού είδους. "Συμβαίνει  και σ' άλλους" σκέφτηκε και σκούντησε τον Βασίλη ελαφρά, να τον ξυπνήσει. Εξάλλου δυο ώρες τούς είχαν απομείνει. Μετά εκείνος θα έπρεπε, βιαστικά όπως πάντα, να ντυθεί και να γυρίσει στην οικογένειά του.

Αυτή τη φορά όμως η γυναίκα είχε τόσο καλά προσχεδιάσει το λογίδριό της, που πήγε χαμένο, ώστε τής φάνηκε πολύ χοντρό γιά να περάσει έτσι το γεγονός. Μετά από 3 χρόνια υποσχέσεις ζητούσε κάποια εκδίκηση. Βάζοντας τα κλάματα γιά λίγο, σκέφτηκε να πάει στο μπάνιο και με μια λεκάνη νερό να τον καταβρέξει και να τού τα ψάλλει.

Σα διαβολάκος στεκόταν πάνω στο νιπτήρα τού μπάνιου, ανάμεσα στα καλλυντικά της, η κρέμα της για το τεχνητό μαύρισμα, τής La Roche Posay, αυτή με την οποία πασάλειβε το σώμα της για να΄το διατηρεί μαυρισμένο χειμώνα- καλοκαίρι..."Μάλιστα, να είμαι μαυρισμένη για να αρέσω στον κ. Βασίλη...Θεέ μου, τι ηλίθια!"

Τα λεπτά περνούσαν και κάνοντας σκέψεις γύρω από το πώς θα τιμωρήσει τον ψεύτη, σκέφτηκε με την κρέμα αυτή να γράψει στην πλάτη τού ψευταρά  κάτι που θα τον ξεμπρόστιαζε στα μάτια τής κυρίας του. Θα έγραφε κάτι που, μέσα στις δυο ώρες που θα έκανε ο κοιμώμενος για να φτάσει στο σπίτι του, θα είχε γίνει ανεξίτηλο για ένα χρονικό διάστημα 2 περίπου ημερών, άσχετα από το αν θα έκανε 10 ή 20 μπάνια για να απαλλαγεί από αυτό- αν υποθέσουμε πως θα το έπαιρνε ποτέ χαμπάρι μόνος του.

Απαλά, λοιπόν, τον γύρισε μπρούμυτα, πασάλειψε το δάχτυλό της με την κρέμα κι έγραψε με αυτό στην πλάτη τού Βασίλη: "ΑΝΝΑ", με μεγάλα γράμματα, από τη μια ωμοπλάτη ως την άλλη. Περίμενε με υπομονή να περάσουν οι σχεδόν 2 ώρες που τους απέμεναν κι ύστερα, δήθεν ταραγμένη που την είχε πάρει κι αυτήν ο ύπνος, τον ξύπνησε απότομα: Σήκω καλέ μου, άργησες!

Εκείνος πετάχτηκε αναστατωμέμος να ντυθεί κι η Άννα κοιτώντας τον από πίσω είδε το καλοσχηματισμένο πιά  "ΑΝΝΑ" και τού χάιδεψε την πλάτη, όχι βέβαια από τρυφερότητα αλλά για να νιώσει, και με την αφή, τη σιγουριά που τής πρόσφερε η La Roche-Posay.

Το μήνυμά της θα έφτανε σε έναν παραλήπτη. Ή, έστω, κάποια γυναίκα, κάποιος άνθρωπος γενικά, θα γνώριζε ότι η Άννα υπάρχει παρ' όλες τις διαψεύσεις που είχαν ακουστεί κι όσες επρόκειτο ακόμα να ακουστούν.