30 Ιουνίου, 2011
29 Ιουνίου, 2011
Διαίσθηση
Οι ανθιστάμενοι...Χαίρομαι, δεν μπορώ να πω, για λογαριασμό τών σημερινών ανθισταμένων αγωνιστών. Κάποτε, πριν πολλά χρόνια, οι ανθιστάμενοι την είχαν πραγματικά άσχημα. Δίκαιος ή άδικος ο αγώνας τους, βίαιος ή μη βίαιος ο ξεσηκωμός τους, θα έτρωγαν το ξύλο από την τότε πιο αδίστακτη αστυνομία. Συνήθως η αστυνομία εκείνη ήταν όργανο καταστολής διαφόρων κυβερνήσεων που πολλές από αυτές δεν είχαν ούτε καν εκλεγεί.
Οι τότε αγωνιστές -οι άμοιροι- δεν είχαν ούτε καν επίσημους υποστηρικτές για να φωνάξουν για λογαριασμό τους. Σήμερα είδα ότι οι σημερινοί αγωνιστές έχουν την πλήρη υποστήριξη από σοβαρές δομές που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Ο κ. Τράγκας, στα πρόθυρα σήμερα τού αμόκ, παρέα με τον κ. Χατζηνικολάου και άλλα ...υψηλής ευαισθησίας άτομα κατακεραύνωναν την αστυνομία για τα "καρκινογόνα χημικά" που εκτοξεύτηκαν.
Χαίρομαι που σήμερα οι ανθιστάμενοι πολίτες μπορούν να έχουν βιντεοσκοπημένη και την παραμικρή μπουνιά που θα φάνε. Χαίρομαι γιατί άλλοτε σου σπάγαν τα πλευρά και δεν μπορούσες να αποδείξεις τίποτα. Αλλά και να αποδείκνυες, τι να το κάνεις; Τι να το κάνεις αν δεν είχες έτοιμο τον Τράγκα, τον Χατζηνικολάου, τον Πρετεντέρη, την Στάη, τον Τριανταφυλλόπουλο, το Λαζόπουλο κ.ά., έτοιμους να δημοσιοποιήσουν το θέμα σου;
Σοβαρά τώρα...Πιστεύω πως όσο υπερασπίζονται τα δίκια σου άτομα όπως αυτά που προανέφερα, τότε κάτι δεν πάει καλά. Όχι, όχι...Από ένστικτο μονάχα τείνω να πιστέψω πως το δίκιο είναι με το μέρος εκείνων που οι αξιότιμοι αυτοί κύριοι θα ξεφτιλίσουν, θα συκοφαντήσουν, θα πουν πως καταστρέφουν την εικόνα τής Ελλάδας μας στο εξωτερικό. Κάτι τέτοιο μου λέει η διαίσθησή μου.
Το θέμα ήταν...
Οι δυο εκείνες, περί ων ο λόγος, κατσαρίδες ήταν ενωμένες η μία στο πλευρό τής άλλης, σχεδόν σε μια σύνδεση πλάγιο-πλάγια θα λέγαμε. Πιο συγκεκριμένα: η μικρότερη από τις δυο ήταν με την κοιλιά της ενωμένη στη δεξιά μεριά τής ράχης τής λίγο μεγαλύτερής της αδελφής. Οπότε η μεγαλύτερη, εκ τών πραγμάτων, ήταν αναγκασμένη να κουβαλά την άλλη.
Η άλλη, μη κάνοντας κανένα κόπο όλη τη μέρα, είχε όλη την όρεξη να φλυαρεί και να ...εξηγεί πως αυτό που τους συμβαίνει δεν είναι δα και τόσο δραματικό. Εξάλλου συμβαίνει και στους ανθρώπους οι οποίοι, όπως είχε ακούσει, τους λένε Σιαμαίους τους κατ' αυτόν τον τρόπο διαπλεκόμενους ζώντες αδελφούς οργανισμούς.
"Το θέμα είναι πως είμαστε αηδιαστικές έτσι που είμαστε κολλημένες οι δυο μας. Στα μάτια τών άλλων τουλάχιστον..." είπε η κάτω κατσαρίδα παίρνοντας μια κλειστή στροφή ώστε να ταραχτεί αυτό το "παράσιτο" που κουβαλούσε από γεννησημιού της. Αυτό το παράσιτο που τρεφόταν χωρίς να τρώει, που μετακινιόταν χωρίς να κουνάει ένα πόδι. Ίσα ίσα, το ένα πόδι το κούναγε αλλά μονάχα αγορεύοντας, για να τονίσει τις φράσεις και να δώσει έμφαση στους συλλογισμούς της:
_ Αφού ξέρεις ότι δεν φταίει η σύνδεσή μας, δεν είναι αυτό που μας κάνει αηδιαστικές. Οι κατσαρίδες ήμασταν πάντα από τα πιο αηδιαστικά και μισητά έντομα, αδελφή. Σ' όλο τον πλανήτη, μόλις εμφανιστούμε, κάθε χέρι πιάνει μια παντόφλα ή ένα σπρέι κι αρχίζει το σαφάρι.
_Σύμφωνοι αλλά με σένα στην πλάτη είμαστε κι ένα τέρας εκτός από δυο κατσαρίδες. Έχεις δει πως κάνουν από τη σιχαμάρα τους όλοι, άνθρωποι και ζώα, όταν βλέπουν πως ούτε δυο αλλά ούτε μια είμαστε;
_Καλά...ας ήμασταν πεταλούδες και θα σου 'λεγα εγώ! Θα μας πιάναν με ευλάβεια μην τσαλακωθούν τα πολύχρωμα φτερά μας και θα μας είχαν όλη μας τη ζωή σε κανένα γυάλινο θερμοκήπιο με πολλά άνθη. Θα μας έδιναν βιταμίνες για να πετάμε πέρα-δώθε και θα μας δείχναν και στα παιδιά. Φλας, φωτό για βιβλία, ρεκόρ διάφορα...βιβλίο Γκίννες!
_Φαντάζομαι πως θα μας διασταύρωναν και με κανένα αισθησιακό, παρόμοιο... τέρας μήπως και πετύχουν τη δεκαοχτάποδη κατσαρίδα, σύμφωνα με το δικό σου σκεπτικό. Προς το παρόν το κύριο πρόβλημα είναι πως πρέπει να τρέξω εγώ για να σωθούμε ΕΜΕΙΣ, να ψάξω εγώ για να φάμε ΕΜΕΙΣ, να μένω συνέχεια μαζί σου, χωρίς προσωπική ζωή. Πάω για κατούρημα-κινούμαι εγώ, πας για κατούρημα-κινούμαι πάλι εγώ. Αν δεν βραχώ κιόλας!
...........................................................
Έχω ακούσει να λένε πως όταν δυο όντα είναι αναγκασμένα να ζουν μαζί, δεν πρέπει να γκρινιάζουνε γι αυτό. Μόνο γρουσουζιά τους φέρνει η γκρίνια. Πρέπει να μάθουν ποιό είναι το μέλλον τους και να μην το γρουσουζεύουν.
Αυτό, όπως λέει η ιστορία μας, έγινε τη μέρα εκείνη που η καλοζυγισμένη παντόφλα έφτασε και προσγειώθηκε ακριβώς πάνω στη μεγάλη κατσαρίδα που τα 'βαζε με τη μοίρα της. Την πλάκωσε, την έκανε κομματάκια με τέτοιο τρόπο ώστε να αποδεσμευθεί απ' αυτήν η μικρότερη κατσαρίδα και να αρχίσει, για πρώτη φορά στη ζωή της, να τρέχει για τη ζωή της.
Οι παντοφλιές συνέχιζαν να πέφτουν προς τη μεριά τής μικρής από τις Σιαμαίες που αγωνιζόταν να διαφύγει. Άτσαλο το τρέξιμό της, εύστοχες οι παντοφλιές...παρ' την κάτω κι αυτήν. Ξεψυχώντας γύρισε το κεφάλι προς τη μεγάλη της αδελφή και σαν να τής έκανε νόημα:
"Είδες που το πρόβλημα ήταν μόνο το ότι ήμασταν κατσαρίδες...και μόνη μου σαν έμεινα τίποτε δεν άλλαξε!".
28 Ιουνίου, 2011
One for the vine
Μια αφιέρωση.
Fifty thousand men were sent to do the will of one.
His claim was phrased quite simply, though he never voiced it loud,
I am he, the chosen one.
In his name they could slaughter, for his name they could die.
Though many there were believed in him, still more were sure he lied,
But they'll fight the battle on.
Then one whose faith had died
Fled back up the mountainside,
But before the top was made,
A misplaced footfall made him stray
From the path prepared for him.
Off of the mountain,
On to a wilderness of ice.
This unexpected vision made them stand and shake with fear,
But nothing was his fright compared with those who saw him appear.
Terror filled their minds with awe.
Simple were the folk who lived
Upon this frozen wave.
So not surprising was their thought,
This is he, God's chosen one,
Who's come to save us from
All our oppressors.
We shall be kings on this world.
Follow me!
I'll play the game you want me,
Until I find a way back home.
Follow me!
I give you strength inside you,
Courage to win your battles--
No, no, no, this can't go on,
This will be all that I fled from.
Let me rest for a while.
He walked into a valley,
All alone.
There he talked with water, and then with the vine.
They leave me no choice.
I must lead them to glory or most likely to death.
They travelled cross the plateau of ice, up to its edge.
Then they crossed a mountain range and saw the final plain.
Still he urged the people on.
Then, on a distant slope,
He observed one without hope
Flee back up the mountainside.
He thought he recognised him by his walk,
And by the way he fell,
And by the way he
Stood up, and vanished into air.
27 Ιουνίου, 2011
Σκέφτηκε
Σκέφτηκε πως αν είχε δεχτεί να κάνει εκείνη την περίφημη συζήτηση, εκείνη που θα έλυνε όλες τις παρεξηγήσεις...Ύστερα, αν στα όρια που του επέτρεπε η δουλειά του, έβρισκε το χρόνο για εκείνη τη συνάντηση. Σκέφτηκε...Αν μπορούσε κιόλας να αποφύγει κάτι κοινωνικές υποχρεώσεις που είχαν πια χρονίσει κι έπρεπε να διεκπεραιωθούν επειδή κάθε μέρα αναβάλλονταν... Αν δεν επρόκειτο να χάσει δυο ώρες στη διαδρομή, στο πήγαινε-έλα...Να μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη πως αυτά που θα ακούσει θα είναι η αλήθεια, ολόκληρη η αλήθεια...Θα προτιμούσε βέβαια εκείνη η συνάντηση να έμενε μυστική, να μην το μάθαινε όλος ο κόσμος. Σκέφτηκε...Αν υπήρχε ένα κατάλληλο μέρος για μια τόσο σοβαρή συζήτηση, με ησυχία και χωρίς διακοπές. Ευχής έργον βέβαια θα ήταν να ένιωθε κι ο ίδιος τόσο άνετα ώστε να εκφράσει ελεύθερα αυτό που ήθελε να πει. Σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε μέχρι που αργότερα θυμήθηκε πως με το πρόσωπο εκείνο μιλούσαν μια γλώσσα ο καθένας, μια γλώσσα διαφορετική από αυτήν του άλλου.
26 Ιουνίου, 2011
25 Ιουνίου, 2011
Pourquoi me reveiller
Γιατί με ξυπνάς, γλυκιά τής Άνοιξης ανάσα;
Στο μέτωπό μου νιώθω το πιο απαλό σου χάδι
Πόσο γρήγορα σπαταλάει κανείς το χρόνο του
τον γεμάτο αγωνίες και καταιγίδες!
Αύριο την κοιλάδα θα διασχίσει ο ταξιδιώτης
θυμίζοντας σε όλους δόξες τού παρελθόντος
Όποιος θελήσει να ψάξει τής νιότης μου το άνθος
θα βρει μόνο πόνο βαθύ και θλίψη δίχως τέλος
Αλίμονο!
Γιατί με ξυπνάς, γλυκιά τής Άνοιξης ανάσα;
Pourquoi me reveiller από τον Βερθέρο τού Μασσενέ. Σε μεγάλη ένταση είναι πραγματικό μεγαλείο.
Το κοπυράιτ
Όλη αυτή η υστερία περί κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας παραπέμπει σε υπερφίαλα "ψώνια" που κατά βάθος πιστεύουν πως θα 'ρθει η στιγμή που δε θα 'χουν πια τίποτα να πουν.
Το ψάρι δε βρομάει απ' το κεφάλι
Είναι που συνηθίζεις εύκολα τη μπόχα τού εαυτού σου, η μπόχα τού αλλουνού δεν σου είναι τοσο οικεία.
Ούνα φάτσα - ούνα ράτσα
Στημένοι αγώνες, σικέ πρωταθλήματα, χάρτινα ντέρμπι...στην Ελλάδα; Σίγουρα πρόκειται για ενορχηστρωμένη -από το εξωτερικό- επίθεση κατά τής ελληνικής αξιοπιστίας. Αποτελούν απόδειξη οι λογαριασμοί με τα 500.000.000 ευρά;;;
Έλα τώρα...Λυπάμαι αυτούς τους ιστορικούς συλλόγους που, σίγουρα η αθλητική δικαιοσύνη, θα στείλει στη Β' εθνική και με ποινή -10 βαθμούς. Βέβαια αυτά ίσχυσαν για μικρότερους ιστορικά συλλόγους όπως η Γιουβέντους, η Μίλαν κ.α. στη γειτονική Ιταλία.
Μα τι λέω; Εδώ "φάγανε" τους πιτσιρικάδες και θα αφήσουν τα ευρά; Αν η καθημερινότητα είχε ανάσα, τότε σίγουρα θα βρόμαγε ουλίτιδα.
Ούνα φάτσα - ούνα ράτσα...
Un bel di' vedremo
Μια μέρα θα δούμε
καπνό να υψώνεται εκεί μακριά,
στου ορίζοντα τα πέρατα
Κι ύστερα...Να, το πλοίο!
Ένα πλοίο κάτασπρο
που μπαίνει στο λιμάνι
στέλνοντας το χαιρετισμό του
Εγώ δε θα κατέβω εκεί. Όχι, δε θα κατέβω εγώ...
Στην κορφή τού λόφου θα σταθώ.
Βλέπεις πως ήρθε τελικά;
Θα καθίσω στην κορφή να περιμένω
Και θα περιμένω, θα περιμένω
Μεγάλη ήταν η προσμονή
κι αυτή η αναμονή δε θα μου είναι βάρος
Να, ξεπρόβαλε από το πλήθος
ένας άντρας, μικρός σα μια κουκίδα
και φαίνεται από δω
να βαδίζει προς το λόφο
Μα ποιός να είναι, ποιός;
Κι όταν φτάσει
τάχα τι να πρωτοπεί;
Από μακριά θα με φωνάξει:
"Πεταλούδα!"
Χωρίς απάντηση εγώ
θα κρυφτώ, λίγο από νάζι
λίγο για να μην σβήσω
από της συνάντησής μας τη χαρά
Κι όταν αυτός από την αγωνία του
φωνάξει τ' όνομά μου:
"Μικρούλα μου γυναίκα,
άρωμα τών λουλουδιών!"
λόγια που μου έλεγε σε κάθε ερχομό του
τότε θα φανερωθώ!
Στο υπόσχομαι, όλα έτσι θα γενούν.
Διώξε το φόβο σου,
με πίστη ακατανίκητη
εγώ τον περιμένω.
Un bel di' vedremo από την Μαντάμα Μπατερφλάυ τού Πουτσίνι.
24 Ιουνίου, 2011
Μοίρα παιγνιδιών
Τα παραπεταμένα, άχρηστα πιά, παιγνίδια δεν αντέχουν εύκολα όλη τη νύχτα στα σκουπίδια ... αυτή την πρώτη και τελευταία νύχτα που μένουν στους κάδους τών απορριμμάτων, στις γωνίες τών δρόμων. Νωρίς το πρωί θα περάσει το φορτηγό τού δήμου και με αυτόν τον τρόπο θα λήξει η μεγάλη ή μικρή παραμονή τους στην κάθε γειτονιά.
Κυρίως ανυπόμονα μαδημένα λούτρινα, παιγνίδια ηλεκτρικά που οι μπαταρίες τους έχυσαν τα υγρά τους διαβρώνοντας όλο το μηχανισμό τους, αεροπλανάκια με το ένα φτερό σπασμένο, κουτσές κούκλες κι ακέφαλα ρομπότ-εξολοθρευτές, παιδικά πιανάκια με λειψή τη μια τους την οκτάβα.
Αυτή είναι η μοίρα τους, παιγνιδιών μοίρα...Θριαμβευτική είσοδος στο σπίτι, παραμονή για λίγες μέρες στο σαλόνι κι ύστερα, κάτω από από κάποιο παιδικό κρεβάτι, ανιαρή παραμονή. "Memento mori" λένε τα παλιά γερασμένα παιγνίδια στα καινούργια κατά τη θριαμβευτική προέλασή τους μες το αδηφάγο σπίτι που τα υποδέχεται σαν βιρτουόζους ηθοποιούς ανάμεσα στα χειροκροτήματα τού πλήθους τών παιδικών χεριών.
Έτσι, συνήθως, γίνεται. Αλλά, σπανίως, τα εμπορεύματα αυτά αρνιούνται αυτή τη μοίρα που είναι σχεδιασμένη απ' τους ανθρώπους. Μαζεύουν τα κομμάτια τους και βιαστικά, πριν τα απορριμματοφόρα καταφτάσουν, βγαίνουν απ' τους κάδους και όπου τους βγάλει φτάνουν. Έπειτα έρχεται το πρωί κι ακίνητα παραμένουν. Σε νέα χέρια ανθρώπινα θα πέσουν -άλλη, νέα ζωή. Μοίρα παιγνιδιών, διαφορετική(;) απ' την ανθρώπινη τη μοίρα.
23 Ιουνίου, 2011
Ναι αλλά... αν είμαι γκέη;
Έχω ομολογήσει ότι η τηλεόραση είναι ένα μέρος τής καθημερινότητάς μου. Κάθε δωμάτιο τού σπιτιού έχει ένα δέκτη και συνήθως είναι όλοι αναμμένοι. Εδώ παίζει το star, εκεί το alter, εκεί το εκπαιδευτικό κανάλι της RAI, εδώ πάλι το star...Μα τι γίνεται μ' αυτό το star? Όποτε περάσω από μπροστά και σταθώ να ακούσω τι λέει, όλο τα ίδια ακούω. Οι ίδιες φράσεις και τα ίδια επιφωνήματα.
Μερικά παραδείγματα:
"Did you have sex?"
"I' m not gay!"
"I saved your ass"
"Kiss my ass"
"I ' ll kick your ass"
"Move your ass"
"Get the fuck outta here"
"I 'm a vampire!"
"I care about you..."
"We share everything"
"Don't you dare"
"Shit!"
Αυτά και λίγα άλλα παρόμοια είναι που αποτελούν το λεξιλόγιο τών διαλόγων στις τηλεοπτικές σειρές τού star, μέχρι αργά...Μέχρι να αρχίσουν τα σποτ "Ο Γιώργος, ο Αλέξης, ο Άγγελος, σε περιμένουν για να μιλήσετε, ένας προς έναν...σαν άνδρας προς άνδρα. Μη χάνεις χρόνο...Τηλεφώνησε τώρα!".
Έτσι, έχοντας ακούσει όλα αυτά και λίγο πριν κλείσω την TV, μου έρχεται να φωνάξω: "Όχι, δεν είμαι γκέη...Είμαι βαμπίρ, μην τολμήσεις, αρκετα πια, με πηδήσατε, δεν έχουμε τίποτα να μοιραστούμε. Άει γ.....ου, ρε Αλέξη!"
22 Ιουνίου, 2011
21 Ιουνίου, 2011
Για την τέχνη έζησα
Με την τέχνη έζησα,
έζησα με αγάπη
κακό σε κανέναν ποτέ δεν είχα κάνει
και με το χέρι μου κρυφά
όσους δυστυχείς γνώριζα, βοηθούσα
Με καθάρια πάντα πίστη
η προσευχή μου
ανέβαινε σε αγιασμένους τόπους
Με καθάρια πάντα πίστη
στόλιζα με άνθη το ιερό
και τώρα που πονώ
γιατί, Κύριε, γιατί;
Γιατί μ' ανταμείβεις έτσι;
Έπλεξα διαμάντια στης Παναγίας το πέπλο
τραγούδησα στα αστέρια
πιο όμορφα για να λάμπουν
Και τώρα που πονώ
γιατί, Κύριε, γιατί;
Γιατί μ' ανταμείβεις έτσι;
Η άρια που λέγεται πως ο Πουτσίνι, μετέπειτα, απέρριπτε από το πρόσωπο τής Τόσκα.
20 Ιουνίου, 2011
Τα του Καίσαρος
Βρέφη απαθή, ακίνητα,
έχουν στο πρόσωπο ρυτίδες
κείτονται στο έδαφος πεσμένα
από κόλπους μανάδων
που γέννησαν απρόθυμα, πρηνείς
μεθυσμένες από γενική αναισθησία
υπολείμματα καισαρικής τομής
Ένα μικροσκοπικό χέρι απλώνεται
τυφλά μέσα στο σκοτάδι
αγγίζει απαλά τα πλευρά τής γυναίκας
που βαθιά ακόμη κοιμάται
μα στον αέρα μετέωρο μένει το χάδι
κι εκεί η συνάντηση τελειώνει
Η νύχτα είναι η ώρα τών μεταναστών
κι όλων όσων η ταυτότητα γράφει
πως είναι ταγμένοι εκσκαφείς σκουπιδιών
χαρτοπαίχτες και άυπνοι γέροι
νυχτόβιοι, μεσήλικες βοσκοί πορνών
που ψαρεύουν πάντα στα ίδια μέρη
Οι πόρνες αγαπούν κι αυτές
τού αντρός τους το νοιάξιμο έχουν
μα όταν έρθει η ώρα εκείνου τού ραντεβού
αλλάζουν στάση, ξαπλώνουνε πρηνείς
αναισθησία γενική - μεθύσι
και αποβάλλουνε στον κόσμο
υπολείμματα καισαρικής τομής
19 Ιουνίου, 2011
Το παράπονο τού Φεντερίκο
Την ίδια ιστορία τού βοσκού...
Ο δύστυχος ο νέος κοιμήθηκε
προτού τη διηγηθεί...
Στον ύπνο βρήκε τη λήθη
Τον ζηλεύω, είν' μια λύση!
Τον ίδιο ύπνο θέλω κι εγώ
μόνο εκεί μέσα τη λήθη θα βρω
Γαλήνη να βρω και ξενοιασιά
τα πάντα να ξεχάσω πια
Μάταιος κόπος...
μπροστά μου έχω πάντα εκεινής
τη γλυκιά μορφή
Χάθηκε η ησυχία για μένα
Γιατί πρέπει τόσο να πονώ
όταν ακούω να μου μιλά;
Φύγε τυραννική οπτασία,
τι πόνο εσύ μου φέρνεις!
Ωιμέ!
Από την Αρλεσιάνα τού Τσιλέα: Το παράπονο τού Φεντερίκο.
18 Ιουνίου, 2011
17 Ιουνίου, 2011
Το πρωινό
Η Αυγή μεσα στ' άσπρα ντυμένη
έχει ανοίξει την πόρτα νωρίς
με τα ροδαλά δάχτυλά της
μύρια άνθη χαϊδολογεί!
Από πόθο κρυφό κυριεμένη
τριγύρω η πλάση είναι πια
μα εσύ δεν ξυπνάς και γω μάταια
μονάχος εδώ τραγουδώ
Βάλε κι εσύ τ' άσπρο φουστάνι
άσ' το τραγούδι σου να απλωθεί
όπου εσύ λείπεις, φως δεν υπάρχει
όπου συ είσαι κι η αγάπη είναι κει
Από πόθο κρυφό κυριεμένη
τριγύρω η πλάση είναι πια
μα εσύ δεν ξυπνάς και γω μάταια
μονάχος εδώ τραγουδώ
Όπου εσύ λείπεις, φως δεν υπάρχει
όπου συ είσαι κι η αγάπη είναι κει!
Μια απόδοση τού Ματτινάτα τού Λεονκαβάλλο (και τι χαμός από επευφημίες ακολουθεί!).
16 Ιουνίου, 2011
15 Ιουνίου, 2011
Δυο πρόσωπα ζητούν ταξί
Εκείνα τα δυο χρόνια που δούλεψα στο ταξί, λόγω τής λιγοστής δουλειάς, είχα συχνά την ευχέρεια να κρατώ τις σημειώσεις μου. Κυρίως οι σημειώσεις μου αφορούσαν φράσεις που άκουγα από κάποιον πελάτη είτε αυτός μιλούσε σ' εμένα είτε συνομιλούσε με κάποιον άλλον. Οι πιο πολλοί χαλαρώνουν τη νύχτα και μιλούν πιο ελεύθερα, ίσως γιατί μέσα στο μισοσκόταδο τού ταξί έχουν την αίσθηση πώς κανείς δε βλέπει το πρόσωπό τους. Νυχτερινές ώρες δούλευα κι εγώ ...Τέντωνα τ' αυτιά μου κι ύστερα σημείωνα.
Σήμερα, που έχω αφήσει πια το ταξί, βρίσκω πολύ γούστο στο να κάθομαι με τις ώρες να διαβάζω εκείνες τις σημειώσεις οι οποίες πολλές φορές είναι εκτεταμένες, πιάνουν τρεις τέσσερις σελίδες.
Θυμήθηκα τη φορά εκείνη που, προς το βράδυ, κόντευε να με πάρει ο ύπνος μες το ταξί όταν δυο τύποι μπήκαν και κάθισαν σχεδόν ταυτόχρονα στα πίσω καθίσματα, βιαστικά λες και τούς κυνηγούσαν.
"Πού πάτε;" ρώτησαν ταυτόχρονα ο ένας τον άλλον. Ο ένας ρώτησε με μια γερμανική χροιά στην ομιλία του κι ο άλλος με μια ιταλική χροιά, στα ελληνικά πάντως. Συμφώνησαν ως προς τον προορισμό κι έπειτα μου ανακοίνωσαν "Στο λιμάνι, για το αποψινό πλοίο για Ιταλία".
Σταμάτησα το ταξί και τους είπα πως για την Ιταλία θα πρέπει να φτάσουν στην Πάτρα, δηλαδή κάπου 300 χλμ μακριά από την Αθήνα. Δεν το πολυσκέφτηκαν πάντως και πρότειναν να τους πάω εγώ. Θα μοιράζονταν τα έξοδα, δεν υπήρχε θέμα αρκεί να προλάβαιναν το πλοίο. Συμφώνησα κι έβαλα μπρος το ερωτηματολόγιο, το συνηθισμένο πια ερωτηματολόγιο τού επαγγέλματος.
Συστήθηκαν λοιπόν μεταξύ τους: τα ονόματά τους ήταν Γκούσταβ τού ενός και Ματτία τού άλλου, ο οποίος όμως μας παρακάλεσε να τον φωνάζουμε Αντριάνο.
- Τουρισμός; Τουρισμός, παιδιά; τους ρώτησα.
Άρχισε τότε ο Ιταλός:
- Μα τι τουρισμός; Σου λέω μονάχα πως πριν ένα χρόνο εγώ ζούσα σε μια μικρή πόλη, στην πατρίδα μου κι είχα τα πάντα μέχρι που ο πατέρας μου φαλίρισε. Καλομαθημένος όπως ήμουνα, βρέθηκα στην ανέχεια. Χρειάστηκε να παντρευτώ μια πλούσια από τα μέρη μου για να περνάω καλά. Η νοοτροπία τού Νότου! Μόνο που πλάκωσαν στο σπίτι και τα πεθερικά μου, καυγάδες κάθε μέρα, "κοπρίτη Ματτία" με λέγανε. Καμμιά δουλειά δεν ήξερα και μού βρήκανε μια θέση στη Δημοτική βιβλιοθήκη όπου κανείς δεν πάταγε. Μόνος εκεί καθόμουνα και διάβαζα με τις ώρες τούς Έλληνες συγγραφείς. Κυνηγούσα τα ποντίκια επίσης. Οι φασαρίες στο σπίτι σύντομα ξαποστείλανε τη μάνα μου κι έτσι έμεινα εγώ με τις άλλες τις Άρπυιες. Έκανα σχέδια να φύγω να εξαφανιστώ, μου μπήκανε διαόλοι να γνωρίσω την Ελλάδα, από τα πολλά διαβάσματα, ξέρεις. Τα βρόντηξα και να 'μαι. Αλλά πρέπει να φύγω, θέλω να γνωρίσω κι άλλο κόσμο. Να ζήσω λίγο περιπέτεια. Τυχοδιώκτης θέλω να γίνω στο εξής! Εεε, Γκούσταβ...κοιμάσαι; Τι διάολο κάνεις εσύ που είσαι και μεγαλούτσικος;! Τι δουλειά έκανες στην πατρίδα σου;
- Τι δουλειά κάνω; Μουσικός, καθηγητής τής Ιστορίας τής Μουσικής στο Πανεπιστήμιο. Τα πήγαινα μια χαρά, είχα μια πετυχημένη ακαδημαϊκή καριέρα. Όλα καλά πηγαίνανε μέχρι που κατάλαβα πως η δουλειά μου έφτασε σ' ένα σημείο κι εκεί είχα σταματήσει. Καινούργιες ιδέες τίποτα, κούραση στα νεύρα...συνέχεια αναρωτιόμουνα τι κέρδισα. Η Αισθητική για μένα έγινε ένας κατατρεγμός. Μέτρο, μέτρο...μέτρο στη ζωή, μέτρο στη μουσική. Βρέθηκα, αντί την έκφραση, να κυνηγώ το μέτρο, την αναλογία, τη συμμετρία...κάτι σαν ράφτης δηλαδή με τα υφάσματά του. Μου συνέστησαν να ξεκουραστώ λίγο, κοντά στη θάλασσα. Έτσι διάλεξα ένα ωραίο ξενοδοχείο στη Βενετία -δεν είναι μακριά από το Μόναχο όπου ζω. Ύστερα, ξέρεις, η πατρίδα σου με όλα τα μνημεία, σαν να με έστειλε να επισκεφτώ και την Ελλάδα. Το ένα σε οδηγεί στο άλλο...Έφυγα όμως τόσο βιαστικά που ξέχασα στη Βενετία δυο μπαούλα με βιβλία και σημειώσεις. Πρέπει να πάω να τα πάρω και μια που τα πράγματα ήρθαν έτσι θα μείνω εκεί ακόμα μια βδομάδα.
- Τότε, όταν το καράβι πιάσει Βενετία, αποχωριζόμαστε. Θα πάω από κει προς Μονακό, Μόντε Κάρλο και -πού ξέρεις;- ίσως κάνω την τύχη μου εκεί!
Ειπώθηκαν διάφορα ακόμα στο δίωρο που χρειάστηκε για να φτάσουμε στο λιμάνι τής Πάτρας αλλά ας μην τα πολυλογώ. Αυτά τα κομμάτια ζωής που μοιραστήκαμε οι τρεις μας, μάς έφεραν στο σημείο εκείνο που σου έρχεται να πεις "Ας μη χαθούμε..." αν και μετά συνήθως χάνονται όλοι.
Ανταλλάξαμε στοιχεία: Εγώ έδωσα το κινητό μου και τη διεύθυνση σπιτιού μου, ο Γκούσταβ τον αριθμό τηλ. και τη διεύθυνση τού σπιτιού του, τον αριθμό τηλ. και τη διεύθυνση τού γραφείου του και ένα αριθμό φαξ καθώς κι έναν εναλλακτικό αριθμό. Ο Ματτία δεν άφησε τίποτα γιατί δεν ήξερε που θα 'ναι αλλά ...υποσχέθηκε πως μόλις καταστάλαζε θα επικοινωνούσε μαζί μας.
Κοιτώντας τους από πίσω να επιβιβάζονται στο πλοίο, ήμουν σίγουρος πως ο τυπικός ο Γερμανός θα έστελνε καμμιά καρτ ποστάλ τουλάχιστον τα Χριστούγεννα αλλά ο άλλος, ο Αντριάνο/ Ματτία, ήμουν βέβαιος πως θα μας ξεχνούσε...ο παλαβός!
Τη νύχτα κοιμήθηκα μέσα στο ταξί, στο λιμάνι τής Πάτρας κι ομολογώ πως κοίταξα πολλές φορές το πίσω κάθισμα όταν ξύπνησα μήπως και βρω κάτι ξεχασμένο, ένα αποδεικτικό στοιχείο από τη νύχτα εκείνη. Τίποτα...
Τα Χριστούγεννα τής ίδιας χρονιάς έλαβα μια επιστολή σε ένα φάκελο με αποστολέα Αντριάνο Μέις, Μπάρι (Ιταλία). Άνοιξα και διάβασα:
"Φίλε μου τάξι-ντράιβερ, ελπίζω το γράμμα μου να φτάσει έγκαιρα για τα Χριστούγεννα κι ελπίζω επίσης να σε βρίσκει καλά -θυμάσαι ποιός είμαι, ε; Ο Τυχοδιώκτης...που να πάρει. Όπως θα είδες στο φάκελο δεν είμαι στο Μόντε Κάρλο αλλά στο Μπάρι, αρκετά κοντά σου δηλαδή. Εδώ έκανα φίλους Έλληνες κι ένας από αυτούς γράφει το γράμμα αυτό.
...
Ήθελα να σού πω όμως ότι η αφεντιά μου έφτασε τελικά στο Μόντε Κάρλο αλλά δεν έκανα την τύχη μου όπως τα υπολόγιζα. Από εκεί μίλησα στο τηλέφωνο και με το Γκουστάβο...δεν ήταν καλά εκείνη τη μέρα. Δεν είχε ούτε καν κατέβει στη θάλασσα, μού είπε. Θυμάσαι που είχε πει πως θα έμενε λιγάκι ακόμα στη Βενετία...Δυστυχώς, όταν κάλεσα πάλι στο ξενοδοχείο του, μου είπαν πως είχε πεθάνει μετά από δυο μέρες αδιαθεσίας. Τον είχε βρει στην παραλία μια παρέα από παιδιά, εντελώς ακίνητο. Τον κακομοίρη.... Πρέπει να ήταν γνωστός γιατί έγραψαν γι' αυτόν οι εφημερίδες!
...
Πώς πάει το ταξί εκείνης τής απόδρασης; Να με περιμένεις το καλοκαίρι, πιθανόν να έρθω για λίγες μέρες.
Ο φίλος σου Αντριάνο
ΥΓ.
Αν δεν αλλάξεις δουλειά τουλάχιστον πρόσεχε, να μην σε παίρνει ο ύπνος μέσα στο αυτοκίνητο. Κυκλοφορούν τρελοί!"
Σήμερα, που έχω αφήσει πια το ταξί, βρίσκω πολύ γούστο στο να κάθομαι με τις ώρες να διαβάζω εκείνες τις σημειώσεις οι οποίες πολλές φορές είναι εκτεταμένες, πιάνουν τρεις τέσσερις σελίδες.
Θυμήθηκα τη φορά εκείνη που, προς το βράδυ, κόντευε να με πάρει ο ύπνος μες το ταξί όταν δυο τύποι μπήκαν και κάθισαν σχεδόν ταυτόχρονα στα πίσω καθίσματα, βιαστικά λες και τούς κυνηγούσαν.
"Πού πάτε;" ρώτησαν ταυτόχρονα ο ένας τον άλλον. Ο ένας ρώτησε με μια γερμανική χροιά στην ομιλία του κι ο άλλος με μια ιταλική χροιά, στα ελληνικά πάντως. Συμφώνησαν ως προς τον προορισμό κι έπειτα μου ανακοίνωσαν "Στο λιμάνι, για το αποψινό πλοίο για Ιταλία".
Σταμάτησα το ταξί και τους είπα πως για την Ιταλία θα πρέπει να φτάσουν στην Πάτρα, δηλαδή κάπου 300 χλμ μακριά από την Αθήνα. Δεν το πολυσκέφτηκαν πάντως και πρότειναν να τους πάω εγώ. Θα μοιράζονταν τα έξοδα, δεν υπήρχε θέμα αρκεί να προλάβαιναν το πλοίο. Συμφώνησα κι έβαλα μπρος το ερωτηματολόγιο, το συνηθισμένο πια ερωτηματολόγιο τού επαγγέλματος.
Συστήθηκαν λοιπόν μεταξύ τους: τα ονόματά τους ήταν Γκούσταβ τού ενός και Ματτία τού άλλου, ο οποίος όμως μας παρακάλεσε να τον φωνάζουμε Αντριάνο.
- Τουρισμός; Τουρισμός, παιδιά; τους ρώτησα.
Άρχισε τότε ο Ιταλός:
- Μα τι τουρισμός; Σου λέω μονάχα πως πριν ένα χρόνο εγώ ζούσα σε μια μικρή πόλη, στην πατρίδα μου κι είχα τα πάντα μέχρι που ο πατέρας μου φαλίρισε. Καλομαθημένος όπως ήμουνα, βρέθηκα στην ανέχεια. Χρειάστηκε να παντρευτώ μια πλούσια από τα μέρη μου για να περνάω καλά. Η νοοτροπία τού Νότου! Μόνο που πλάκωσαν στο σπίτι και τα πεθερικά μου, καυγάδες κάθε μέρα, "κοπρίτη Ματτία" με λέγανε. Καμμιά δουλειά δεν ήξερα και μού βρήκανε μια θέση στη Δημοτική βιβλιοθήκη όπου κανείς δεν πάταγε. Μόνος εκεί καθόμουνα και διάβαζα με τις ώρες τούς Έλληνες συγγραφείς. Κυνηγούσα τα ποντίκια επίσης. Οι φασαρίες στο σπίτι σύντομα ξαποστείλανε τη μάνα μου κι έτσι έμεινα εγώ με τις άλλες τις Άρπυιες. Έκανα σχέδια να φύγω να εξαφανιστώ, μου μπήκανε διαόλοι να γνωρίσω την Ελλάδα, από τα πολλά διαβάσματα, ξέρεις. Τα βρόντηξα και να 'μαι. Αλλά πρέπει να φύγω, θέλω να γνωρίσω κι άλλο κόσμο. Να ζήσω λίγο περιπέτεια. Τυχοδιώκτης θέλω να γίνω στο εξής! Εεε, Γκούσταβ...κοιμάσαι; Τι διάολο κάνεις εσύ που είσαι και μεγαλούτσικος;! Τι δουλειά έκανες στην πατρίδα σου;
- Τι δουλειά κάνω; Μουσικός, καθηγητής τής Ιστορίας τής Μουσικής στο Πανεπιστήμιο. Τα πήγαινα μια χαρά, είχα μια πετυχημένη ακαδημαϊκή καριέρα. Όλα καλά πηγαίνανε μέχρι που κατάλαβα πως η δουλειά μου έφτασε σ' ένα σημείο κι εκεί είχα σταματήσει. Καινούργιες ιδέες τίποτα, κούραση στα νεύρα...συνέχεια αναρωτιόμουνα τι κέρδισα. Η Αισθητική για μένα έγινε ένας κατατρεγμός. Μέτρο, μέτρο...μέτρο στη ζωή, μέτρο στη μουσική. Βρέθηκα, αντί την έκφραση, να κυνηγώ το μέτρο, την αναλογία, τη συμμετρία...κάτι σαν ράφτης δηλαδή με τα υφάσματά του. Μου συνέστησαν να ξεκουραστώ λίγο, κοντά στη θάλασσα. Έτσι διάλεξα ένα ωραίο ξενοδοχείο στη Βενετία -δεν είναι μακριά από το Μόναχο όπου ζω. Ύστερα, ξέρεις, η πατρίδα σου με όλα τα μνημεία, σαν να με έστειλε να επισκεφτώ και την Ελλάδα. Το ένα σε οδηγεί στο άλλο...Έφυγα όμως τόσο βιαστικά που ξέχασα στη Βενετία δυο μπαούλα με βιβλία και σημειώσεις. Πρέπει να πάω να τα πάρω και μια που τα πράγματα ήρθαν έτσι θα μείνω εκεί ακόμα μια βδομάδα.
- Τότε, όταν το καράβι πιάσει Βενετία, αποχωριζόμαστε. Θα πάω από κει προς Μονακό, Μόντε Κάρλο και -πού ξέρεις;- ίσως κάνω την τύχη μου εκεί!
Ειπώθηκαν διάφορα ακόμα στο δίωρο που χρειάστηκε για να φτάσουμε στο λιμάνι τής Πάτρας αλλά ας μην τα πολυλογώ. Αυτά τα κομμάτια ζωής που μοιραστήκαμε οι τρεις μας, μάς έφεραν στο σημείο εκείνο που σου έρχεται να πεις "Ας μη χαθούμε..." αν και μετά συνήθως χάνονται όλοι.
Ανταλλάξαμε στοιχεία: Εγώ έδωσα το κινητό μου και τη διεύθυνση σπιτιού μου, ο Γκούσταβ τον αριθμό τηλ. και τη διεύθυνση τού σπιτιού του, τον αριθμό τηλ. και τη διεύθυνση τού γραφείου του και ένα αριθμό φαξ καθώς κι έναν εναλλακτικό αριθμό. Ο Ματτία δεν άφησε τίποτα γιατί δεν ήξερε που θα 'ναι αλλά ...υποσχέθηκε πως μόλις καταστάλαζε θα επικοινωνούσε μαζί μας.
Κοιτώντας τους από πίσω να επιβιβάζονται στο πλοίο, ήμουν σίγουρος πως ο τυπικός ο Γερμανός θα έστελνε καμμιά καρτ ποστάλ τουλάχιστον τα Χριστούγεννα αλλά ο άλλος, ο Αντριάνο/ Ματτία, ήμουν βέβαιος πως θα μας ξεχνούσε...ο παλαβός!
Τη νύχτα κοιμήθηκα μέσα στο ταξί, στο λιμάνι τής Πάτρας κι ομολογώ πως κοίταξα πολλές φορές το πίσω κάθισμα όταν ξύπνησα μήπως και βρω κάτι ξεχασμένο, ένα αποδεικτικό στοιχείο από τη νύχτα εκείνη. Τίποτα...
Τα Χριστούγεννα τής ίδιας χρονιάς έλαβα μια επιστολή σε ένα φάκελο με αποστολέα Αντριάνο Μέις, Μπάρι (Ιταλία). Άνοιξα και διάβασα:
"Φίλε μου τάξι-ντράιβερ, ελπίζω το γράμμα μου να φτάσει έγκαιρα για τα Χριστούγεννα κι ελπίζω επίσης να σε βρίσκει καλά -θυμάσαι ποιός είμαι, ε; Ο Τυχοδιώκτης...που να πάρει. Όπως θα είδες στο φάκελο δεν είμαι στο Μόντε Κάρλο αλλά στο Μπάρι, αρκετά κοντά σου δηλαδή. Εδώ έκανα φίλους Έλληνες κι ένας από αυτούς γράφει το γράμμα αυτό.
...
Ήθελα να σού πω όμως ότι η αφεντιά μου έφτασε τελικά στο Μόντε Κάρλο αλλά δεν έκανα την τύχη μου όπως τα υπολόγιζα. Από εκεί μίλησα στο τηλέφωνο και με το Γκουστάβο...δεν ήταν καλά εκείνη τη μέρα. Δεν είχε ούτε καν κατέβει στη θάλασσα, μού είπε. Θυμάσαι που είχε πει πως θα έμενε λιγάκι ακόμα στη Βενετία...Δυστυχώς, όταν κάλεσα πάλι στο ξενοδοχείο του, μου είπαν πως είχε πεθάνει μετά από δυο μέρες αδιαθεσίας. Τον είχε βρει στην παραλία μια παρέα από παιδιά, εντελώς ακίνητο. Τον κακομοίρη.... Πρέπει να ήταν γνωστός γιατί έγραψαν γι' αυτόν οι εφημερίδες!
...
Πώς πάει το ταξί εκείνης τής απόδρασης; Να με περιμένεις το καλοκαίρι, πιθανόν να έρθω για λίγες μέρες.
Ο φίλος σου Αντριάνο
ΥΓ.
Αν δεν αλλάξεις δουλειά τουλάχιστον πρόσεχε, να μην σε παίρνει ο ύπνος μέσα στο αυτοκίνητο. Κυκλοφορούν τρελοί!"
14 Ιουνίου, 2011
13 Ιουνίου, 2011
Αντίο στη Μάνα
Μάνα!...Μάνα!
Ετούτο το κρασί πλούσιο είναι στη γεύση
Ομολογώ κατέβασα πάρα πολλά ποτήρια
Πάω έξω, έξω στ' ανοιχτά...
Πρώτα όμως θέλω την ευχή σας όπως τότε που έφευγα στρατιώτης!
Κι ύστερα, Μάνα, ακούστε:
Αν δεν γυρίσω εγώ, αν δε γυρίσω πίσω,
στη Σάντα πρέπει να σταθείτε σαν μητέρα
Είχα ορκιστεί να την πάω εγώ στην εκκλησιά.
Μητέρα πρέπει να είστε για τη Σάντα εσείς, αν εγώ δεν επιστρέψω.
Ω...ανοησίες! Το κρασί μιλάει για μένα!
Μιλάει το κρασί!
Προσευχηθείτε μόνο στο Θεό για μένα
Προσευχηθείτε στο Θεό για μένα!
Ένα φιλί, ένα φιλί, Μάνα
κι άλλο φιλί κι ακόμα ένα...
Αντίο!
Αν δε γυρίσω, σας παρακαλώ
πρέπει στη Σάντα να σταθείτε σαν μητέρα.
Ένα φιλί ακόμα...
Αντίο, μάνα!
Το σπαραξικάρδιο Αντίο στη Μάνα από την Καβαλλερία Ρουστικάνα τού Μασκάννι.
12 Ιουνίου, 2011
Κρύψε τα μπαλάκια σου
Ο Μακ Κλάουντ, ο γελαδάρης, επέστρεφε στο σπίτι του παραπατώντας ελαφρά, μετά από μια γερή μπυροποσία στο γλέντι που είχε λάβει χώρα στο σαλούν τής μικρής πόλης επί τη ευκαιρία τών εγκαινείων τού πρώτου γραφείου στοιχημάτων για κοκορομαχίες. Μισή ώρα μετά, ήδη κοιμόταν με τις μπότες του κάτω από τα σκεπάσματα.
Μια ακατανίκητη ανάγκη για κατούρημα και οι φωνές τής γειτονιάς τον ξύπνησαν, ένα μόλις μισάωρο αφ' ότου είχε ξαπλώσει. Το δεκάχρονο παιδί τού γείτονα που είχε γεννηθεί ζαβό είχε αρχίσει πάλι να φωνάζει κι οι στριγγλιές του, που ήταν ίδιες με ουρλιαχτά αγριόγατας, είχαν ξεσηκώσει όλα τα σπίτια σε μια ακτίνα 150 μέτρων. Ο Κλάουντ πήγε στο παράθυρο κι αντίκρυσε το ίδιο όπως άλλα βράδια σκηνικό: πυτζαμοπηγαδάκια και φωνές.
-Τι θα γίνει με αυτό το κακόμοιρο το παιδί; Άκου πώς υποφέρει...
-Πάααλι; Δυο νύχτες κοιμηθήκαμε ήσυχοι κι απόψε άντε πάλι ολονυχτία.
-Δύσκολη περίπτωση. Τι τραβάνε κι οι γονείς του! Κι όταν πεθάνουν κι αυτοί, το παιδί αυτό τι θα απογίνει;
-Σκάσε πιάαα! Μα δε θα φωνάξει κανείς το σερίφη να το χώσει στο κρατητήριο γι' απόψε μέχρι να το "κλείσουνε" κάπου ή να τσακιστούν να φύγουν από δω;
Αυτό το τελευταίο "χτύπησε" άσχημα στο ζαλισμένο γελαδάρη -και πρώην πιστολέρο- ο οποίος δεν πολυεκτιμούσε τους ανθρώπους κι ούτε περίμενε κάτι καλό από αυτούς. Αλλά αυτό το τελευταίο παραπήγαινε. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε, πιο πολύ για να δει ποιός τα 'βαζε με το άρρωστο παιδί και την οικογένειά του. Το να θυμώνεις αντέχεται πιο εύκολα από το να λυπάσαι. Κοίταξε ένα γύρω και ξαναμπήκε σπίτι. Είδε ποιός ήταν ο ...ψυχοπονιάρης που ωρυόταν, τον θυμήθηκε κι από τη φωνή του.
Την επομένη, μπαίνοντας στο σαλούν, περίμενε να ακούσει τη γλοιώδη "καλησπέρα" εκείνου τού σαλιάρη που προσπαθούσε να τον πείσει πως φίλοι είναι οι δυο τους, ντάλε-κουάλε, ρε παιδί μου. Τον πλησίασε και φτύνοντας μες το ουίσκι του, είπε χαμηλόφωνα:
- Θυμάσαι που σου είπα προχτές ότι η γνώμη καθενός είναι σαν τα μπαλάκια που 'χει ανάμεσα στα πόδια, δηλαδή ο καθένας έχει τη δικιά του;
- Ε...και τι θες τώρα, Κλάουντ; Είδα που χτες στραβομουτσούνιασες που με είδες να φωνάζω για το καθυστερημένο. Τι θες τώρα; Τη γνώμη μου έχω κι εγώ και, σαν τα μπαλάκια μου που λες κι εσύ, δε γίνεται να την αλλάξω!
- Πίστευα πως θα πήγαινες το συλλογισμό πιο πέρα, ξέρεις. Τόσα βιβλία έχεις διαβάσει και είσαι, λέει, μορφωμένος!
- Δηλαδή, ποιό συλλογισμό...να τον πάω πού; Η γνώμη μου, τα μπαλάκια μου, και;
- Είναι αυτονόητο φίλε...Τις πιο πολλές φορές τα μπαλάκια σου, νομίζω, τάχεις καλά κρυμμένα. Κοίτα να κάνεις το ίδιο και με τη γνώμη σου για τους αρρώστους.
Δεν ήπιε μπύρες εκείνο το βράδυ ο Κλάουντ. Όπως μπήκε, έτσι κι έφυγε...χωρίς να χαιρετήσει κανέναν.
11 Ιουνίου, 2011
Οικονομολόγοι
Οικονομολόγος είναι εκείνος που σε μαθαίνει πως για να έχεις λεφτά θα πρέπει πρώτα να τα ξοδεύεις.
10 Ιουνίου, 2011
09 Ιουνίου, 2011
2 μέτρα και σταθμά
Η πιο απροκάλυπτη μορφή ρατσισμού εναντίον τών κοντών σε μια φράση: "Κρίμα να πάει χαμένος, 2 μέτρα άνθρωπος!"
Οι μεγαλοφυίες
Δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει ποτέ μεγαλοφυία που να μην ανταμείψει τον εαυτό της με περισσή επιείκεια.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)