Τι βλέπουμε;
Τις τέλειες γραμμές στο δρόμο και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα ακριβώς μέσα στον προβλεπόμενο χώρο; Όχι, δεν μπήκε γι αυτό η φωτό...
Βλέπουμε και το κτίριο. Σχολή Γονέων, λέει. Σχολή γονέων; Μα ... χρειάζεται σχολή για να γίνεις γονιός; Αφού εμείς είμαστε τόσο σοφοί γονείς που, εκτός από το φύλο τού μωρού πριν γεννηθεί, ξέρουμε και ποιό επάγγελμα θα ακολουθήσει (αυτό που θα το κάνει πιό φραγκάτο, πιό μουράτο κ.λπ.).
Εδώ οι δικοί μας οι γονείς, χωρίς σχολεία γονέων, μας έφτιαξαν τέλειους, πανέξυπνους, μάγκες!
Ναι, μας έκαναν ...τέλειους. Τώρα όμως που έχει πέσει αυτή η επιδημία "Έλλειψης Παιδείας" ή "Περίσσειας Αντιπαιδείας" (όπως θέλουμε το λέμε) πιθανόν χρειάζεται κάποιο σχολείο για τους γονείς. Ίσως πριν γίνουν γονείς ακόμα.
Αυτό δείχνουν τα πράγματα: Μόλις γεννηθεί ένα παιδί, αρχίζουν να αντιμάχονται οι ...σχολές τών συμπεθέρων, τών φίλων και γνωστών κ.α. Όλοι έχουν το ατράνταχτο επιχείρημα "Εγώ έχω μεγαλώσει 4 παιδιά και ξέρω" - "Αμ εγώ που μεγάλωσα 5, συν 1 το βαφτιστήρι μου;". "Εγώ έχω διαβάσει 4 βιβλία για το μεγάλωμα τού παιδιού!".
Το αποτέλεσμα; Η μάνα που με τα seroxat και τα xanax στο χέρι, παρακολουθεί σαν φυτό τα γεγονότα που τρέχουν. Μα μήπως η επιλόχεια κατάθλιψη ...έπαψε να είναι εκείνη η σπάνια οντότητα που ξέραμε; Όχι, απλώς η μάνα-φυτό δεν βρίσκει άλλο τρόπο να περιγράψει την ανεπάρκειά της.
Πίσω από αυτό το θλιβερό κάδρο προβάλλει ένα πλάσμα που αρχίζει να μεγαλώνει. Το βλέπουμε μπροστά μας. Αύριο που θα μεγαλώσει, θα ...διαγνώσουμε πως πάσχει από "Έλλειψη Παιδείας". Τελεία...Πάμε πάλι στη φωτό!
30 Ιουλίου, 2010
29 Ιουλίου, 2010
Τίμος - 2
Τίμος - Μια παραλλαγή της μικρής ιστορίας τής Tepidarium (με την άδειά της)
Ο μόνος συνάδελφος με την ίδια ειδικότητα μ’ εμένα στη δουλειά, ήταν τόσο χαμηλών τόνων, που υπήρχαν άνθρωποι στην εταιρεία που δεν τον είχαν δει ποτέ. Μερικοί αγνοούσαν ότι εργάζεται κι αυτός εκεί. Ακόμα και συνάδελφοι που τον γνώριζαν χρόνια, τον είχαν ξεχάσει. Ήταν τόσο αμίλητος και αθόρυβος που, ενώ τον συναντούσες σε κάποιον διάδρομο πού και πού, η εντύπωση που σου άφηνε ήταν μια αόριστη, φευγαλέα αίσθηση πως κάτι σου θυμίζει. Όμως αυτή δε διαρκούσε μιας και η προσοχή σου αποσπόταν εύκολα από κάτι άλλο πιο ενδιαφέρον - ακόμα και από το χρώμα του δαπέδου. Αυτό και μόνο το γεγονός 'εδινε την αίσθηση, σ' αυτόν που τον έβλεπε, πως ίσως τον συναντούσε για πρώτη φορά. Τελικά ο Τίμος άθελά του εμιμείτο κάθε φορά και μια νέα παρουσία μέσα στο χώρο μας.
"Μα αυτός δεν είναι ο Τίμος, απλά τού μοιάζει πολύ...όπως μοιάζει πολύ και σε κάποιον άλλον που γυρίζει εδώ μέσα", άκουγα να λένε... Ίσως κάποιος που μας επισκεπτόταν περιοδικά, να λογάριαζε τον Τίμο σαν ίσαμε δέκα διαφορετικά πρόσωπα που απασχολούνταν στην εταιρεία μας.
Ερχόταν ή έφευγε ο Τίμος, κανένας δεν τον έπαιρνε χαμπάρι. "Μήπως αυτός που έφυγε δεν ήταν ο Τίμος; Μήπως Τίμος λέγεται αυτός που μόλις μπαίνει; Κάτσε... μού φαίνεται κανείς από τούς δυο δεν είναι ο Τίμος".
Όταν ένα θέμα που αφορούσε τη δουλειά που μοιραζόμασταν, ετίθετο από τη διοίκηση ήμουν ο μόνος στον οποίον απευθύνονταν. Κανείς δεν θυμόταν ότι αυτό το τμήμα απασχολούσε δύο εργαζόμενους της ίδιας ειδικότητας. Οπότε, όταν το θλιβερό θέμα που τέθηκε ήταν η απόλυση ενός εκ των δυο μας, λόγω της επικείμενης ανάγκης συρρίκνωσης του υπαλληλικού προσωπικού, η καμπάνα χτύπησε για μένα. Ο Τίμος είναι πολύ αόριστη παρουσία για να τού προσάψεις ότιδήποτε.
Προστατευμένος από την πολυμορφία τής ουδετερότητάς του, απολάμβανε και την πολυχρωμία τού λευκού φωτός που διαπερνά ένα πρίσμα. Ο Τίμος ήταν πολύτιμος, ένα καλειδοσκόπιο αορίστων αναμνήσεων που είναι τόσο συγγενικές όσο συγγενικά είναι τα γειτονικά χρώματα στο φάσμα που προσφέρει μιά μόνο αχτίδα φωτός...
Η Υπηρεσία μου, που τόσον καιρό δεν είχα καταλάβει πως υφίσταται μόνο και μόνο για να προσφέρει στο κοινό την ανακουφιστική αίσθηση τής ύπαρξης ενός ακόμη "Γραφείου" που μεριμνά για κάτι αόριστο, χρειαζόταν περισσότερο την εικόνα των κινουμένων, πέρα δώθε, προσώπων και λιγότερο κάποιον που διεκπεραιώνει έγγραφα, όπως με τόση ευσυνειδησία έκανα εγώ. Κατανοώντας το δίκαιο τής δικής μου απόλυσης, μάζεψα τα προσωπικά μου αντικείμενα και με έναν κόμπο στο λαιμό, άφησα πίσω μου για πάντα το Γραφείο Επίλυσης Θεμάτων τού Πολίτη.
16 Ιουλίου, 2010
Μπλε τρένο
Παίρνω κάθε νύχτα, την ίδια ώρα, εκείνο το μπλε τρένο μετά από πολλή προετοιμασία μα με ελάχιστες αποσκευές. Όντας συνεπής και χρόνια τώρα εξοικειωμένος με τα δρομολόγια, δεν έτυχε να το χάσω ποτέ ή πολλή ώρα στο σταθμό στημένος να περιμένω.
Γνωριζω πιά καλά την κάθε λεπτομέρεια απ' τα τα βαγόνια και τη μηχανή. Απ έξω ξέρω μια τριανταριά σταθμούς. Τόσους περνάω κάθε νύχτα ξύπνιος ή κοιμισμένος. Ποτέ δεν είναι παραπάνω. ’Ετσι δεν ξέρω επουδενί το πλήρες δρομολόγιο, από την αρχή ως το τέλος του, μα πάω στοίχημα πως ούτε άλλος κανένας δεν το ξέρει. Μόνο ο οδηγός που φυσικά είναι γνώστης κι επιμένει να το 'χει δικό του μυστικό, όπως κάνουν όλοι οι γνώστες. Σαν τον ρωτώ «γιά που με πας;» κλείνει τα μάτια κατηφής και μ' απαντά: "Εγώ θα σου πω μόνο πού να κατέβεις. Τα υπόλοιπα δεν είναι έργο δικό μου."
Γίνεται τέτοιος βασανιστής με αυτή του την κρυψίνοια, που κάποιο βράδυ την ευγένειά μου θα ξεχάσω, τους καλούς μου τρόπους θα προδώσω και άγρια, αιφνιδιαστικά, κάπου θα τον στριμώξω:
Εμπρός, πες μου τι έχει παραπέρα, πες μου τι ξέρεις, που με πας ; ...Μ' αυτός δεν παίρνει από λόγια ούτε από απειλές, φοβάμαι.
Άλλοτε πάλι σχέδια κάνω να κρυφτώ σε ένα από τα βαγόνια. Έτσι κι αλλιώς έρημα είναι κάθε νύχτα κι εύκολα θα ξεφύγω απ' του οδηγού την προσοχή. Θα ξεπεράσω το σταθμό που αναγκαστικά εκείνος μ' αποβιβάζει. Θα ακολουθήσω όλη την πομπή: βαγόνια, μηχανή, καπνός και το τούνελ θα διαβώ μέσα κει όπου χάνεται το τρένο. Αυτό το τρένο που, κοινό το έχει μυστικό, για κάποια συντριβή μεγάλη μ' ετοιμάζει.
15 Ιουλίου, 2010
13 Ιουλίου, 2010
Απ' την πολλή ντροπή
Συνήθως ήταν ακόμη ξύπνιος όταν η νύχτα σκέπαζε απαλά την πόλη, όπως ένα βλέφαρο γλιστράει στοργικά πάνω σ' ένα νυσταγμένο μάτι.
Όταν, μερικές ώρες μετά, το βλέφαρο αυτό άνοιγε, εκείνος εξακολουθούσε να κοιμάται ακάλυπτος, κάνοντας όνειρα. Το πιό συνηθισμένο του όνειρο ήταν μια αλληλουχία από σκηνές στις οποίες αυτός κολυμπούσε κυνηγώντας ένα ολοφώτεινο ψάρι μέσα σε μια θεοσκότεινη λίμνη. Το ψάρι αυτό όλο κι απομακρυνόταν, μέχρι που το' χανε...και στο σημείο εκείνο ξυπνούσε.
Ξυπνούσε με τις χούφτες του γεμάτες πολύχρωμα θρύψαλα από μικρά γυαλιά σπασμένα. Γυαλάκια κι όστρακα παντού, φτιάχναν βουναλάκια πάνω στο κρεβάτι του. Έπαιρνε λοιπόν τα μικρά γυαλιά κι έφτιαχνε κάθε φορά μια αστραφτερή πανοπλία. Στεκόταν τότε για λίγο μπρος στον καθρέφτη.
Όταν η πανοπλία του είχε πάνω του ζεσταθεί, ένιωθε πιά πως ήταν δυνατός. Ένιωθε πως καμιά απειλή δεν μπορούσε να τον ενοχλήσει. Τον σκέπαζαν τής θάλασσας τα ευρήματα προστατευτικά, καλύπτοντας το κεφάλι του, τους βραχίονες και το στήθος του. Περίμενε λίγο ακόμα μπροστά στον καθρέφτη μέχρι που η αμφίεση αυτή να πάρει χρώμα βαθύ, σαν το πράσινο τής θάλασσας.
Τα άκρα του μακραίναν, σκληραίναν και έσφιγγε μ' αυτά ό,τι έβρισκε μπροστά του. Γύριζε έτσι μοναχός μέσα στο σπίτι του ακούγοντας το θόρυβο των μυτερών βημάτων του.
Πώς τον ανακαλύψαν -αυτόν και την περίεργη συνήθειά του;
Ένιωσε κάποτε πως ίσως τού ήταν επιτρεπτό να βγει, σ' αυτά τα χάλια, στούς δρόμους τής πόλης μια κι ένιωσε πως στο σπίτι θα πέθαινε μονάχος, δίχως ταίρι. Στο δρόμο, όμως, κάτι απρόσεκτα παιδιά...τραβώντας τον λίγο από δω, λίγο από κει, τού σπάσανε την πανοπλία.
Αντίκρυσαν έτσι τα παλιόπαιδα, τα μάτια του που αρχίσαν να δακρύζουν, τον κορόιδεψαν που κλαίει.
Εκείνος γύρισε πρηνής κι απ' την ντροπή του την πολλή, μπροστά στα γέλια τών παιδιών, απέθανε ακαριαία.
Όταν, μερικές ώρες μετά, το βλέφαρο αυτό άνοιγε, εκείνος εξακολουθούσε να κοιμάται ακάλυπτος, κάνοντας όνειρα. Το πιό συνηθισμένο του όνειρο ήταν μια αλληλουχία από σκηνές στις οποίες αυτός κολυμπούσε κυνηγώντας ένα ολοφώτεινο ψάρι μέσα σε μια θεοσκότεινη λίμνη. Το ψάρι αυτό όλο κι απομακρυνόταν, μέχρι που το' χανε...και στο σημείο εκείνο ξυπνούσε.
Ξυπνούσε με τις χούφτες του γεμάτες πολύχρωμα θρύψαλα από μικρά γυαλιά σπασμένα. Γυαλάκια κι όστρακα παντού, φτιάχναν βουναλάκια πάνω στο κρεβάτι του. Έπαιρνε λοιπόν τα μικρά γυαλιά κι έφτιαχνε κάθε φορά μια αστραφτερή πανοπλία. Στεκόταν τότε για λίγο μπρος στον καθρέφτη.
Όταν η πανοπλία του είχε πάνω του ζεσταθεί, ένιωθε πιά πως ήταν δυνατός. Ένιωθε πως καμιά απειλή δεν μπορούσε να τον ενοχλήσει. Τον σκέπαζαν τής θάλασσας τα ευρήματα προστατευτικά, καλύπτοντας το κεφάλι του, τους βραχίονες και το στήθος του. Περίμενε λίγο ακόμα μπροστά στον καθρέφτη μέχρι που η αμφίεση αυτή να πάρει χρώμα βαθύ, σαν το πράσινο τής θάλασσας.
Τα άκρα του μακραίναν, σκληραίναν και έσφιγγε μ' αυτά ό,τι έβρισκε μπροστά του. Γύριζε έτσι μοναχός μέσα στο σπίτι του ακούγοντας το θόρυβο των μυτερών βημάτων του.
Πώς τον ανακαλύψαν -αυτόν και την περίεργη συνήθειά του;
Ένιωσε κάποτε πως ίσως τού ήταν επιτρεπτό να βγει, σ' αυτά τα χάλια, στούς δρόμους τής πόλης μια κι ένιωσε πως στο σπίτι θα πέθαινε μονάχος, δίχως ταίρι. Στο δρόμο, όμως, κάτι απρόσεκτα παιδιά...τραβώντας τον λίγο από δω, λίγο από κει, τού σπάσανε την πανοπλία.
Αντίκρυσαν έτσι τα παλιόπαιδα, τα μάτια του που αρχίσαν να δακρύζουν, τον κορόιδεψαν που κλαίει.
Εκείνος γύρισε πρηνής κι απ' την ντροπή του την πολλή, μπροστά στα γέλια τών παιδιών, απέθανε ακαριαία.
Στα σοβαρά
Εκτός από αυτούς που σ' αγαπούν κι αυτούς που σε μισούν, υπάρχουν κι αυτοί που σε παίρνουν στα σοβαρά.
11 Ιουλίου, 2010
Μωβ φράουλα
Μωβ φράουλα
λέει πως σε φώναζαν "μωβ φράουλα"
από το χρώμα των κασκόλ σου
που ήτανε, λέει, πάντα μωβ
Μωβ φράουλα
ήταν η δική σου εποχή
μα τέλειωσε κάπως νωρίς
με τα γουέστερν τού Τζων Γουέην
τα πρώτα σόλο τής τζαζ
Μωβ φράουλα
κάποιος που θα σε θυμηθεί
από τον κήπο θα περάσει
ένα λουλούδι να μαζέψει
θα πιεί μια μπίρα στην υγειά σου
και μόνος θα κοιμηθεί
Μωβ φράουλα
πέρασε πιά τόσος καιρός
πόλεμοι πολλοί, μαύρος καπνός
μα κάποιος που μόνος κοιμάται
κάτω απ' το μαξιλάρι του έχει
ένα μωβ μακρύ κασκόλ
10 Ιουλίου, 2010
Αστέρια και Ευχές
Πάει πολύς καιρός που οι νωπογραφίες με τις θεαματικές πτήσεις τού Πήγασου στόλιζαν τούς τοίχους τών μεγάλων αιθουσών μας. Πέρασε ο καιρός που οι πρώτες απλοϊκές εξισώσεις τού Ντα Βίντσι ήταν σκαλισμένες, με τον Κρητικό σουγιά, στο ακριβό ξύλο των καρεκλοπόδαρων τού σαλονιού, λες κι είχαν κάποιο νόημα.
Μοιάζει ανόητο τώρα να νοσταλγεί κανείς όλα αυτά. Τότε, το κοίταγμα τριγύρω σου σε γέμιζε έκσταση ενώ τώρα η έκσταση παράγεται από μηχανές που τρέφονται από συσωρρευτές ενέργειας. Σκέφτομαι συχνά πως, ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, υπάρχει μια χειρονομία, ένα "όχι" ειπωμένο με το χέρι. Αναιτιολόγητο.
Αν συνεχίσω να φαντάζομαι έναν κόσμο όπου τα πέτρινα είδωλά μου υπάρχουν και με περιμένουν για να μ' ανταμείψουν που δεν τα πρόδωσα, θα αρχίσω να αισθάνομαι τη ζωή σαν λεωφορείο: κάθε τόσο αποβιβάζει κι από μερικούς επιβάτες που ίσως ν' αντάλλαξαν μερικές κουβέντες βιαστικά. Μια ζωή δεν φτάνει για να πάρεις όλες τις απαντήσεις που γυρεύεις. Πρέπει να αφιερώνεις πάντα λίγο χρόνο για τις ελπίδες και τις ευχές.
Μέσα σε έναν κόσμο που, ακόμα και βουτηγμένος στη λάσπη, κοιτάς με λαχτάρα τον ουρανό, θα τύχει στον καθένα να γευτεί μια "νύχτα που τ' αστέρια πέφτουν". Τότε, ακόμα κι αν ονειρεύεσαι, θα σε ξυπνήσουν τ' άστρα. Πέφτει η αυλαία για τα όνειρα: μια βιαστική ευχή πρέπει τώρα να ανέβει στη σκηνή.
Τα αστέρια δεν ξέρουν να περιμένουν, πρέπει εσύ να είσαι ταχύς. Αυτά είναι πιό γρήγορα απ' τη βαρύτητα, την αψηφούν, αιρετικά, κι αυτήν κι εσένα. Αν λίγο καθυστερήσεις -προσκολλημένος στις ελπίδες- θα διαξιφίσουν τον ουρανό απέναντί σου.
Εκατοντάδες μέτρα πιό μακριά, τότε, θα δεις δεκάδες αστέρια που δεν τα πρόσεξες ποτέ, να αλλάζουνε τροχιές και πέφτοντας με ορμή, να πυρπολούν τούς αχυρώνες.
Μοιάζει ανόητο τώρα να νοσταλγεί κανείς όλα αυτά. Τότε, το κοίταγμα τριγύρω σου σε γέμιζε έκσταση ενώ τώρα η έκσταση παράγεται από μηχανές που τρέφονται από συσωρρευτές ενέργειας. Σκέφτομαι συχνά πως, ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, υπάρχει μια χειρονομία, ένα "όχι" ειπωμένο με το χέρι. Αναιτιολόγητο.
Αν συνεχίσω να φαντάζομαι έναν κόσμο όπου τα πέτρινα είδωλά μου υπάρχουν και με περιμένουν για να μ' ανταμείψουν που δεν τα πρόδωσα, θα αρχίσω να αισθάνομαι τη ζωή σαν λεωφορείο: κάθε τόσο αποβιβάζει κι από μερικούς επιβάτες που ίσως ν' αντάλλαξαν μερικές κουβέντες βιαστικά. Μια ζωή δεν φτάνει για να πάρεις όλες τις απαντήσεις που γυρεύεις. Πρέπει να αφιερώνεις πάντα λίγο χρόνο για τις ελπίδες και τις ευχές.
Μέσα σε έναν κόσμο που, ακόμα και βουτηγμένος στη λάσπη, κοιτάς με λαχτάρα τον ουρανό, θα τύχει στον καθένα να γευτεί μια "νύχτα που τ' αστέρια πέφτουν". Τότε, ακόμα κι αν ονειρεύεσαι, θα σε ξυπνήσουν τ' άστρα. Πέφτει η αυλαία για τα όνειρα: μια βιαστική ευχή πρέπει τώρα να ανέβει στη σκηνή.
Τα αστέρια δεν ξέρουν να περιμένουν, πρέπει εσύ να είσαι ταχύς. Αυτά είναι πιό γρήγορα απ' τη βαρύτητα, την αψηφούν, αιρετικά, κι αυτήν κι εσένα. Αν λίγο καθυστερήσεις -προσκολλημένος στις ελπίδες- θα διαξιφίσουν τον ουρανό απέναντί σου.
Εκατοντάδες μέτρα πιό μακριά, τότε, θα δεις δεκάδες αστέρια που δεν τα πρόσεξες ποτέ, να αλλάζουνε τροχιές και πέφτοντας με ορμή, να πυρπολούν τούς αχυρώνες.
09 Ιουλίου, 2010
Α-παιδεία ή Αντι-παιδεία;
Σχεδόν σε όλα τα στραβά που διαγιγνώσκει ο μέσος άνθρωπος, έχει έτοιμη την αιτιοπαθογένεια: "Έλλειψη παιδείας", σού λέει, και τέλειωσε η υπόθεση.
-Γιατί όλοι μιλούν βρίζοντας; -Έλλειψη παιδείας!
-Γιατί τα περιμένουμε όλα στο πιάτο; -Έλλειψη παιδείας!
-Γιατί δεν έχουμε κοινωνική συνείδηση; -Έλλειψη παιδείας!
Νομίζω υπάρχουν τουλάχιστον μερικές χιλιάδες ερωτήματα με την ίδια απάντηση...Η απάντηση αυτή είναι ένας καλός επίλογος πολλαπλής χρήσεως. Κολλάει παντού, βρίσκει σύμφωνους τούς συζητητές και κάθε συζήτηση παίρνει μια κουλτουριάρικη χροιά, όταν τελειώνει με τη διαπίστωση πως "υπάρχει έλλειψη παιδείας".
Το θέμα δηλαδή είναι πως κάτι λείπει (η παιδεία) και γι' αυτό γίνονται πολλά (όλα) τα στραβά. Αυτή η "διαπίστωση" είναι πιά -λυπάμαι(;) που θα το πω- ακόμα μια κοινοτυπία που βάζει ένα άδοξο τέλος σε κάθε συζήτηση. "Άδοξο τέλος" γιατί είναι αόριστη, δεν ενοχοποιεί κανέναν (άρα δικαιώνει τούς πάντες) και δεν προτείνει λύσεις. Σχεδόν όλες τις φορές σταματά κάθε προβληματισμό γύρω από πολλά θέματα. Αρκετές φορές προβάλλεται και σαν διαπίστωση ανθρώπων που εμφανώς τούς λείπει η στοιχειώδης παιδεία. Περίπου έτσι: "Εγώ (που μού λείπει η παιδεία) διαπιστώνω πως δεν έχουμε παιδεία".
Καιρός, λοιπόν, είναι επιτέλους να ανοίξει μια συζήτηση που αντί να τελειώνει με την παραπάνω φράση/συμπέρασμα, θα αρχίζει με την ερώτηση:
Γιατί άραγε μας λείπει η παιδεία; Ή μήπως, τελικά, δεν μας λείπει;
-Γιατί όλοι μιλούν βρίζοντας; -Έλλειψη παιδείας!
-Γιατί τα περιμένουμε όλα στο πιάτο; -Έλλειψη παιδείας!
-Γιατί δεν έχουμε κοινωνική συνείδηση; -Έλλειψη παιδείας!
Νομίζω υπάρχουν τουλάχιστον μερικές χιλιάδες ερωτήματα με την ίδια απάντηση...Η απάντηση αυτή είναι ένας καλός επίλογος πολλαπλής χρήσεως. Κολλάει παντού, βρίσκει σύμφωνους τούς συζητητές και κάθε συζήτηση παίρνει μια κουλτουριάρικη χροιά, όταν τελειώνει με τη διαπίστωση πως "υπάρχει έλλειψη παιδείας".
Το θέμα δηλαδή είναι πως κάτι λείπει (η παιδεία) και γι' αυτό γίνονται πολλά (όλα) τα στραβά. Αυτή η "διαπίστωση" είναι πιά -λυπάμαι(;) που θα το πω- ακόμα μια κοινοτυπία που βάζει ένα άδοξο τέλος σε κάθε συζήτηση. "Άδοξο τέλος" γιατί είναι αόριστη, δεν ενοχοποιεί κανέναν (άρα δικαιώνει τούς πάντες) και δεν προτείνει λύσεις. Σχεδόν όλες τις φορές σταματά κάθε προβληματισμό γύρω από πολλά θέματα. Αρκετές φορές προβάλλεται και σαν διαπίστωση ανθρώπων που εμφανώς τούς λείπει η στοιχειώδης παιδεία. Περίπου έτσι: "Εγώ (που μού λείπει η παιδεία) διαπιστώνω πως δεν έχουμε παιδεία".
Καιρός, λοιπόν, είναι επιτέλους να ανοίξει μια συζήτηση που αντί να τελειώνει με την παραπάνω φράση/συμπέρασμα, θα αρχίζει με την ερώτηση:
Γιατί άραγε μας λείπει η παιδεία; Ή μήπως, τελικά, δεν μας λείπει;
08 Ιουλίου, 2010
05 Ιουλίου, 2010
Συμβολή σε μια κουβέντα
Ε λοιπόν... σε όλη τη διαδρομή μου έβρισκα ανθρώπους που ξορκίζανε τη λέξη "οργή". Μάλλον πρέπει να πω: σχεδόν ΜΟΝΟ ανθρώπους που στέλνανε στο πυρ το εξώτερο αυτό το συναίσθημα που η φύση έδωσε στον άνθρωπο και δια μέσου των χιλιετηρίδων (έως τώρα τουλάχιστον) διατηρήθηκε, προφανώς επειδή ήταν λειτουργικό και κινούσε τα πράγματα προς τα εμπρός -δεν λέω προς το "καλύτερο".
Σιγά-σιγά η οργή έγινε -από συναίσθημα- χαρακτηριστικό, κάτι σαν σύνδρομο, σαν αναμενόμενη αλλά ανεξήγητη συμπεριφορά, βλ. "τα οργισμένα νιάτα" με το περιπαιχτικό εκείνο "οργισμένο νιάτο". Χμμμ...γιατί άραγε να είναι οργισμένα τα νιάτα; Αφού τα έχουν όλα: ο μπαμπάς φέρνει λεφτά, η μαμά μαγειρεύει ζεστό φαγητό, έχουν τους φίλους τους (κι αυτοί οργισμένοι)...Τι στο διάτανο τούς λείπει;
Εεεε, είναι οι ορμόνες τής εφηβείας, κάτι σαν τα σπυράκια τής ακμής, λένε. Περαστικό φαινόμενο είναι οι οργισμένοι νέοι. Θα γίνουν κι αυτοί γονείς που θα έχουν "οργισμένα παιδιά" κ.ο.κ. Αυτό που θα μείνει θα είναι τα όλο και πιό σπάνια ξεσπάσματα οργής. Μεγαλώνοντας, η οργή θα είναι ένα απολειφάδι αυτού που ήταν πρωταρχικά: ένας παραφουσκωμένος λογαριασμός τής ΔΕΗ με επακόλουθο μια μπουνιά στο τραπέζι ή πάλι κάποιο στοίχημα που δεν πήγε καλά και χάθηκαν 500ευρό ή μια μείωση στα επιδόματα ή μια καλή ευκαιρία για παραπάνω λεφτά που "δεν έκατσε" θα προκαλέσει την εξελιγμένη / πρόσκαιρη / υποτονική οργή που φέρνει στο νου την "Ψευδοργή" που προκαλούν και οι Νευροφυσιολόγοι όποτε θέλουν στα πειραματόζωά τους (βλ. Υποθάλαμος).
Μα...μου φαίνεται πως η οργή σήμερα, εκτός των άλλων χαρακτηριστικών της, δικαιούται να λέγεται η "κλάψα εκείνου που χάνει χρήματα". Γι αυτό μας έμεινε η οργή; Για να κάνουμε σαν σκύλοι όταν μας παίρνουν το φαγητό; Μετά, θα πέσει η ουρά και -λίγα μέτρα πιό κάτω- θα βρεθεί άλλο κόκαλο να γλείψουμε (μια υπόσχεση;) ή μια ξυλιά.
Αυτό τών διαδηλώσεων δεν είναι εκδήλωση οργής, βέβαια. Δεν μπορεί 10000 άτομα να συντονιστούν σε κατάσταση οργής. Θα φωνάξουν συνθήματα οργισμένα αλλά...έτερον εκάτερον: οργισμένοι δε θα είναι. "Φτιάχνονται" από τη διαδικασία, ας μου επιτραπεί η φράση.
Έχω την άποψη πως η οργή αντιμετωπίζεται από το κυριαρχούν σύστημα με τη "γενναιοδωρία τού να προστατέψει τη σωματική ακεραιότητα τού οργισμένου" στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και ει δυνατόν παρέχοντάς του την ψευδαίσθηση πως ο οργισμένος "λαμβάνεται στα σοβαρά υπ' όψιν" από το status qvo. E...διάολε, τι θα ήμασταν χωρίς απεργίες και συγκεντρώσεις, οργισμένους πολίτες, ε; Μπανανία θα μας νομίζανε, γιαλαντζι πολίτες, gay δημοκρατία, μαϊμουδοκατάσταση...
Αχ, γι αυτό, φίλοι μου, λένε "μην τα σκέφτεσαι συνέχεια, θα σκάσεις!"...βλέπεις, ένα άλλο χαρακτηριστικό τής οργής είναι το ότι σε καταλαμβάνει, έχεις καβαλήσει γρήγορο άλογο, όταν σε κρατάει η Οργή. Και να θες, δεν μπορείς να κατέβεις, δεν κάνει στάση πιά το άλογο αυτό. Τώρα δε ζητάει μόνο το σανό που τού αφαιρέσανε ούτε το λόγο που τού το αφαιρέσανε το σανό. Επιθυμεί, αυτό το άγριο ένστικτο, καλπάζοντας να τσαλαπατήσει αυτόν που τού ράγισε την καρδιά.
Γιατί η Οργή και τα ξεσπάσματά της είναι ζητήματα καρδιάς πάνω απ' όλα.
ΥΓ.
Επαναλαμβάνω πως η Οργή, σ' αυτό το κείμενο τουλάχιστον, δεν θεωρείται το μέσον ή το μόνο μέσον που θα οδηγήσει τα γεγονότα "μπροστά".
Σιγά-σιγά η οργή έγινε -από συναίσθημα- χαρακτηριστικό, κάτι σαν σύνδρομο, σαν αναμενόμενη αλλά ανεξήγητη συμπεριφορά, βλ. "τα οργισμένα νιάτα" με το περιπαιχτικό εκείνο "οργισμένο νιάτο". Χμμμ...γιατί άραγε να είναι οργισμένα τα νιάτα; Αφού τα έχουν όλα: ο μπαμπάς φέρνει λεφτά, η μαμά μαγειρεύει ζεστό φαγητό, έχουν τους φίλους τους (κι αυτοί οργισμένοι)...Τι στο διάτανο τούς λείπει;
Εεεε, είναι οι ορμόνες τής εφηβείας, κάτι σαν τα σπυράκια τής ακμής, λένε. Περαστικό φαινόμενο είναι οι οργισμένοι νέοι. Θα γίνουν κι αυτοί γονείς που θα έχουν "οργισμένα παιδιά" κ.ο.κ. Αυτό που θα μείνει θα είναι τα όλο και πιό σπάνια ξεσπάσματα οργής. Μεγαλώνοντας, η οργή θα είναι ένα απολειφάδι αυτού που ήταν πρωταρχικά: ένας παραφουσκωμένος λογαριασμός τής ΔΕΗ με επακόλουθο μια μπουνιά στο τραπέζι ή πάλι κάποιο στοίχημα που δεν πήγε καλά και χάθηκαν 500ευρό ή μια μείωση στα επιδόματα ή μια καλή ευκαιρία για παραπάνω λεφτά που "δεν έκατσε" θα προκαλέσει την εξελιγμένη / πρόσκαιρη / υποτονική οργή που φέρνει στο νου την "Ψευδοργή" που προκαλούν και οι Νευροφυσιολόγοι όποτε θέλουν στα πειραματόζωά τους (βλ. Υποθάλαμος).
Μα...μου φαίνεται πως η οργή σήμερα, εκτός των άλλων χαρακτηριστικών της, δικαιούται να λέγεται η "κλάψα εκείνου που χάνει χρήματα". Γι αυτό μας έμεινε η οργή; Για να κάνουμε σαν σκύλοι όταν μας παίρνουν το φαγητό; Μετά, θα πέσει η ουρά και -λίγα μέτρα πιό κάτω- θα βρεθεί άλλο κόκαλο να γλείψουμε (μια υπόσχεση;) ή μια ξυλιά.
Αυτό τών διαδηλώσεων δεν είναι εκδήλωση οργής, βέβαια. Δεν μπορεί 10000 άτομα να συντονιστούν σε κατάσταση οργής. Θα φωνάξουν συνθήματα οργισμένα αλλά...έτερον εκάτερον: οργισμένοι δε θα είναι. "Φτιάχνονται" από τη διαδικασία, ας μου επιτραπεί η φράση.
Έχω την άποψη πως η οργή αντιμετωπίζεται από το κυριαρχούν σύστημα με τη "γενναιοδωρία τού να προστατέψει τη σωματική ακεραιότητα τού οργισμένου" στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και ει δυνατόν παρέχοντάς του την ψευδαίσθηση πως ο οργισμένος "λαμβάνεται στα σοβαρά υπ' όψιν" από το status qvo. E...διάολε, τι θα ήμασταν χωρίς απεργίες και συγκεντρώσεις, οργισμένους πολίτες, ε; Μπανανία θα μας νομίζανε, γιαλαντζι πολίτες, gay δημοκρατία, μαϊμουδοκατάσταση...
Αχ, γι αυτό, φίλοι μου, λένε "μην τα σκέφτεσαι συνέχεια, θα σκάσεις!"...βλέπεις, ένα άλλο χαρακτηριστικό τής οργής είναι το ότι σε καταλαμβάνει, έχεις καβαλήσει γρήγορο άλογο, όταν σε κρατάει η Οργή. Και να θες, δεν μπορείς να κατέβεις, δεν κάνει στάση πιά το άλογο αυτό. Τώρα δε ζητάει μόνο το σανό που τού αφαιρέσανε ούτε το λόγο που τού το αφαιρέσανε το σανό. Επιθυμεί, αυτό το άγριο ένστικτο, καλπάζοντας να τσαλαπατήσει αυτόν που τού ράγισε την καρδιά.
Γιατί η Οργή και τα ξεσπάσματά της είναι ζητήματα καρδιάς πάνω απ' όλα.
ΥΓ.
Επαναλαμβάνω πως η Οργή, σ' αυτό το κείμενο τουλάχιστον, δεν θεωρείται το μέσον ή το μόνο μέσον που θα οδηγήσει τα γεγονότα "μπροστά".
04 Ιουλίου, 2010
03 Ιουλίου, 2010
01 Ιουλίου, 2010
Οι συγγραφείς τού "Αλλόκοτου"
Καμμιά φορά, γράφοντας αυτές τις μικρές ιστορίες, ανάμεσα στα διάφορα που περνούν από το μυαλό μου (κατά πόσο γίνομαι σαφής, κατά πόσο μένω νεφελώδης, αν θέλω να δώσω ένα αυτοτελές κείμενο ή μόνο ένα απόσπασμα), σκέφτομαι και κάτι άλλο:
Έχει κανείς την "πολυτέλεια" να χτίζει μια σειρά εικόνων στις οποίες όμως δεν θα τού άρεσε καθόλου να πρωταγωνιστήσει κάποτε; Συνήθως γράφονται ιστορίες όπου ο πρωταγωνιστής / υποκείμενο βρίσκεται σε καταστάσεις, ευχάριστες ή δυσάρεστες, αλλά πάντοτε μέσα στα πλαίσια τής καθημερινότητας: Ιδρώνει, αγαπά ή έχει δυσκοιλιότητα, όπως μπορεί να τύχει σε όλους μας.
Τι γίνεται όμως όταν γράφει κανείς αλλόκοτα κείμενα όπου το παράδοξο και το εξωπραγματικό κυριαρχούν; Τι απόσταση μπορείς να κρατήσεις από το αποτέλεσμα μιας φαντασίωσής ΣΟΥ που σού υπαγορεύει π.χ. να βάλεις ένα συνηθισμένο άνθρωπο να κινηθεί μέσα σ' ένα συρτάρι, κάποιον που τον απορροφάει το video player και τον μασάει σαν κασσέττα ή κάποιον που μέρα με τη μέρα μεταμορφώνεται σε κατσαρίδα;
Κάποιοι λένε πως το αλλόκοτο, το εξωπραγματικό, όταν ... πολυτρίβεσαι μ' αυτό, εκείνο σ' ακολουθεί και στην καθημερινότητά σου, σε στοιχειώνει. Πιό μελοδραματικοί γίνονται αυτοί που υποστηρίζουν ότι αυτή η ενασχόληση / εμμονή στο τέλος σε τρελαίνει, μέχρι και την όψη σου αλλάζει. Οι θιασώτες τής Φυσιογνωμικής πιστεύουν ακράδαντα πως "ο Poe με ...τέτοια φάτσα (άρα και ψυχοσύνθεση) που είχε, τι άλλο θα μπορούσε να γράψει;". Οι ...ζωδιόπληκτοι πάλι θα πουν: "Υδροχόος είναι, με τέτοια θα ασχολείται!". Οι ορθολογιστές θα ψάξουν, εκ των υστέρων, τα παιδικά (ή και πιό όψιμα) βιώματα τών συγγραφέων τού "Αλλόκοτου" για να ανακαλύψουν κάποια σύνδεση ανάμεσα στη ζωή και το έργο τών ανθρώπων αυτών. Άλλοι θα πουν "Μπα! Θέμα ιδιοσυγκρασίας είναι.".
Πλην των ζωδιόπληκτων, θα μπορούσα να συμφωνήσω σχεδόν με όλους όσους προανέφερα. Μοιάζει με το ερώτημα που -λίγο πειραχτικά- θέτουν στους ψυχιάτρους : "Ήσουν μουρλός και σε γοήτευσε η Ψυχιατρική ή μήπως έγινες μουρλός ασχολούμενος μαζί της;". Να ένα καλό ερώτημα, τού οποίου η ειλικρινής απάντηση συνήθως δικαιώνει το πρώτο σκέλος τού ερωτήματος.
Έχοντας τόσο μικρή γνώση(;) τού εξωπραγματικού και τής επιρροής που μπορεί να έχει στον ανθρώπινο νου, μπορούμε να κάνουμε πολλές υποθέσεις: "κάποιο γονίδιο θα 'ναι" ή "τρελός παπάς τον βάφτισε" κ.ο.κ.
Θυμάμαι πως κάποτε διάβασα ότι ο τόσο συμπαθής Camus, μετά όλη εκείνη την ατέρμονα παραλογολογία του ήταν αναμενόμενο να έχει ένα "παράλογο" τέλος:
Όταν τον ανέσυραν από το σμπαραλιασμένο του αυτοκίνητο, λένε, βρήκαν στην τσέπη του ένα εισιτήριο τρένου με επιστροφή , με διαδρομή και ώρα ακριβώς την ίδια μ' αυτήν που, την τελευταία στιγμή, αποφάσισε να ταξιδέψει οδικώς, με το αυτοκίνητό του.
Αυτό βέβαια πιθανόν να ήταν ένα πολύ πιασάρικο τρικ τού εκδοτικού του οίκου. Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε, στην περίπτωση αυτή, και τη δήλωση τού Camus στην οποία διαβεβαίωνε πως προτιμούσε να είχε συνεχίσει την (πετυχημένη ως τερματοφύλακας) σταδιοδρομία τού ποδοσφαιριστή, πράγμα που τον εμπόδισε να κάνει η φυματίωση που τον προσέβαλε.
"Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον", θα σκεφτούμε. Άραγε υπάρχει μεγαλύτερο παράλογο από αυτές τις μεμονωμένες "λεπτομέρειες" με τα τόσο τραγικά επακόλουθά τους;
Έχει κανείς την "πολυτέλεια" να χτίζει μια σειρά εικόνων στις οποίες όμως δεν θα τού άρεσε καθόλου να πρωταγωνιστήσει κάποτε; Συνήθως γράφονται ιστορίες όπου ο πρωταγωνιστής / υποκείμενο βρίσκεται σε καταστάσεις, ευχάριστες ή δυσάρεστες, αλλά πάντοτε μέσα στα πλαίσια τής καθημερινότητας: Ιδρώνει, αγαπά ή έχει δυσκοιλιότητα, όπως μπορεί να τύχει σε όλους μας.
Τι γίνεται όμως όταν γράφει κανείς αλλόκοτα κείμενα όπου το παράδοξο και το εξωπραγματικό κυριαρχούν; Τι απόσταση μπορείς να κρατήσεις από το αποτέλεσμα μιας φαντασίωσής ΣΟΥ που σού υπαγορεύει π.χ. να βάλεις ένα συνηθισμένο άνθρωπο να κινηθεί μέσα σ' ένα συρτάρι, κάποιον που τον απορροφάει το video player και τον μασάει σαν κασσέττα ή κάποιον που μέρα με τη μέρα μεταμορφώνεται σε κατσαρίδα;
Κάποιοι λένε πως το αλλόκοτο, το εξωπραγματικό, όταν ... πολυτρίβεσαι μ' αυτό, εκείνο σ' ακολουθεί και στην καθημερινότητά σου, σε στοιχειώνει. Πιό μελοδραματικοί γίνονται αυτοί που υποστηρίζουν ότι αυτή η ενασχόληση / εμμονή στο τέλος σε τρελαίνει, μέχρι και την όψη σου αλλάζει. Οι θιασώτες τής Φυσιογνωμικής πιστεύουν ακράδαντα πως "ο Poe με ...τέτοια φάτσα (άρα και ψυχοσύνθεση) που είχε, τι άλλο θα μπορούσε να γράψει;". Οι ...ζωδιόπληκτοι πάλι θα πουν: "Υδροχόος είναι, με τέτοια θα ασχολείται!". Οι ορθολογιστές θα ψάξουν, εκ των υστέρων, τα παιδικά (ή και πιό όψιμα) βιώματα τών συγγραφέων τού "Αλλόκοτου" για να ανακαλύψουν κάποια σύνδεση ανάμεσα στη ζωή και το έργο τών ανθρώπων αυτών. Άλλοι θα πουν "Μπα! Θέμα ιδιοσυγκρασίας είναι.".
Πλην των ζωδιόπληκτων, θα μπορούσα να συμφωνήσω σχεδόν με όλους όσους προανέφερα. Μοιάζει με το ερώτημα που -λίγο πειραχτικά- θέτουν στους ψυχιάτρους : "Ήσουν μουρλός και σε γοήτευσε η Ψυχιατρική ή μήπως έγινες μουρλός ασχολούμενος μαζί της;". Να ένα καλό ερώτημα, τού οποίου η ειλικρινής απάντηση συνήθως δικαιώνει το πρώτο σκέλος τού ερωτήματος.
Έχοντας τόσο μικρή γνώση(;) τού εξωπραγματικού και τής επιρροής που μπορεί να έχει στον ανθρώπινο νου, μπορούμε να κάνουμε πολλές υποθέσεις: "κάποιο γονίδιο θα 'ναι" ή "τρελός παπάς τον βάφτισε" κ.ο.κ.
Θυμάμαι πως κάποτε διάβασα ότι ο τόσο συμπαθής Camus, μετά όλη εκείνη την ατέρμονα παραλογολογία του ήταν αναμενόμενο να έχει ένα "παράλογο" τέλος:
Όταν τον ανέσυραν από το σμπαραλιασμένο του αυτοκίνητο, λένε, βρήκαν στην τσέπη του ένα εισιτήριο τρένου με επιστροφή , με διαδρομή και ώρα ακριβώς την ίδια μ' αυτήν που, την τελευταία στιγμή, αποφάσισε να ταξιδέψει οδικώς, με το αυτοκίνητό του.
Αυτό βέβαια πιθανόν να ήταν ένα πολύ πιασάρικο τρικ τού εκδοτικού του οίκου. Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε, στην περίπτωση αυτή, και τη δήλωση τού Camus στην οποία διαβεβαίωνε πως προτιμούσε να είχε συνεχίσει την (πετυχημένη ως τερματοφύλακας) σταδιοδρομία τού ποδοσφαιριστή, πράγμα που τον εμπόδισε να κάνει η φυματίωση που τον προσέβαλε.
"Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον", θα σκεφτούμε. Άραγε υπάρχει μεγαλύτερο παράλογο από αυτές τις μεμονωμένες "λεπτομέρειες" με τα τόσο τραγικά επακόλουθά τους;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)