30 Δεκεμβρίου, 2009

10.10


Αντιμετώπισα την καταδίκη  μου με ξεχωριστή στωικότητα, σχεδόν αδιαφορία. Άδικη τιμωρία, βιαστικά παρμένη απόφαση, εκλεπτυσμένη έμπνευση κάποιου τιμωρού; Έχει διαφορά, δεν θέλω να τα εξισώσω όλα γιατί θα αισθανόμουν άδικος. Bέβαια μια τιμωρία δεν αποκλείεται να είναι και δίκαιη παρά τις διαβεβαιώσεις του καταδικασμένου περί του αντιθέτου. Aναρωτιέμαι αν θα ήταν κομψότερο να απολογηθώ εκ νέου ή να εκθέσω τις ενστάσεις μου. Το εγχείρημα θα είχε το ίδιο περιεχόμενο με τα ποιηματάκια που γράφουν οι βαρυποινίτες -άλλοι γυμνάζονται ή τις νύχτες διαγράφουν τις μέρες με διάφορους τρόπους.

Θέλησα να πράξω διαφορετικά. Δεν ήθελα να ακούσω πάλι το κατηγορητήριο και να προσπαθήσω να το αντικρούσω. Ο κύβος ερρίφθη και το σοφότερο ήταν να τον κοιτάξω. Ακόμα σωστότερο ένιωσα πως θα ήταν να ευχαριστήσω αυτόν τον δικαστή που με το δικό του τρόπο με έφερνε αντιμέτωπο με τις πράξεις μου, έστω και παρερμηνευμένες. Ήταν πράξεις που ήξερα πως θα μπορούσαν να παρερμηνευθούν και όμως έγιναν -επομένως είχα την πατρότητά τους.

Φιλικά, λοιπόν, όλα σε μένα:Ο δικαστής, η τιμωρία μου και οι πράξεις μου. Επιτέλους κάποιος είχε ασχοληθεί με το βίο μου αποκαλώντας τον «πρότερο έντιμο». Έπρεπε να φτάσω σε μια δίκη για να ακούσω αυτόν τον έπαινο. Σε άλλη περίπτωση δεν θα είχε η ζωή μου αυτή την -έγγραφη-επιβράβευση. Άφησα λοιπόν πίσω μου όλες αυτές τις ανοησίες περί δικαίου και αδίκου και καταπιάστηκα με κάτι που είναι ανώτερο στο πνεύμα. Από τη στιγμή που δεν επρόκειτο να ελαφρύνω τη θέση μου, ούτε καν με τους διάφορους τρόπους αυτοκαταστροφής, αποφάσισα να φανώ πιο αυστηρός με τη ζωή μου έχοντας την αίσθηση ότι, περισσότερο από όλα, αυτή είναι που κρίθηκε ως άτοπη και λανθασμένη.

Η τελευταία επιείκεια που ζήτησα, με κάθε τυπικότητα και γραφειοκρατική συνέπεια, ήταν η τοποθέτηση σε περίοπτη θέση, πάνω από την πόρτα του κελιού μου, ενός ρολογιού τοίχου, αντίκα μεγάλης αξίας με σταματημένο το μηχανισμό και ακίνητους τους επίχρυσους δείκτες του, στην αγαπημένη μου ώρα: Δέκα και δέκα.

28 Δεκεμβρίου, 2009

Χριστουγεννιάτικο στολίδι

Ήρθαν πάλι οι μέρες των Χριστουγέννων και διαπίστωσα πως ακριβώς αυτές τις μέρες ο Έλλην κυνηγιέται από τις ευαισθησίες του. Γενικώς ο Έλλην κατά τις Άγιες Μέρες, ακριβώς αυτές, ξεκωλώνεται στο φα'ι'.
Σαν υπεραναπλήρωση, σαν ενοχή -δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι- "θυμάται", κλαίει, χτυπιέται για τα θύματα της κοινωνίας, καταλαμβάνεται από ένα ενοχικό παραλήρημα γιά όλη τη δυστυχία του κόσμου.
Στο τέλος καταντά να μετατρέψει τη δυστυχολογία σε χριστουγεννιάτικο στολίδι, ένα ακόμα must των Χριστουγέννων.

Tico Tico

27 Δεκεμβρίου, 2009

Fly me to the Moon

Ο Επιμελητής Κειμένων

Ο τυπάκος που με πλησίασε στο μπαρ και ζήτησε να καθήσει στο τραπέζι μου είχε μεγάλη πλάκα εμφανισιακά.  Ριγέ κουστούμι με ψιλή ρίγα  και άσπρη γραβάτα σε συνδυασμό με μακριά γενειάδα και λουστρίνι. Στην αρχή νόμισα πως πρόκειται γιά έναν από αυτούς τους απίθανους που προσπαθούν να πιάσουν κουβέντα με ερωτήσεις του τύπου "μήπως ήμασταν συμμαθητές;" ή "δεν σύχναζες στου Καρτούτσου;".  Διαπίστωσα πως ήταν πολύ πιο ενδιαφέρων  και ασυνήθιστος άνθρωπος, όταν μου απευθύνθηκε:

- Λοιπόν άλλος ένας περίεργος που πιστεύει πως είμαστε 70 τα 100  νερό, που δεν τα πάει πολύ καλά με τους άλλους, που έρχεται στο μπαρ με ένα βιβλίο στο χέρι αλλά κατά βάθος περνάει την ώρα του  χαζεύοντας τους άλλους. Έτσι;

- Όχι, όχι…εγώ έρχομαι εδώ επί τούτου, ξέρεις…πίνω καμιά μπίρα, χαλαρώνω λίγο και αυτό είναι όλο. Το βιβλίο το έχω μαζί μου μήπως μέσα εδώ μού έρθει η όρεξη γιά λίγο διάβασμα.

-Όχι πως νιώθεις λίγο πιό σπουδαίος από τους άλλους." Χαλαρώνεις...".  Όχι πως παριστάνεις στα ίδια σου τα μάτια το διανοούμενο που πηγαίνει στο μπαρ γιά να "στοχάζεται", ε;  Γιατί δεν παραδέχεσαι πως απόψε, για παράδειγμα, ήρθες εδώ για χαβαλέ ή τέλος πάντων για τους ίδιους λόγους που είναι εδώ και οι άλλοι;

- Ε...κάτσε! Κατ' αρχήν δεν με γνωρίζεις καλά για να πεις αν είμαι διαφορετικός ή ίδιος με τους άλλους. Ας βάλουμε πριν απ' όλα αυτό το γεγονός. Εσύ πάντως, από τα ρούχα κρίνοντας, δεν είσαι σαν τους υπόλοιπους...

- Είπες "τους άλλους" και το ύφος σου ξίνισε...Εννοείς τους άλλους που "δεν έχεις τίποτα να μοιράσετε αλλά ούτε και να μοιραστείτε, δυστυχώς". Αδιάφορη μου είναι η σύγκριση. Τόσο αδιάφορη που ας πούμε πως δεν υπάρχουν καθόλου "άλλοι". Ας το πάρουμε σαν να μιλάμε γιά γεωγραφία. Αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι αν ξέρεις καλύτερη γεωγραφία από τους άλλους αλλά αν ξέρεις από γεωγραφία.  Χα! θυμήθηκα, μια κι είπαμε για γεωγραφία, πως κάποτε βρέθηκα από... γεωγραφικό λάθος στο Βερολίνο -το 1990 ήτανε  μάλλον - δεν είχε πέσει ακόμα το Τείχος. Δεν είχε πέσει, ε; Τι λέγαμε;

- Σωστά το έθεσες. Ούτε να μοιράσω ούτε να μοιραστώ δεν έχω...Έτσι το είχα πει κι εγώ. Ν' αφήσουμε τους άλλους ήσυχους και να κρίνουμε τον εαυτό μας. Δεν μου είπες όμως: όταν λές "τους άλλους",  παίρνει η μπάλα όλους τους άλλους, ακόμα και το συνάφι μου;

- Όχι.Το... συνάφι σου δεν το παίρνει η μπάλα. Μα τελικά, τι είναι γιά σένα το συνάφι; Ένα τσούρμο άνθρωποι τους οποίους ανταγωνίζεσαι ή μερικοί άνθρωποι που μπορούν να σε ανέχονται, να λένε πως είναι φίλοι σου;

- Φαντάζομαι...μερικοί άνθρωποι που μπορούν να βλέπουν τα πράγματα όπως εγώ αλλά και που μπορούν να γίνουν ακόμα αξιότεροι απ' ό,τι είναι. Άλλωστε θεωρώ πως το βασικό γνώρισμα εκείνων που με συναναστρέφονται είναι το ότι μπορούν να γίνουν αξιότεροι, το ότι δεν μένουν προσκολλημένοι στις ίδιες πεποιθήσεις μόνο και μόνο εξ αιτίας  της τεμπελιάς του μυαλού να αναθεωρήσει βασικές αρχές.

-Να γίνουν αξιότεροι... Κι ακόμα πιό πολύ...Και πιό πολύ. Αναρωτιέμαι όμως σε ποιό επίπεδο σταματούν οι απαιτήσεις σου για εξύψωση του πνεύματος. Στο επίπεδο ενός μικρού θεού, είσαι ικανοποιημένος; Ξέρεις πως "είναι πολύ μικρός ο άνθρωπος γιά να κάνει θεό έναν άλλον άνθρωπο ".  Έτσι έγραφες κάπου...

- Μια στιγμή...αυτό είναι μια φράση από τον "Μέγα Blue moon",  ένα τρυφερό κείμενό μου γραμμένο πριν δυο χρόνια. Που στο διάολο την ξέρεις αυτή την ατάκα;  Δεν μού αρέσουν αυτά τ' αστεία.

- Μάλλον χρειάζεται να σου εξηγήσω μερικά πράγματα. Πάει καιρός που έφερες στον εκδοτικό οίκο μας, τη "ΧΤΕΝΑ", ένα μάτσο χαρτιά γεμάτα λογοτεχνοειδή κείμενα. Μερικά μου άρεσαν στ' αλήθεια, άλλα τα βρήκα μέτρια κι άλλα τετριμμένα.  Ξέρεις, σαν επιμελητής του οίκου "ΧΤΕΝΑ",  ήμουν υποχρεωμένος να τα διαβάσω όλα προσεκτικά. Διαβάζοντάς τα μου δημιουργήθηκε η περιέργεια να σε γνωρίσω, φίλε μου, χωρίς να μπορώ να καταλάβω το γιατί. Ίσως γιατί τα κείμενά σου τα αντιπάθησα στην αρχή και μετά τα βρήκα άξια μιάς απολογίας. Φρόντισα να μάθω που περνάς τις ώρες σου και...να 'μαι!

- Πράγμα που δεν κάνεις με όλους όσους σας φέρνουν τα ποιήματά τους και τα...πονήματά τους κι εσείς τα πετάτε στον κάλαθο. Βρήκες ενδιαφέρον τελικά στο γράψιμό μου!

- Ω! Ω! Ω! Προς Θεού... παρά λίγο να πατήσω ένα διογκωμένο "εγώ", μου φαίνεται. Κι όμως φανταζόμουν πως αυτός που κατέκρινε την έπαρση των ποιητών και τα "Ποιήματα Αγάπης" θα ήταν λιγότερο επηρμένος. Τελικά δε σου έφταιγε η έπαρσή τους αλλά η δική σου δειλία να αποδεχτείς το χαρακτηρισμό του ποιητή ή του συγγραφέα από φόβο πως δε θα τον διατηρήσεις για πολύ. Φοβάσαι πως μόνο αυτά τα λίγα χαρτιά  "θα κρατούν αναμμένη τη φωτιά της ματαιοδοξίας σου"; Έτσι δεν έγραφες στον εεε...πες το! Στο "Ο σκηνοθέτης", σωστά;

- "Ο Ηθοποιός"...Εκεί το έγραφα αυτό. Το θυμάσαι το κείμενο, βλέπω. Δεν ήταν κι από τα καλύτερά μου, κυρ Επιμελητά. Αλλά, εδώ που τα λέμε, δεν έχει σημασία τι αρέσει σε μένα. Σημασία έχει να αρέσει στους άλλους. Α, είπαμε να αφήσουμε αυτή τη λέξη-"οι άλλοι". Έτσι λένε οι περισσότεροι. Ο κάθε αναγνώστης κρίνει μόνος του. Πάντως πρέπει να το δεχτούμε αυτό: είναι κατά βάθος θέμα ιδιοσυγκρασίας.

- Α! Έτσι πιστεύει  ο γραφιάς που έγραψε εκείνο το γεμάτο αβρότητες ποιηματάκι, την "Πορεία", κι όταν του είπαν πως πρόκειται για προσβλητικό κατασκεύασμα εκείνος απάντησε πως σημασία έχει πως αρέσει στον ίδιο κι αν προσβάλλει τους άλλους πολύ λίγο τον ενδιαφέρει;

- Γαμώ το...πάλι τα ίδια. Ξέρεις τι έγινε τότε.  Όταν γράφω σ' ένα κείμενο πως μισώ τον κόσμο ολόκληρο δε θα πει πως ξεμυτίζοντας από το σπίτι μου θα με πάρουν με τις πέτρες όσοι το διάβασαν. Ο Leopardi, κατά γενική ομολογία ο Μισάνθρωπος ποιητής, είναι από τους ποιητές που στη χώρα του διδάσκεται μεταξύ των σπουδαιοτέρων συγγραφέων. Το γράψιμο, η τέχνη γενικά δεν είναι να την παίρνεις τόσο...τόσο...

- Τόσο στα σοβαρά, ε; Χα χα χα! Τι να κάνουμε; Να λέμε: τέχνη είναι, άστηνε. Με βλακείες θα ασχολούμεθα τώρα; Χα χα χα!

- Σταμάτα να γελάς. Τόσο κατά γράμμα, ήθελα να πω. Εξ άλλου αυτό που στο γράψιμο με ενοχλούσε πιό πολύ ήταν ο καταναγκασμός, η εκβίαση γλυκερών συναισθημάτων με γλυκανάλατα και μεμψίμοιρα κείμενα. Αυτή η νοοτροπία με οδηγεί στο άλλο άκρο.

- Τώρα θα κατουρηθώ απ' τα γέλια! Βρε αγόρι μου, μην μου πεις ότι έχεις διαβάσει πολλά κείμενα πιό γλυκανάλατα και μεμψίμοιρα από το "Μικρός Μάριος" ή το "Hotel Royal" σου!  Δε λέω πως δε μου άρεσαν αλλά και γλυκερά και μεμψίμοιρα ήταν. Πόσος καιρός πάει από την τελευταία ανάγνωση που τους έκανες;

- Είχαν όμως μια αγριάδα, είχαν ειρωνία, σαρκασμό . Κατέληγαν και σε πολύ βίαιους θανάτους, αν θυμάσαι καλά!

-Κι έτσι ανάγκαζες, με "σκληρά" κείμενα, τον αναγνώστη να δακρύσει. Ποιά η διαφορά; Η Sottovoce π.χ. ήταν ένα κλασικό παράδειγμα μελό κειμένου και το ξέρεις πολύ καλά. Σίγουρα είσαι έτοιμος τώρα να μου απαριθμήσεις "σκληρά" κείμενά σου για να... ισοφαρίσουμε. Σίγουρα θα βρεις μερικά να μου αναφέρεις. Πολλά γραπτά σου, ξέρεις, μου έδιναν την εντύπωση πως ήταν επίτηδες γραμμένα με τέτοιο τρόπο που σχεδόν κανείς να μην καταλαβαίνει προς τα που θες να τον σπρώξεις. Τουλάχιστον, εσύ ο ίδιος, γράφοντας κάποιο κείμενο έτυχε να σου ξεφύγει ένα δάκρυ ή να χωθείς πολύ βαθιά στο κλίμα του;

- Κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι στόχευα μόνο  στο θυμικό των άλλων. Γράφοντας τον  bluemoon, δεν ξέρω γιατί, πραγματικά ένιωθα μια βαθιά θλίψη. Όπως και στο "οι ξεχωριστοί άνθρωποι" το σπιντάρισμά μου κρατούσε όλες τις ώρες του γραψίματος αλλά και της κάθε ανάγνωσης.

- Χειραγωγεί κανείς  τον αναγνώστη του, επιμένω, ακόμα κι όταν προσπαθεί να τον σοκάρει, να τον απωθήσει. Το έκανες αυτό και στα "Παράδοξα του κ.Α" αλλά και στο "Τούνελ". Spooky κείμενα, χαμένα από χέρι. Ξέρεις καλά πως η πραγματικότητα  είναι   πολύ πλούσια σε φρίκη, τόσο ώστε να σε ξεπεράσει.

- Χειραγωγώ κάποιον ακόμη κι όταν κρίνω τη στάση του  απέναντι σε παράλογες καταστάσεις; Όταν ωθείς -έστω- κάποιον να πάρει θέση σ' έναν πόλεμο που τον αφορά αλλά εκείνος από δειλία αρνείται να συμμετάσχει...νομίζω δεν τον χειραγωγείς. Τον θέτεις προ των ηθικών υποχρεώσεών του.

- Των ηθικών υποχρεώσεών του; Περίεργη ορολογία γιά ένα μηδενιστή ή ένα κυνικό. Ακόμη πιό περίεργη γιά έναν αγνωστικιστή, ένα στωικό. Το να περνάει μηνύματα του τύπου "πρέπει να γίνεται αυτό κι όχι εκείνο",  ένας αυτοαποκαλούμενος αντι-ηθικός, ένας "εν οίδα, ότι ουδέν οίδα", κάπου δεν κολλάει. Δεν βγαίνει νόημα. Τι λες;

- Αν λέγαμε ότι ο άνθρωπος είναι πολύ μπερδεμένος και πολυδιάστατος, βίαιος κι όμως αδρανής, με ηθικούς κανόνες που όμως πολλές φορές δεν έχουν συνοχή ή έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους; Να, π.χ. εμείς, εσύ κι εγώ, καθόμαστε εδώ ακίνητοι. Από μια άλλη άποψη όμως περιστρεφόμαστε όπως οτιδήποτε πάνω στη γη. Ποιά θέση θα υιοθετούσα; Του ακίνητου ή του περιστρεφόμενου;

- Αμπελοφιλοσοφίες...Τελικά η γνωριμία μας δε μου πρόσθεσε κανένα νέο στοιχείο γύρω από το άτομό σου. Κάπου εδώ, αγαπητέ μου, πρέπει να σε αφήσω γι απόψε. Αν θέλεις σκέψου αυτά που είπα. Δεν έχουν να κάνουν με το αν εγκρίθηκαν τα γραφτά σου. Είπαμε: ήταν μια προσωπική περιέργεια που μου δημιουργήθηκε διαβάζοντάς σε.  Έχει ξανασυμβεί πάντως, για να μη σου μείνει η απορία...Ξέρεις πάντως τι με παραξένεψε; Το ότι δε σου 'κανε καμία εντύπωση όταν σου είπα πως "βρέθηκα κατά λάθος στο Βερολίνο το έτος 1990, πριν πέσει το Τείχος"...Το Τείχος είχε πέσει, παιδί μου!

- Το ήξερα καλά πως είχε πέσει. Απλώς ντράπηκα να σε διορθώσω, φίλε. Εις το επανιδείν.

- Αν το έβλεπες γραμμένο σε κάποιο κείμενο, σίγουρα θα είχες σπεύσει να κάνεις ρόμπα το συγγραφέα. Θα σου άρεσε το επάγγελμά μου, πιστεύω...Άντε, καληνύχτα.


Ο μυστήριος τύπος είχε ήδη φτάσει στην πόρτα. Την άνοιξε κι ο κρύος αέρας που μπήκε έριξε την απόδειξη του λογαριασμού στο πάτωμα. Τι γαιδουριά! Δεν τον είχα κεράσει τίποτα. Μου διέφυγε εντελώς με τη συζήτηση που είχαμε, καθώς παρακολουθούσα αδιάκοπα τα σχήματα που έπαιρναν οι ψιλές ρίγες τού κουστουμιού του ενώ εκείνος κινούσε χέρια και πόδια επιχειρηματολογώντας.


Καλό κι αυτό πάλι ...πού με βρήκε αυτός απόψε; Εκδοτικός οίκος "ΧΤΕΝΑ"...Δε θυμάμαι να πήγα ποτέ κείμενά μου σε καμιά "ΧΤΕΝΑ". Γενικά δεν θυμάμαι να πήγα κείμενά μου ποτέ πουθενά.                                                                                                                                                                                

26 Δεκεμβρίου, 2009

Κυκλοτερής πορεία




Γιατί μερικές στιγμές να σε καταλαμβάνει αυτή η αίσθηση του χαμένου χρόνου που σε γεμίζει ανία και οργή, σαν να 'χεις χαθεί μέσα σ' ένα ξερό δάσος από το οποίο προσπαθείς να βγείς απεγνωσμένα, χωρίς να τα καταφέρνεις; Αντιλαμβάνεσαι ότι περνάς συνέχεια από το ίδιο ξερό δέντρο, από τον ίδιο βράχο, από τις ίδιες λάσπες, παραδεχόμενος τελικά πως δεν είσαι παρά ένας ανόητος που διατηρεί την αισιοδοξία του μόνο και μόνο γιά να μην παραδεχτεί πως έχει χαθεί.

25 Δεκεμβρίου, 2009

24 Δεκεμβρίου, 2009

Ο Κοχλίας

"Πρέπει να ξεφύγω, ν' αποδράσω...κάπου να κρυφτώ", συνήθιζε να λέει κοιτώντας με εναγωνίως σα να περίμενε από μένα τη λύση.

Θυμάμαι όλες τις στιχομυθίες και τους διαλόγους μας στους καθημερινούς περιπάτους σ' εκείνα τα επαρχιώτικα δρομάκια. Μετά από μήνες, κάποιος περαστικός θα μας πέρναγε για ένα αλλόκοτο ντουέττο, στο οποίο ο ένας παραληρεί κι ο άλλος προσπαθεί να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα.

Δεν μπορούσα τότε κι ούτε αργότερα μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τι ήταν αυτό που τον έκανε να επαναλαμβάνει διαρκώς εκείνο το "Ποτέ δεν είναι αργά. Κάποτε, όμως, είναι το τέλος".
Τού έλεγα πως αυτό το ξέρουμε όλοι αλλά δεν πρέπει να στοιχειώνει την κάθε μας μέρα. Ξανάρχιζε τότε με την άλλη εμμονή του:

-Θα κοιμηθώ ποτέ; Πάνε δέκα χρόνια που πιά δεν κοιμάμαι...

-Θα περάσω το χέρι μου πάνω από τα βλέφαρά σου αργά κι αυτά θα κλείσουν.
Τι ψέματα που λέμε σ' αυτούς που πιό πολύ αγαπούμε!

-Ναι αλλά μετά θα ξυπνήσω πάλι,ε; Όλοι δε θα ξυπνήσουμε; Θέλω κάποτε να ξυπνήσω. Θα'ναι προς το καλύτερο σίγουρα. Είναι η κόλαση, γιά μένα,εδώ!

-Είναι η κόλαση αλλά θα έρθει και το τέλος της. Σκέψου κάτι ωραίο τώρα. Να, σκέψου το τελευταίο καλοκαίρι της Γης που θα 'ναι και το ομορφότερό της. Άσε τώρα τις σκέψεις σου να εξατμιστούν απ'το μυαλό σου. Μέσα σ' ένα τόσο όμορφο καλοκαίρι, πόσο γαλήνια το νερό θα αφήνει τις αλυκές!


Αυτή τη συζήτηση τήν κάναμε πολλές φορές και θα την κάναμε άλλες τόσες αν δεν ερχόταν εκείνη η μέρα που έκλεισε χτυπώντας την πόρτα πίσω του και βγήκε από το ψηλοτάβανο δωμάτιο μας. Άφησε τα πράγματά του τακτοποιημένα και τα ρούχα στα συρτάρια με τη ναφθαλίνη.

Αναρωτήθηκε, φεύγοντας, αν ήταν αρκετά αυτά που απέκτησε χωρίς μετά να τα χάσει. Αυτό είχε κάποια σημασία, φαίνεται, γι' αυτόν. Σημασία που ποτέ δεν μπόρεσα να συλλάβω με το νου μου. Η απάντηση πάντως ήταν θετική κι έτσι ακολούθησε το δρόμο προς τον Κοχλία. Έφτασε μπροστά στην είσοδό του και κοντοστάθηκε λίγα λεπτά. Ψηλάφησε με την παλάμη του τα τοιχώματά του κι η επαφή τον τρόμαξε λίγο.

"Που οδηγεί αυτός ο δρόμος;" μονολόγησε κι έκλεισε τα μάτια του. Έφερε στο νου του μιάν ανάμνηση από κάποια μεγάλη γιορτή, την εικόνα των χεριών του να απλώνονται προς ένα τεράστιο στήθος, ένα Πάσχα στο χωριό της μάνας του όπου ο Χριστός αναστήθηκε γιά χάρη του και μόνο - λαϊκή παράσταση...κάθε Κυριακή του Πάσχα.

Οι υπόλοιπες σκέψεις ήταν οι τυπικές εικόνες ευτυχίας. Κοινές για όλους μας...κόκκινα αυτοκινητάκια, μικροί Αη Βασίληδες, αυλές σχολείων, ένας γάμος, ένα ασήμαντο πτυχίο, η πρώτη του δουλειά, μια πτήση πριν την πτώση.

Η ώρα είχε περάσει, όμως. Η μητέρα του τον φίλησε στο μέτωπο κι ο πατέρας του τού χά'ι'δεψε τα μαλλιά παρακινώντας τον με ένα νεύμα να προχωρήσει μέσα στον Κοχλία.

Ο Κοχλίας...Ατέλειωτος λένε όλοι πως είναι ο Κοχλίας και σε ταξιδεύει μεσ' τον χρόνο. Εκεί λένε βρίσκεις ό,τι στερήθηκες σ' αυτόν τον κόσμο. Άλλοι πάλι λένε πως είναι ένα μέρος τόσο μεγάλο, αχανές, ώστε να χωράει όλα του κόσμου όσα τελειώνουν.

Paris Paris





I feel love, Paris Paris 
Love to love, Paris Paris 
Feelings so close to my heart 

Barman dans le shaker, d'abord de l'élégance 
Un trait de Sacré-Coeur et deux doight de Doisneau 
Une Piaf, quelques moineaux et Joséphine Baker... 

Là une de Prévert, mais sans raton-laveur 
Prenons un dernier verre pres Bateau lavoir 
Une Sinone de Beauvoir et deux singes en hiver... 
Last night was made for love 

Mettez trois notes de jazz dans un quatier latin 
Un menu sur l'ardoise un fond d'un bar-tabac 
Et la résille d'un bas sur un genou qu on croise 

Oh Baby, just take my frozen hands and hear me say 
Don't let me turn to sand and blow away 
Though this crowded desert called Paris 

I feel love, Paris Paris 
Love to love, Paris Paris 
Feelings so close to my heart 

Un zeste de Javanaise, un tour de 
Moulin Rouge et deux de Notre-Dame 
Nappé de macadam, décoré d'un chaland 
D'Anvers ou d'Amsterdam un canal, Arletty 

Oh Baby, just hold this lonely fan and hear him say 
Don't let me turn to sand and blow away 
Though this crowded desert called Paris 
Sans doute la seule femme qui pouvait dire 
"Paname" 

I feel love, Paris Paris 
Love to love, Paris Paris 
Feelings so close to my heart 

Mettez trois notes de jazz dans un quatier latin 
Un menu sur l'ardoise un fond d'un bar-tabac 
Et la résille d'un bas sur un genou qu on croise 

I feel love, Paris Paris 
Love to love, Paris Paris 
Feelings so close to my heart 

Saupoudrez, pour finir, de poussière du métro 
Mais n'en prenez pas trop, Paris perdrait son âme

21 Δεκεμβρίου, 2009

Καλοκαιρινές αποδράσεις

Αυτά τα πανάκριβα χάπια που του είχε πριν τρεις ώρες συστήσει ο ψυχίατρος και που με τόση λαχτάρα στην αρχή είχε αγοράσει από το φαρμακείο,τώρα τα έβλεπε και σκεφτόταν: "Μα αυτή είναι η σωτηρία μου; Θα μου διώξουν αυτά τη στενοχώρια; Δε θέλω πια να σκέφτομαι αυτά που πέρασα, να γίνομαι μίζερος, να με αποφεύγουν οι φίλοι μου και σιγά-σιγά να μένω όλο και πιό μόνος.Θέλω να σκεφτώ μια καλή μέρα, χωρίς στενοχώριες, μόνο ευχαρίστηση. Να τι χρειάζομαι, κάτι ευχάριστο."

Η έκφραση "κάτι ευχάριστο" ήταν πολύ αόριστη. "Διακοπές, ίσως. Γιατί να πρέπει όμως ντε και καλά να σηκωθώ να φύγω από δω, από την πόλη μου; Ή γιατί πρέπει πάλι φέτος να τη βγάλω εδώ με τις μπίρες και τα τσιγάρα;".
Έπιασε στα χέρια του ένα φυλλάδιο που του πάσαραν βιαστικά στο δρόμο εκεί που περπατούσε ιδρωμένος, επιστρέφοντας από τη δουλειά του. Γεμάτο φωτογραφίες ήταν.
Α! Η λέξη-κλειδί : ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ!

Άρχισε να ξεφυλλίζει αργά-αργά αυτό το φυλλάδιο με τις "αποδράσεις" στην Πάρο, τη Νάξο, τη Σαντορίνη, με τις ηλιοκαμένες καλλονές, τις πολύχρωμες μπάλες και τα φωταγωγημένα μπαρ με τα πυροτεχνήματα. Δέκα μέρες οχτακόσια ΕΥΡΩ με ημιδιατροφή. Τα ναύλα σας πληρωμένα (τα δικά σας και των δαιμόνων που κουβαλάτε ο καθένας σας).

"Ε! Κι αυτοί οι δαίμονές μου, που ησυχία δεν έχουν! Άφησα μερικούς στη Ρώμη, πρόπερσι. Επίσης και στο Παρίσι, πέρυσι, την «πόλη του φωτός". Ξεφορτώθηκα στο Σηκουάνα αρκετούς μπας και πνιγούνε και γλιτώσω από δαύτους. Έλα όμως που τους περισσότερους τους βρήκα μπροστά μου μόλις γύρισα φρέσκος-φρέσκος από την καλοκαιρινή μου άδεια!... Πω-πω! Ναύπλιο, Σάμος, Λήμνος. Ωραία, τα γύρισα αυτά. Πάλι όταν επέστρεψα, οι αναθεματισμένοι δαίμονες πάλι με κάνανε μαρτυρικά να περάσω. Λες κι είναι παιδάκια που χίλια χατίρια τους κάνεις αλλά αν τυχόν πας ν' ανάψεις ένα τσιγάρο, το κάνεις με χίλιες τύψεις γιατί τα πειράζει ο καπνός..."

Ασυναίσθητα στη μια παλάμη κρατούσε ένα ροζ χάπι και στη δεξιά παλάμη το ορθάνοιχτο φυλλάδιο.
Κάποια στιγμή, ίσως από τη ζέστη, τα μάτια του άρχισαν να κλείνουν σιγά-σιγά και το χέρι του έπεσε πάνω στα ψίχουλα που είχαν απομείνει από το μεσημεριανό του τοστ. Περνώντας οι ώρες, χωρίς να το καταλαβαίνει, άρχισε να κόβει σε χαρτάκια το φυλλάδιο -φτιάχνοντας χωνάκια- και να αδειάζει τα χαπάκια στο τραπέζι μπροστά του, μοιράζοντάς τα σε ισομερείς ποσότητες.

Είχε πια νυχτώσει,ξέχασε από πού είχε αρχίσει όλη αυτή η προεργασία και συνέχισε γεμίζοντας με χάπια τα καλοφτιαγμένα χωνάκια μέχρι που όλα ήταν πια στη θέση τους. Μάλιστα παράχωσε μηχανικά, μαζί με τα χάπια και κάτι απομεινάρια του τοστ.
Κι ύστερα τα απομεινάρια της ημέρας του.

Α! απόψε δεν θα την έβγαζε με μπίρες και με τσιγάρα.Θα ονειρευόταν όπως όλος ο κόσμος! Έστω και με χάπια...
Έλεγε πως θα έβρισκε μιαν άκρη με αυτά τα καινούργια που του πάσαραν πάλι σήμερα: χάπια και φωτογραφίες.

Το επόμενο πρωί, αφού ξύπνησε και ντύθηκε επιμελώς, βγήκε στο δρόμο για το γραφείο. Ένιωθε καλά, σχεδόν θαυμάσια. Ούτε καν την απόρριψη των φίλων σκεφτόταν ούτε το ότι συνέχιζε να είναι ένας μίζερος, ένας γρουσούζης τύπος.
Ένα πράγμα μόνο έκανε την ψυχή του κάθε τόσο να σκιρτά λυπημένη: Δεν έβρισκε πιά μέσα του πουθενά εκείνη τη λαχτάρα για φευγιό, αναχώρηση και...απόδραση.

Like a big pizza pie

20 Δεκεμβρίου, 2009

NKC




(Lyrics by Bob Russel, Music by Duke Ellington)
This lyrics are like performed by Natalie Cole

Missed the Saturday dance
Heard they crowded the floor
Couldn't bear it without you
Don't get around much anymore

Thought I'd visit the club
Got as far as the door
They'd have asked me about you
Don't get around much anymore

Oh, Darling I guess my mind's more at ease
But nevertheless, why stir up memories

Been invited on dates
Might have gone but what for
Awfully different without you
Don't get around much anymore

Παραφράζοντας

Don't Sit-in, Stand up This is a 1:51 minute recording, the file size is 1.7 MB.

Student's all over the world today are standing up for their rights and fighting for their rights, but here in America, the so-called Negro students have allowed themselves to be maneuvered under a tag of "sit-in". The word sit itself is not an honorable tag, anybody can sit, and old woman can sit, a coward can sit, a baby can sit, anything can sit, but it takes a man to stand.... Rather than to force our way into someone else's restaurant or public place that they have established, we should get our own. Once we have our own, we're respected for the fact that we can create our own. That's equality right there.

Παραφράζοντας, και φέρνοντας στα μέτρα της Ελληνικής πολιτείας (δεν λέω "κοινωνία" επειδή κάτι τέτοιο δεν υπάρχει αφού δεν υπάρχει κοινωνική συνείδηση), το παραπάνω απόσπασμα του Malcolm X, θα έγραφα:

Παγκοσμίως οι πολίτες σήμερα διεκδικούν τα δικαιώματά τους αλλά εδώ στην Ελλάδα και σ’ άλλα υπανάπτυκτα μέρη του κόσμου, οι τάχα διαμαρτυρόμενοι πολίτες, οι εξοργισμένοι διανοούμενοι, οι παραπεταμένοι, έχουν επιτρέψει στον εαυτό τους να παρασύρεται από συνδικαλιστικές αηδίες και από πρακτικές του τύπου "τελικά κάθομαι στ' αυγά μου" ή "κάθομαι και περιμένω να 'ρθουν καλύτερες ημέρες" ή "κάθομαι και τρώω αναλύοντας τις καταστάσεις".

Η λέξη "κάθομαι" από τη φύση της δεν είναι τιμητική. Όλοι μπορούν να καθονται: μια γριά, ένα μωρό, ένας δειλός...όλοι μπορούν να κάθονται.Τουναντίον χρειάζεται να είσαι ώριμος άνθρωπος για να Ίστασαι. Όλοι υφίστανται, λίγοι Ίστανται.

Αντί λοιπόν να προσπαθούμε -έλεγε ο Malcolm X- να μπούμε με το ζόρι π.χ. στο εστιατόριο κάποιου ή σε κάποιο άλλο δημόσιο χώρο όπου είμαστε ανεπιθύμητοι, είναι καλύτερο να αποκτήσουμε τους δικούς μας χώρους.

Όταν θα αποκτήσουμε τους δικούς μας χώρους θα είμαστε σεβαστοί γιατί ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΑΜΕ ΚΑΤΙ ΔΙΚΟ ΜΑΣ. Εκεί έγκειται η ισότητα. Αυτό μπορεί και να σημαίνει πως αν δε βρίσκεις ένα ιδεολογικό χώρο που να σε δέχεται αβίαστα, αναγκαστικά πρέπει να χτίσεις το δικό σου ιδεολογικό χώρο ακόμα κι αν αυτός θα περιέχει μόνον εσένα. Τότε αναβαθμίζεσαι από ον σε οντότητα.

19 Δεκεμβρίου, 2009

Ο εφιάλτης στο τούνελ

Ξύπνησα σήμερα το πρωί με ένα κεφάλι έτοιμο να σπάσει. Αργότερα η ενόχληση αυτή υποχώρησε κι έτσι μπόρεσα να σηκωθώ και να σταθώ στα πόδια μου.

Πίνοντας τον καφέ μου θυμήθηκα όλες εκείνες τις συζητήσεις που είχαμε κάνει σπίτι μου, με την παρέα, τα προηγούμενα βράδια. Επρόκειτο για μία φήμη που ήθελε ένα "Μάγο" να επισκέπτεται εμάς τους κοινούς θνητούς για να μας κάνει ανακοινώσεις για τα μελλούμενα. Άλλοι έλεγαν πως σε κάνει κυριολεκτικά θεατή του μέλλοντός σου κι αν το μέλλον σου δε σου αρέσει, σου δίνεται η ευκαιρία να το αλλάξεις. Άλλοι πίστευαν ότι έφταιγε το πολύ ποτό ή το χόρτο που καταναλώνουν αυτοί που πιστεύουν αυτές τις ανοησίες.

Περιμένοντας υπομονετικά πέρασε η ώρα και μπαίνοντας σε μια κατάσταση διαστρεβλωμένης -λόγω του πολλού καφέ και των τσιγάρων- εγρήγορσης, άρχισα να ψάχνω γύρω μου στοιχεία που θα με φώτιζαν γύρω από την ύπαρξη του Μάγου: Βιβλία, καταγεγραμμένες φήμες στο διαδίκτυο, δεισιδαιμονίες κι άλλα τέτοια.

Η αμηχανία έσυρε τα βήματά μου μέχρι το παράθυρο. Μουντός ουρανός, ασπρόμαυρος… μου έδωσε το ερέθισμα να φανταστώ το τέλος αυτού του κόσμου κάτω από τους ήχους μιας πιανόλας. Η εικόνα πήρε το κωμικό χρώμα της σκηνής του αποδεκατισμού των θαμώνων ενός saloon σε ένα ασπρόμαυρο western. Το ρεφρέν του τραγουδιού έλεγε «ο τελευταίος επιζών ας πυροβολήσει τον πιανίστα».

Πώς είναι δυνατόν να ζει κανείς τέτοιες μέρες γεμάτες αίσθήματα επαπειλούμενης καταστροφής; Μέρες που αν κι έχουν περάσει νιώθεις πως δεν μπορούν να διαγραφούν. Περνούν απλά στο παρελθόν σου κι εκεί στοιχίζονται σε μάχιμες διατάξεις εναντίον σου, σαν κομάντος που ξεγέλασαν τους φρουρούς των συνόρων σου και μαζεύτηκαν βαθιά στο έδαφός σου. Ίσως κάποιος από αυτούς νιώθει έναν παράξενο οίκτο για σένα, ίσως και συμπάθεια βλέποντάς σε αμέριμνο να μην υποψιάζεσαι τίποτα.

Ένα ηχηρό γέλιο από το δρόμο, ένα λάθος χτύπημα στο θυροτηλέφωνο, μια χαζομάρα από την τηλεόραση μού σημάδεψαν τον εγκέφαλο και οι κακές σκέψεις έγιναν ξαφνικά τροβαδούροι του μεσαίωνα που γέμισαν το δωμάτιό μου με την ιδρωτίλα και την κρασίλα τους. Μαντολίνα, κιθάρες και φλάουτα ήταν όλα εκεί…Καθίζοντας ανάμεσά τους άκουσα μια σειρά τραγούδια που πήγανε το νου μου σε παλιούς ετοιμόρροπους πύργους, ολονύκτιους έρωτες, παρθένες που κλαίνε και μια γλυκερή θλίψη που μόλις και σου κάνει φανερή την παρουσία της κουρνιάζοντας ανάμεσα στις κατακόκκινες κουβέρτες σου, ενώ νιώθεις έντονα πως όλος ο κόσμος σ’ έχει λησμονήσει.
Κόντεψε να με πάρει πάλι ο ύπνος από τη ζάλη της ζέστης των καλοριφέρ που είχαν αρχίσει να ζεσταίνουν το σπίτι. Σήμαινε πώς πήγε περίπου εννέα η ώρα. Όπου να ‘ναι η παρέα θα μαζευόταν πάλι κι η κουβέντα θα έφτανε κι απόψε στις δοξασίες που συνοδεύουν το Μάγο, αυτήν την απόκοσμη οντότητα που μπορεί να παίξει στα χέρια του -σαν ταχυδακτυλουργός- το μέλλον σου και το παρελθόν σου λες κι η ζωή σου είναι μια τράπουλα από χαρτιά κι αυτός τα ανακατεύει όπως θέλει.

Η αναμονή τόσων βραδιών καθώς και οι περί όλων αυτών συζητήσεις με είχαν κουράσει. Εξάλλου αν η οντότητα αυτή ήθελε να κάνει την εμφάνισή της σίγουρα θα το αποφάσιζε όταν θα μάς έβρισκε έναν-έναν, στις προσωπικές μας ώρες και θα μάς έλεγε τα μαντάτα της πρόσωπο με πρόσωπο, κατ'ιδίαν που λένε.

Ήμουν βέβαιος πια πως έτσι είχαν τα πράγματα. Ξέχασα λοιπόν τους φίλους και δεν άνοιξα σε κανέναν τους όταν χτύπησαν την πόρτα μου. Έμεινα μόνος μου εκεί, καθισμένος στο πάτωμα, παίζοντας διάφορες πασιέντζες με μια παλιά μου τράπουλα διακοσμημένη με Ετρουσκικά σύμβολα. Πασιέντζες που, όπως λένε, είναι επικλήσεις προς Αυτόν.

Σχεδόν μετά από μια ώρα άκουσα βήματα στις σκάλες. Ανοιξα την πόρτα πριν καν κάποιος την χτυπήσει. Ήξερα πως η ώρα που περίμενα είχε φτάσει και προς στιγμήν αναρωτήθηκα αν όντως ήθελα να μάθω το μέλλον μου η να συνεχίσω ζώντας ξένοιαστος το παρόν μου.
Εκείνος με πήρε από το χέρι και μου έγνεψε να καθήσω εκεί όπου είχα αφήσει τα τραπουλόχαρτά μου. Με μια ελαφριά πίεση στο στέρνο μου με έβαλε να ξαπλώσω στο χαλί.Ξάπλωσε δίπλα μου,με κοίμησε γλυκά, πρέπει να ομολογήσω.Γιατι όχι!Άρχισε κάτι σαν ξενάγηση στην όμορφη νύχτα της πανσέληνου...Απλά φυσώντας απαλά πάνω στα κλειστά μου βλέφαρα.

Μ'έβαλε να κοιτάξω αγγέλους απανθρακωμένους, άλλους σακάτες και άλλους αποκεφαλισμένους με άρρωστα μέλη να σαπίζουν. Ένας καθολικός ιερέας, κάθιδρος,τους περιέθαλπτε βιαστικά ενώ λίγο μετά εξαχνώνονταν όλοι αφήνοντας πίσω τους καπνό, κουρέλια και στάχτες. Σύντομα κατέφθαναν άλλα καραβάνια με νέους επευφημούμενους θίασους που επαναλάμβαναν την ίδια σκηνή.

Υπήρχαν θρυμματισμένοι σταυροί, χρυσοί και μαρμάρινοι, ολόγυρα στα δρομάκια της σιχαμερής Αθήνας, του κέντρου βάρους της Άθλιας Ελλάδας που κάτω από τον περίφημο ήλιο της ξαπλώνει στις υπέροχες παραλίες της νεκρή και νεκρή μεταφέρεται στα ταξί και τα λεωφορεία, ματωμένη, όρθια,ταλαντούμενη σαν εκκρεμές σε φρεναρίσματα κι επιταχύνσεις.

Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης προπηλακιζόταν από νήπια με πονηρές όψεις, που κοίταζαν οθόνες πυορροούσες και γελούσαν ανταλλάσσοντας πλάγια βλέμματα από τα γυάλινά τους μάτια. Εκείνος τα μάθαινε να ατιμάζουν τους πατεράδες τους. Εν τω μεταξύ εγώ τρέμοντας μέσα στο βουητό ενός παγερού αέρα διαβαζα, για πρώτη μου φορά, στην άρρωστη μάνα μου ένα ποίημα που έγραψα στα Ιταλικά, αφιερωμένο στη Μητέρα,την ώρα που εκείνη ξεψυχούσε αποστεωμένη.

Στον βραδινό ποδοσφαιρικό αγώνα ο παίκτης που εφήρμοζε το fair play κειτόταν στο έδαφος νεκρός. Όποιος αγωνίζεται έτσι χαλάει το θέαμα γι αυτούς που σαν Εκείνον προτιμούν τα κλαδέματα στους αγώνες, τις φωτιές στους δρόμους με τα σπίτια στους ζυγούς και μονούς αριθμούς τους που σχηματίζουν τσιμεντένιες ρουλέτες, γκρι τσόχα βρώμικη και κολλημένες τσίχλες. Κατσαρίδες από τάφους περπατούσαν αρχοντικά μέσα στα Πασχαλινά εδέσματα σας, για την ειρωνία της Ανάστασης..Της δικής σας και του Ιησού σας.

Αυτοί που φοβόμουν μέσα στ' όνειρό μου πως θα με βγάλουν από το δικό μου σωστό δρόμο ήταν αυτοί που έλεγαν πως πιστεύουν ακριβώς ό,τι κι εγώ. Τρίχες κολλημένες στο σαπούνι μου, δύσκολο να τις βγάλω. Θα μείνω ακάθαρτος με όλα τα ανομήματα πάνω μου ανεξίτηλα. Ένιωθα απελπισμένος και ένοχος για το τέλος αυτού του κόσμου που κάθε μέρα κάνω χειρότερο.
Στη βραδυνή έξοδο ο κόσμος συνωστιζόταν μπροστά σε δυο κέντρα διασκέδασης με neon επιγραφές. «LIVE» από τη μιά και το αντίστροφό του «EVIL» από την άλλη, με αδυναμία να ξεχωρίσει το πραγματικό από το είδωλό του. Αγγελούδια-στολίδια προηγούμενων Χριστουγέννων απαγχονισμένα από τα κλαδιά των ελάτων περιστρέφονταν γύρω από τον άξονά τους προσπαθώντας να στρέψουν τον κόσμο πότε από δω και πότε από κει.Χιλιοπαιγμένα τρυκ από ταινίες με δαιμονισμένες αντίστροφες ομιλίες.

Το τελευταίο ντονγκ ακούστηκε. Κάποια καμπάνα από τον πλανήτη έστελνε τον τελευταίο χαιρετισμό στον Ύψιστο.

Το ρολόι σταμάτησε.Ήχησε ένα δυνατό γκονγκ.
Οι πολεμιστές ήσαν πανέτοιμοι. Τα δόρατα προτεταμένα. Οι διπλωμάτες κοιμήθηκαν κουρασμένοι. Υποτίμησαν τους παιάνες και τα εμβατήρια. Οι σκεπτόμενοι ανέλυσαν με ηρεμία τα «σημεία των καιρών» -για τελευταία φορά. Η τρελή Λευκή Κυρία είχε επισκεφθεί όλα τα σπίτια και αποκαμωμένη κάθησε σ’ένα τοιχάκι.

Η σκηνή του Θεάτρου ήταν έτοιμη. Η αυλαία είχε σηκωθεί. Τα καθίσματα ήταν άδεια. Ο προβολέας είχε ανάψει πάνω στη ζωντανή σκακιέρα της σκηνής. Ο Βασιλιάς ήταν νεκρός και η Βασίλισσα έκλαιγε γονατιστή απέναντι από τον Εσταυρωμένο, κάπου στο κέντρο, εκεί οπου κερδίζεται ή χάνεται η παρτίδα.

Το κρίμα πάνω σας
Το κρίμα πάνω σας
Το κρίμα πάνω σας. Στο αίμα σας και στο αίμα των παιδιών σας. Εξ άλλου ο Βασιλιάς σας είναι νεκρός. Η Βασίλισσα κλαίει γοερά. Ο Εσταυρωμένος έχει μόνο μερικές ώρες μαρτυρίου ακόμα. Ενα μικρό ύπνο. Και ύστερα…Και ύστερα τι;
Τετέλεσται !

Έμπαινα στην αίθουσα ενώ το “Τετέλεσται” είχε ήδη ειπωθεί κι έπαιρνα μια θέση νιώθοντας ότι δεν είχε μεγάλη σημασία που έφτασα καθυστερημένος. Εκτός από αδιάφορα και οικεία όλα αυτά ίσως μου έδιναν και μια μικρή ανακούφιση. Όλα έδιναν το μήνυμα πως δεν θα ξανασυναντιόμασταν ποτέ πιά οι ίδιοι σ’αυτή τη ζωή και οι πιθανότητες για μιαν άλλη είναι τόσο ελάχιστες ώστε να αποκλείεται η επανάληψη αυτής της ίδιας ανόητης κωμωδίας.






16 Δεκεμβρίου, 2009

Αξιοπρεπής ισοπαλία

Τα χειμωνιάτικα πρωινά στο σχολείο και τ'ανιαρά διαλείμματα. Το βραδινό φαγητό στο σπίτι: σιωπηλό σήριαλ σε επαναλαμβανόμενες συνέχειες. Οι φίλοι μου,οι φίλες μου κι άλλες ζωές που πέρασαν μέσα απ'τη ζωή μου. Φωτογραφίες σ'ενα σκουριασμένο μεταλλικό κουτί απο μπισκότα,δύσκολο να τ'ανοίξεις τώρα πια.

Απο τα μισοσπασμένα τζάμια φαίνεται πως πέταξαν μερικά πράγματα που αγάπησα πολύ. Ετσι αποφάσισαν εκείνα ν'αφήσουν τα σκονισμένα δωμάτια με τα τυλιγμένα χαλιά,με τις παλιές καρέκλες και τη μυρωδιά της μπουγάδας που στέγνωνε πάνω στα καλοριφέρ.

Οι φωνές των παιδιών που κάθε καινούργια τους λέξη έμοιαζε φύλλο που πέφτει από το ημερολόγιο του τοίχου. Ύστερα μεγάλωσαν και διασκορπίστηκαν στον κόσμο.

Οι κατάμεστες παραλίες κάτω απο τον ολοστρόγγυλο ήλιο του Αιγαίου πελάγους όπου τώρα λαμβάνουν χώρα οργανωμένες βραδιές πυροτεχνημάτων πανομοιότυπες με τις βραδιές άλλων επηνείων της Μεσογείου.

Οι θορυβώδεις συζητήσεις πάνω σε σπουδαία ζητήματα χωρίς καμμιά κατάληξη. Πολλά ερωτηματικά...μονάχα λίγα απ'αυτά πήραν απάντηση...Τα υπόλοιπα τα έσβησε μια πράσινη γομολάστιχα απ'αυτές που δίνουν στα παιδιά για να διορθώσουν τα μικρά λάθη που πάλι θα ξανακάνουν.


Τώρα,μέσα σ'αυτό το χειμώνα,ξαπλώνω σκεπασμένος απο αυτές τις αναμνήσεις και σκέφτομαι πως όλα ήταν μόνο μια παρτίδα σκάκι με αντίπαλο το χρόνο που -σ'αυτό το μακρύ παιχνίδι που πλησιαζει στο τέλος του- μου αιχμαλώτισε,σιγά-σιγά, όλα τα πιόνια και μ'άφησε Λευκό Βασιλιά χωρίς στρατό.
Θέλοντας να είμαι αντικειμενικός και μη όντας από τους παίκτες που ξέρουνε να χάνουν σκέφτομαι τις δυο εκδοχές:
Είμαι πολύ κουρασμένος για να κερδίσω αλλά και χωρίς αντοχές για ν'αντέξω ακόμα μια ήττα. Αισθάνομαι,όμως,αρκετά σοφός για να γυρέψω μια ...αξιοπρεπή ισοπαλία.

15 Δεκεμβρίου, 2009

Ebb Tide (Άμπωτη)

Άμπωτη

-->

Με πλησίασε σα φωτεινή σκιά θέλοντας ν' αφομοιώσει την ουσία αυτής της ύπαρξης που λογικά και δικαιωματικά θεωρώ δική μου. Προσπάθησα να την αποφύγω στην αρχή όταν, έκπληκτος, παρατήρησα πως μέσα από διαστολές και συστολές, έπαιρνε ξεκάθαρα τη μορφή ενός αγγέλου με θηλυκό φύλο.

Μιλούσε χαμηλόφωνα μια δική της ακατάληπτη γλώσσα που με γέμιζε δέος. Αισθανόμουν ελαφρύτερος, ίσως σε θέση να πετάξω όπως πετούσε κι εκείνη. Οι συστροφές της άρχισαν να γίνονται ταχύτερες και τα μπερδεμένα λόγια της έχασαν κάθε ευκρίνεια. Μου έδιναν τώρα την αίσθηση του γελοίου κι ύστερα έγιναν βουητό το οποίο, μετά από ένα crescendo, διακόπηκε απότομα με ένα δυνατό γδούπο.

Είχε πέσει με τα γόνατα πάνω στο ξύλινο πάτωμα, γελώντας μ' ένα ολοκόκκινο στόμα, ένας πολύχρωμα ντυμένος γελωτοποιός του Μεσαίωνα, κάτι σαν σαλτιμπάγκος. Το δωμάτιο άρχισε ν' αντηχεί ολόκληρο από τα κουδουνάκια που είχε κρεμασμένα πάνω του καθώς αυτός πηδούσε από το πάτωμα στο τραπέζι κι από κει στα άλλα έπιπλα.

Άρχισα να γελάω μαζί του όταν εκείνος γύρισε, με κοίταξε θυμωμένος κι άρχισε να κυλιέται στο πάτωμα μέχρι που χάθηκε μέσα στο αναμμένο τζάκι. Η φωτιά πήρε διαδοχικά όλα τα χρώματα που αυτός είχε πάνω του. Έχασα κάθε ίχνος του. Πρέπει να είχε καεί ολόκληρος.

Κάπου στο πάτωμα γυάλιζε ένα κουδουνάκι που πάνω στις τρέλες του είχε ξεκολλήσει από τη στολή του. Από μια σκοτεινή γωνιά του δωματίου, έξω από το οπτικό μου πεδίο, ξεπήδησε ένα τσούρμο κοριτσάκια κι ένα απ’ αυτά το μάζεψε, κουδουνίζοντάς το.  Ανέβηκε σ’ ένα σκαμνί και μου έδειξε το φεγγάρι που στα νυσταγμένα μάτια μου φάνηκε χάλκινος θρίαμβος: σπάζοντας το τζάμι του παραθύρου μπήκε στο δωμάτιό μου κι ακούμπησε λοξά στον καθρέφτη δίπλα μου.

‘Όταν η λάμψη του έσβησε, βεβαιώθηκα πως είμαι πια μόνος κι η άμπωτη επρόκειτο ν’ αρχίσει…

Ταυτόχρονα ήρθε ο ύπνος. Τόσο ευγενικός και τυχοδιώκτης μαζί, σαν παιδικό παπούτσι παρατημένο ή ελιά στο στήθος σου ξεχασμένη εκ γενετής. Κάποιος μέσα στη νύχτα, απευθυνόμενος στα όνειρά μου, υποκλίθηκε –Αυλαία!- κι εκείνα έφυγαν όλα σκυθρωπά. Ηθοποιοί πίσω από τις κουίντες κρυφά κάπνιζαν τσιγάρα..

Ανάμεσα σ’ όλα αυτά υπήρχε  υπό μορφή κοινού άφώνων θεατών η γαλήνη μου, βαθιά προσωπική, άτρωτο λιοντάρι. Ποιος θα τολμούσε να το ενοχλήσει; Κανείς δεν ξυπνά μια δύναμη που κοιμάται. Απειλούνταν όμως και το ήξερα. Παρ’ όλα αυτά συνέχισα να ονειρεύομαι αμέριμνος. Ίσως υπεραισιόδοξος- Ήττα: είδα το πέτρινο λιοντάρι λαβωμένο στο πλευρό του.

Έπειτα βυθίστηκα μέσα στην επόμενη δίνη εκείνης της νύχτας.


Astrud Gilberto

13 Δεκεμβρίου, 2009

Πειραιόραμα

           

Όποιος έχει κάπως συχνά τις μαύρες του, εδώ στο κέντρο, θα 'χει περάσει κάποιο βράδυ από τη "Ρέμβη". Ένα μπαρ γι αυτούς τους άντρες που δε θα 'θελαν με τίποτα να ξέρουν οι γυναίκες πως περνούν τις  ώρες τους εκεί. Σχεδόν καμμιά νορμάλ γυναίκα δε θα ήθελε να έχει σύζυγό της έναν άντρα που συχνάζει στη Ρέμβη.

Αυτοί που πάνε κει,συνήθως συνταξιούχοι ναυτικοί ή άνεργα τομάρια κι ευκαιριακοί οικοδόμοι, όταν η μουσική δυναμώσει πιάνουν κουβέντες τάχαμου βαθιές μπροστά σε γυναίκες που καλά-καλά τη γλώσσα δεν την ξέρουν. "Μολδαβία,εσύ;". "Εσυ Τμπιλίσι είπες;". Είναι οι γνωστές ατάκες...
Μερικοί απ' αυτούς κάνουνε μίγμα εκρηκτικό, τέτοιο που σα βρεθείς κοντά τους ούτε στιγμή το πηγούνι σου στο χέρι δε θα ακουμπήσεις από βαρεμάρα.

Τα ίδια συνέχεια θα θυμηθούν μα κάθε φορά θα είναι ειπωμένα διαφορετικά: κάνα στραβό ταξίδι πριν τριάντα χρόνια ή κάποιος φίλος που πέθανε πριν πέντε χρόνια αλλά ο θάνατός του πάντα επίκαιρος παραμένει, κάποιος αιώνιος τσακωμός που δε θα 'χει ποτέ τέλος. Δε θα ακούσεις τίποτα για σπίτια, για τετραγωνικά μέτρα και μπαλκόνια με θέα. Ούτε ποιός γιορτάζει σήμερα, ποιά θα γεννήσει τον επόμενο μήνα, αν χώρισαν ο Γιώργος με την Καίτη κι αν έπεσε κάποια χοληστερίνη.

Ιδέες μεγάλες δεν υπάρχουν εδώ μέσα και χέστηκαν για τα πολιτικά. Μόνο αναμνήσεις κι ίσως λιγάκι νοσταλγία που σέρνεται στα πατώματα σαν τη βρώμικη πατσαβούρα που στάζοντας απόνερα καθαρίζει τις πατημασιές αυτών που μπαίνουν χωρίς κανείς να τούς χαιρετήσει. Ούτε κι αυτοί δε χαιρετούν. Έτσι ανταποδίδουνε και δίνουνε το σήμα:"πάλι χάλια τα κέφια..."

Είναι στο πρόγραμμα κάποια ώρα και το κλείσιμο της πόρτας. Τότε το μπαρ κλείνει, όποιος πρέπει να είναι μέσα έχει ήδη μπει. Όσοι θελήσουν να ρίξουν μια ματιά μέσα για να χαζέψουν τι γίνεται μέσα στο "κωλόμπαρο" θα βρουν μπροστά τους  μόνο τούς καθρέφτες της πόρτας. Η φωτεινή πινακίδα με τα γαλάζια γράμματα έχει ανάψει.

Κι εσείς, αν καμμιά φορά νιώσετε αυτή τη λεπτή μελαγχολία που δεν ξέρετε γιατί σας έχει πιάσει, κάντε μια βόλτα εδώ στο κέντρο. Αν δε σας φάνηκε κανένα στέκι ελκυστικό για να αράξετε και δεν κάνατε κέφι το φαστφουντάδικο, σας ξύνιζε το Ξύλινο με τ' αμερικανοτράγουδα, σας βρώμαγαν οι μεγαπιτσαρίες με τις παρέες και μπουχτίσατε με τα νεγρορεμπέτικα  του στυλ "μεταπολίτευση", ελάτε.
Είναι αληθινή κι ατόφια η στεναχώρια εδώ στη Ρέμβη και δε σού υπόσχεται κανείς να μοιραστεί το πρόβλημά σου.

Η ευχαρίστηση εδώ είναι να μπείτε όλοι στο ίδιο καζάνι, να βράσετε μεσ' το ζουμί σας κόβοντας τις φλέβες σας νιώθοντας πως μέσα τους δεν κυλάει πιά αίμα, μα κάτι άλλο. Κάτι άλλο που μυρίζετε στον αέρα όλη την ώρα που τα απόνερα "καθαρίζουν" το πάτωμα  και νιώθετε εκείνη την καταβρεγμένη πατσαβούρα να σέρνεται σα χαδιάρικο κατοικίδιο, μετά από τα πόδια τού διπλανού, και στα δικά σας πόδια.

I found a million dollar baby

Η Μποέμικη ζωή








Je vous parle d'un temps
Que les moins de vingt ans
Ne peuvent pas connatre
Montmartre en ce temps-la
Accrochait ses lilas
Jusque sous nos fentres
Et si l'humble garni
Qui nous servait de nid
Ne payait pas de mine
C'est l qu'on s'est connu
Moi qui criait famine
Et toi qui posais nue


La bohme, la bohme
a voulait dire on est heureux
La bohme, la bohme
Nous ne mangions qu'un jour sur deux


Dans les cafs voisins
Nous tions quelques-uns
Qui attendions la gloire
Et bien que misreux
Avec le ventre creux
Nous ne cessions d'y croire
Et quand quelque bistrot
Contre un bon repas chaud
Nous prenait une toile
Nous rcitions des vers
Groups autour du pole
En oubliant l'hiver


La bohme, la bohme
a voulait dire tu es jolie
La bohme, la bohme
Et nous avions tous du gnie


Souvent il m'arrivait
Devant mon chevalet
De passer des nuits blanches
Retouchant le dessin
De la ligne d'un sein
Du galbe d'une hanche
Et ce n'est qu'au matin
Qu'on s'asseyait enfin
Devant un caf-crme
Epuiss mais ravis
Fallait-il que l'on s'aime
Et qu'on aime la vie


La bohme, la bohme
a voulait dire on a vingt ans
La bohme, la bohme
Et nous vivions de l'air du temps


Quand au hasard des jours
Je m'en vais faire un tour
A mon ancienne adresse
Je ne reconnais plus
Ni les murs, ni les rues
Qui ont vu ma jeunesse
En haut d'un escalier
Je cherche l'atelier
Dont plus rien ne subsiste
Dans son nouveau dcor
Montmartre semble triste
Et les lilas sont morts


La bohme, la bohme
On  etait jeunes, on etait fous
La bohme, la bohme
a ne veut  plus rien dire du tout







11 Δεκεμβρίου, 2009

Ξεχωριστοί άνθρωποι

A,ναι...Οι ξεχωριστοί, οι διακεκριμένοι, οι "εκλεκτοί άνθρωποι"… Πολύ καιρό τους συναναστράφηκα κι άλλο τόσο καιρό τους κοίταξα περίεργος απο μακριά. Τους παρατηρούσα στις συνήθειές τους να συναντιούνται, να συμβιούν, να συντάσσονται προς μάχην σαν ειδικά τάγματα, καμικάζι αυτοκτονίας, ομάδα ράγκμπι και μετά να διασπείρονται στον κόσμο και τη ζωή:φωτισμένοι απόστολοι Ασσασίνοι.

Είχαν μέσα στις βαθιές τους τσέπες, ανά πάσα στιγμή ταυτότητες αστυνομικές, ελευθέρας λεωφορείου, επιστημονικών συλλόγων ακόμα και τη μεταφυσική ταυτότητα της νεκρικής σιωπής που βίωναν.

Αν η τύχη το ’φερνε πάλι,σε νύχτες ψυχιατρείου, φώναζαν τις «ειδήσεις» τους κρεμασμένοι στ’ ανατολικά παράθυρα των θαλάμων τους, ώρες πριν χαράξει, έχοντας σοβαρές αμφιβολίες για τον ερχομό του πρωινού. Πάντα αμφιλεγόμενοι φιλόσοφοι, μπουρλέσκ χιουμορίστες και ποιητές της δράσης, απαντούσαν στην ερώτηση «πότε έζησες;» με τη φράση «πολύ καιρό πριν πεθάνω».'Αρα κατείχαν τη φιλοσοφική μακαριότητα και παρ'όλα ταύτα «έσπαγαν» στην πράξη.

Περνούσαν ώρες πολλές σε στοές,σκοτεινές αίθουσες και πρόχειρα εντευκτήρια, χωρίς να έχει σημασία το τι κάνουν, συζητώντας ή σιωπώντας με κατά βάθος μια και μόνον έννοια: το χρόνο που χάθηκε, χαρίστηκε, εξαγοράστηκε.

Σε κάθε ένα ξεχωριστό κρεβάτι ονειρεύτηκαν και έκαναν έρωτα από μια μόνο φορά εκσπερματώνοντας αρωματικά όνειρα σε φοβισμένα αιδοία τοποθετημένα σε γυναικολογική θέση - τρελές αλκοολικές συνουσίες.

Έπαιξαν ποδόσφαιρο κάτω από τη βροχή, εκτίοντας μερικές νύχτες προαυλίων φυλακής,με το μαγνητόφωνο του αυτοκινήτου στη διαπασών «la fleure que tu m’ avais jettee», γιορτάζοντας έτσι τη συνάντηση των «φίλων που είχαν παχύνει πολύ!».

Επέλεξαν από μόνοι τους, εντελώς ανεπηρέαστοι, τη μοίρα εκείνων που μεθούν με τ’ αρώματα των ανθρώπων, κρυμμένοι στα σκοτάδια των γιορτών και του καθημερινού μόχθου.Κάθιδροι και ξαναμμένοι ορμούσαν σ’ όποιον περνούσε δίπλα τους και του ρουφούσαν το άρωμα- βαμπίρ της όσφρησης. Κρυμμένοι στα σκοτάδια γυρνούσαν σπίτι κλαίγοντας, απαρηγόρητα ερωτευμένοι.

Άλλοτε τους πήρε το μάτι μου φευγαλέα, αδέξιους ριφιφί διαρρήκτες στα μουσεία της Αφής, της Όπερας, της Τρέλας και των Αρωμάτων, να καταδιώκονται όλη νύχτα από ξεφωνημένους μπάτσους τραβεστί.Το όλο εγχείρημα κατέληγε σε rave party και το πρωί όλα πάλι απ'την αρχή.

Προς το τέλος της ζωής τους ξάπλωσαν στην παραλία, πρωινό του Οκτωβρίου,με μακριά γενειάδα , έχωσαν τα χέρια τους αποφασιστικά μέσα στην άμμο και έκαναν μια θερμή χειραψία με το Χειμώνα που ερχόταν. Χειραψία-συμφωνία και οι πρώτοι νότιοι άνεμοι πήραν το υπόλοιπο της ζωής τους και το χτύπησαν βίαια πάνω σ’ αγάλματα του Βορρά, φτιαγμένα από πάγο.

Πίστη (σύντομο-δύσοσμο διήγημα)

Ο Γιγαντόσωμος προχωρούσε με βαριά βήματα κι από πίσω τον ακολουθούσαν όπως πάντα εκατομμύρια μικροσκοπικά ανθρωπάκια που τον είχαν σαν θεό τους. Σ' αυτόν ζητούσαν συμβουλές, από κείνον περίμεναν λύσεις στα προβλήματά τους.
Το αντάλλαγμα που εισέπραττε ο γίγας ήταν η λατρεία αυτών των ανθρωπαρίων, κάτι  που δε σήμαινε τίποτα γι αυτόν παρά μόνον ευθύνες και ένα μπουρου-μπουρου συνεχόμενο από δοξολογίες και ύμνους που είχε πια βαρεθεί να ακούει.
Ο γίγας μια μέρα δεν ήταν και πολύ καλά. Τους ξέρετε όλοι τους γίγαντες, τώρα. Μια που στην πραγματικότητα δεν ήταν και πολύ καλά, αποφάσισε να ξαπλώσει κάτω και να κάνει τον ετοιμοθάνατο, να δει τα ανθρωπάκια που τον ακολουθούσαν τι θα έκαναν χωρίς  αυτόν, γι αυτόν.
Έγειρε λοιπόν το τεράστιο κεφάλι του, βογγώντας,τη μια δεξιά κι άλλη μιά αριστερά, συνθλίβοντας όσα ανθρωπάρια ήταν εκεί κοιτώντας σαστισμένα κι αδρανή, κλαίγοντας  για τον προστάτη τους. Όσα γλίτωσαν το βαλαν στα πόδια και μαζεύτηκαν λίγο παραπέρα.
Ένα άλλο μεγάλο πλήθος μαζεύτηκε πάνω στο στήθος του γίγαντα και κάθησε εκεί παρακαλώντας τον άρρωστο να γίνει πάλι καλά γιατί χωρίς αυτόν δεν ήξεραν τι να κάνουν, που να πάνε, τι να φάνε και που να κοιμηθούνε..."Τώρα βρήκες ν' αρρωστήσεις μωρέ κι εσύ!"
Ο δήθεν ασθενής εξοργίστηκε κι έβαλε όλη του την... τέχνη : μ' έναν τεράστιο εμετό έπνιξε σχεδόν όλους τους γκρινιάρηδες που τον κατηγορούσαν κιόλας που μια φορά κι αυτός αρρώστησε. Οι λίγοι διασωθέντες  το βαλαν κι αυτοί στα πόδια, βρίζοντας ακόμη χειρότερα.
Το γαργαλητό που ένιωθε ο γίγας ανάμεσα στα σκέλια του προερχόταν από ακόμα μια τεράστια σύναξη "πιστών του" που είχαν βρει σίγουρο καταφύγιο κοντά στα αχαμνά του. Εκεί είχαν στήσει και κάποιο πρόχειρο τσιμπούσι περιμένοντας την ανάρρωση του αρχηγού τους. Άλλοι το γλεντούσαν κι άλλοι γκρίνιαζαν.
Άκουσε ο γίγας τις φωνές τους κι αφού έσφιξε με μανία και με όλη τη δύναμή του τους κοιλιακούς του, άφησε τους σφιγκτήρες του να ανοίξουν ελεύθερα περιλούζοντας τα ανθρωπάκια που είχαν μαζευτεί εκεί. Ελάχιστα διέφυγαν κρατώντας τις μύτες τους κι έφυγαν τρέχοντας να βρουν τους υπόλοιπους, βρίζοντας όλοι μαζί τον τάχα παντοδύναμο που "κακό χρόνο να χει" τους παράτησε στην τύχη τους και τους βρώμισε κι από πάνω!
Ο "ασθενής" είχε δει αρκετά. Μέσα του γελούσε αλλά πιό πολύ ήτανε θυμωμένος. Άρχισε να κινείται σιγά-σιγά, τάχα πως ξαναζωντάνευε. Όσοι από τους πιστούς  του είχαν απομείνει ζωντανοί αναθάρρησαν κι επευφημώντας τον έτρεξαν κοντά στον  προστάτη τους, ρωτώντας αν χρειάζεται κάτι.
Εκείνος ήταν κιόλας όρθιος. Άρχισε να βαδίζει, αμίλητος, αργά-αργά, προσεκτικά τσαλαπατώντας τους εναπομείναντες φανατικούς πιστούς του.

Dream a little dream of me

Από το αεροπλάνο

07 Δεκεμβρίου, 2009

Οινοχόος

Εφ' όσον παίρνω πια μόνος, τελείως μόνος αυτό το δρόμο,τότε ας πλάσω έναν κόσμο: το δικό μου κόσμο. Βλέπεις...ακόμα και με το δίδυμο αδελφό μου τραβάμε χωριστούς δρόμους τώρα και δεν πρόκειται να ανανταμώσουμε ποτέ.

Τι κρίμα,αλήθεια! Ας μη μου ξεφύγουν τουλάχιστον οι αναχωρήσεις, οι αποκαλύψεις, οι απάτητες γωνίες ενός κόσμου-δέντρου που φυλλορροεί. Τους ανθρώπους τους άφησα πίσω μου. Ήδη κοιμούνται στα σπίτια τους. Πάντως έχω την αίσθηση πως το βράδυ που αναχώρησα τους αποχαιρέτησα. Δεν έφυγα κρυφά. Δεν απέδρασα.

-"Δεν αναναρωτιέσαι το γιατί;... Τι σε κινεί;;"

Η ανία είναι ένας τόνος ιστού αράχνης που μ' έχει καταπλακώσει. Εσύ αποκάλεσέ την όπως θες ή αγνόησέ την, αν μπορείς. Πάντως, αν της δώσεις ένα όνομα, να ξέρεις πως θα πρέπει και να διαπραγματευτείς μαζί της. Σε ποια δίνη παρασυρόμαστε τώρα; Θα μπορούσε να είναι ο λαιμός μιάς κλεψύδρας. Πόσο χρόνο θα πάρει μέχρι να ρουφηχτούμε όλοι;

Μερικές φορές σκέφτομαι,όλο και πιό αραιά βέβαια,τα παλιά τα χρόνια κι έχω την αίσθηση πως κάποια στιγμή αντικαταστάθηκα από κάποιον άλλον. Αδιάφορο...Τώρα τι μένει;
Μια ιδέα είναι να χτίσω το ήσυχο σπίτι μου στους πρόποδες ενός λόφου και να κοιτάζω από το πίσω παράθυρο το νερό της βροχής που κατεβαίνει απ' την πλαγιά μονότονα φτιάχνοντας ρυάκια που πνίγουν τις μικρές πέτρες ή σπάζουν στα δυο από τις μεγάλες.

-"Δεν υπάρχει λόγος να προσποιείσαι πως τάχα ονειρεύεσαι μιαν ήσυχη ζωή!”

Ναι,έτσι κι αλλιώς κανείς δεν είναι πιά τριγύρω κι ούτε κανείς θα δει ποτέ αυτό που γίνεται εδώ, στη γη των ατιμώρητων . Υπάρχω μόνο εγώ. Σ' αυτό που πρόκειται να γίνει  εγώ θα είμαι ο θύτης και το θύμα μαζί και ταυτόχρονα ο αδιάφορος περαστικός που τα είδε όλα. Θα λείψει βέβαια μια δίκη κι όλη η σχετική, παροδική δημοσιότητα. Πλεονασμός: παροδική δημοσιότητα. Ας πούμε πως πρόκειται για ένα αδίκημα μικρό, λόγου χάριν μια κλοπή ενός μικροποσού από μια γριά,σ΄ ένα σκοτεινό δρομάκι.

-"Ένα σπίτι σε περίμενε αλλά εσύ δεν είχες σπίτι.Έτσι είπες.Το θυμάμαι καλά."

Πιθανόν αυτό να είχε ειπωθεί σε στιγμές που η άρνησή μου είχε άλλο χαρακτήρα. Η διατύπωση μού φαίνεται πολύ μεμψίμοιρη τώρα.

Μα που είχαμε μείνει; Ναι, τελικά ο θύτης σκοτώνει το θύμα και τον αδιάφορο περαστικό επίσης. Σ' αυτά δεν χωράνε αδιάφοροι περαστικοί. Συνεργούς θα τους θεωρήσω. Εξάλλου μέσα στο μυαλό μου διαπράττονται χειρότερα εγκλήματα. Το πρόσωπό μου είναι γεμάτο χλωμές σκιές γιατί το φως που άφησα πίσω μου είναι αμυδρό κι αμφιλεγόμενο. Μια έντονη σκιά απαιτεί και ένα πολύ δυνατό φως.

-"Σε αντιστάθμισμα της δυστυχίας των άλλων, εσύ πληρώνεις το μερίδιό σου με ανία,νομίζω. Όλο αυτό είναι ένα παιχνίδι ενοχών."

Μα… τώρα θα ήθελα να τα ξεχάσω όλα. Ίσως να το κατορθώσω αν πετάξω από πάνω μου ό,τι μου αμβλύνει την αίσθηση της ταπεινότητάς μου. Καλύτερα να χάσω την αυτονομία μου, την ανεξαρτησία μου, την ελευθερία μου κι όλες αυτές τις ανοησίες που δικαιώνουν και καταξιώνουν τη συντήρηση κάθε μετριότητας.Δεν πιστεύω πως αυτά είναι οι ανώτεροι στόχοι που μπορει κανείς να βάλει. Μάλλον είναι απλώς δημοφιλείς προσδοκίες.

Με αυτές τις σκέψεις μού ανοίγει η όρεξη για δράση. Το να σκέφτομαι δε σημαίνει τίποτα κι εξάλλου οι κακές σκέψεις καταλήγουν στην ευχαρίστηση της αυτοτιμωρίας. Θέλω να παραχωρήσω το δικαίωμα της τιμωρίας μου σε μια λιγότερο νωθρή από μένα δύναμη. Θα μου άρεσε να περιπλανηθώ στις αχανείς εκτάσεις της Ρωμα’ι’κης ή της βραχύβιας και μεγίστης Μογγολικής Αυτοκρατορίας. N' αρχίσω εκεί ένα νέο οδοιπορικό που θα με οδηγήσει στην πρωτεύουσα. Ίσως εκεί κατάφερνα να γνωρίσω το Αυτοκρατορικό ζεύγος. Ένας ξένος γοητεύει πάντα τους ισχυρούς. Ίσως με γαλιφιές μου ανατεθεί κάποιο ξεχωριστό καθήκον -λανθασμένη βέβαια επιλογή. Θα μπορούσα να γίνω για ένα μικρό χρονικό διάστημα ο δοκιμαστής των κρασιών τους  κι ο οινοχόος τους. Ποιος θα συνωμοτούσε επιδεξιότερα αφού από τα δικά μου ποτήρια θα έπιναν ξένοιαστοι και χωρίς ίχνος υποψίας οι Βασιλιάδες; Άλλωστε εγώ έχω τη γνώση και τις ουσίες για να τους κάνω να γελάνε, να μελαγχολούν, να ονειρεύονται ή να πεθαίνουν - Κατά βούληση.  

-“Κι ύστερα τι; Τι θα έχεις να προσδοκάς απ’ τη ζωή σου;”

Άλλες αυτοκρατορίες, κάστρα, πόλεις-κράτη. Ο δρόμος που πήρα είναι πολύ κατωφερής,τόσο κακοτράχαλος και μακρύς. Άλλα αμπέλια θα συναντήσω, καινούργιες σοδειές κρασιών θα δοκιμάσω στο διάβα μου και περισσότερο πολυμήχανος θα γίνω μέχρι την επόμενη συνάντησή μου με τους ανθρώπους που θα’ βρω πάλι κοιμισμένους.

Αυτοϋποτίμηση

Αναρωτιόμουν γιατί οι πολιτικοί και τα Μ.Μ.Ε. μας, σε όλες τις πράξεις βίας στις Ελληνικές διαδηλώσεις, βλέπουν προβοκάτορες και εγκάθετους ενώ τουναντίον σε ανάλογες καταστάσεις στο εξωτερικό αναφέρονται σε "ακτιβιστές", εξοργισμένους πολίτες κ.λπ.
Αθωώνουν έτσι -κατά τη γνώμη τους- το Ελληνικό πολιτικό σύστημα; Μάλλον το υποβιβάζουν εκτιμώντας ότι στην Ελλάδα και μόνο ανθεί ακόμα ένα αίσχος: οι προβοκάτορες και οι "γνωστοί άγνωστοι" ενώ στον υπόλοιπο κόσμο υπάρχουν και ενεργοί πολίτες.

05 Δεκεμβρίου, 2009

Ο καλεσμένος από μακριά

"Your bonds are strong enough
 I will break them
 Then we'll laugh!"

Ξεκουραζόμουν χωρίς καμιά έγνοια  στο αναπαυτικό κρεβάτι του ξενώνα που μου είχε παραχωρήσει ο πολυαγαπημένος μου φίλος στο κάστρο που περνούσε τις μέρες του. Ήταν απόγευμα προς βράδυ όταν άκουσα αυτά τα στιχάκια τραγουδισμένα από τις δυο του κόρες. Δυο κοριτσάκια με μάτια γαλανά κι αφηρημένα, με κατάξανθα μακριά μαλλιά. Γνωρίζοντας πως η οικογένεια φιλοξενούσε κι άλλον εκτός απο μένα -κάποιον ξένο που είχε έρθει απο μακριά- σκέφτηκα πως επρόκειτο για κάποιο δάσκαλο της Αγγλικής ή για κάποιο περιπλανώμενο παράξενο ποιητή. Αυτός θα έμαθε στα παιδάκια εκείνο το τραγουδάκι, εξήγησα στον εαυτό μου. Κλειστός τύπος και λιγομίλητος καθώς ήταν, δεν έλεγε ποτέ τίποτα για τον εαυτό του. Παρακολουθούσα συχνά τις αργές του κινήσεις καθώς και την  αφοσίωση με την οποία τον άκουγαν τα δυο μικρά κορίτσια. Έτσι εκείνο το πρωί κάθησα να ακούσω κι άλλους στίχους, ελάχιστα λυρικούς.



 "You have no father and no mother
  You don't have no family
  You shall not love other but me"
 
Τα λίγα Αγγλικά που εγνώριζα με έβαλαν σε συναγερμό. Τρελάθηκα προς στιγμήν! Μα, ξέρει ο άμοιρος ο φίλος μου τι λόγια ξεστομίζει αυτός ο άτιμος; Ηταν φανερό πως σ'όλα αυτά κάτι το νοσηρό υπήρχε. Πρώτα απ' όλα είπα πως φρόνιμο θα ήταν να αρχίσω να παρακολουθώ απο κοντά τι στο καλό συνέβαινε. Απο το βράδυ εκείνο άρχισα να έχω σκέψεις ανόητες μα και παράξενες μαζί, ρίγη και αλλόκοτους εφιάλτες. Σταμάτησα πια να κοιμάμαι τις νύχτες για να μένω ξύπνιος, τον παραμικρό θόρυβο να αφουγγράζομαι. "Μόνο εγώ ξέρω πως εδώ κάτι συμβαίνει. Ο καλοκάγαθος φίλος μου σίγουρα νομίζει πως όλα αυτά είναι αθώα παχνίδια". Εγώ, όμως, τις νύχτες στ' άγρυπνα όνειρά μου έβλεπα το φιλικό μου ζευγάρι να κείτεται στο πάτωμα χαμογελαστό, ακίνητο και χλωμό.




   "I'm talking to you
    Though I only speak to them
    Do you hear me,you old man?"

Στην ψυχή μου έπεσε η νύχτα πριν καλά-καλά έρθει το βράδυ! Πήγα να βρω το φίλο μου που είχε βουλιάξει στην ευφορία του κρασιού και της μουσικής. "Μα ποιός είναι ο ξένος; Πες μου!", ρώτησα ανάστατος,σχεδόν τρέμοντας. Ηρεμος εκείνος μου απάντησε: "Διαβλέπω μιαν ανησυχία στα μάτια σου, φίλε μου αγαπητέ, μα χωρίς λόγο. Ηρέμησε και δες αυτόν τον άνθρωπο με πολλή συμπάθεια, με αγάπη κιόλας. Η γυναίκα μου κι εγώ έχουμε, εδώ και καιρό ,όλα όσα μπορεί να ποθήσει η ψυχή ενός ανθρώπου. Αλλά φουντώνει μέσα μας σφοδρή η επιθυμία να αφήσουμε αυτή τη ζωή, ξέρεις. Αυτός ο άνθρωπος, που λες,είναι κάποιος που ξέρει να σπάει τους δεσμούς που δημιουργεί κάθε αγάπη ακόμα και η πιό άδολη. Για να μας απαλλάξει απο το βάρος της αγάπης και των δεσμών της, ήρθε απο πολύ μακριά μετά απο πρόσκλησή μας. Μας κρατούν μακριά απο τις δυνατότερες επιθυμίες μας, ξέρεις, ακριβώς αυτοί που πάρα πολύ αγαπούμε"




  "The whole story about us
   The old man has now revealed
   They're allowed,now,to be killed"

Αστραπές παραφροσύνης! Αθλια σκηνοθεσία,οι χειρότερες στιγμές μου! Ο φίλος μου θέλησε να είμαι παρών και,αφού κάλεσε τη σύζυγό του εκεί, ξάπλωσαν και οι δυο στο πάτωμα. Πολύ σύντομα ήταν εκεί και ο ξένος με τα δυο κοριτσάκια που χαμογελούσαν προχωρώντας αργά. Το κατάλαβα: πολύ σύντομα θα φτάναμε στη φρίκη. Θέλησα να μην είμαι εκεί αλλά, μη μπορώντας, έκλεισα τα μάτια. Για λίγη ώρα ή για πολλή, δεν ξέρω...Οταν τα άνοιξα αντίκρυσα ήρεμα χαμόγελα στα προσωπάκια των κοριτσιών που κείτονταν δίπλα στο ακίνητο, χλωμό και χωρίς ζωή ζευγάρι. Παράξενη ηρεμία επικρατούσε,σαν αυτή ενός δωματίου παιδιού που κοιμάται. Δεν κατάλαβα καλά τι και πως είχε συμβεί κι ούτε κανένας ξαναμίλησε ποτέ για τα γεγονότα αυτά, όπως ήταν φυσικό. Θυμάμαι μόνο που είδα εκείνο τον απόκοσμο ξένο να ξεμακραίνει κατεβαίνοντας τις σκάλες και τον άκουσα να τραγουδάει λαχανιασμένος:

    Everyone who plays this game
    Might then need someone to blame
    And all the people know my name
    I am "The One From Faraway"

03 Δεκεμβρίου, 2009

Ο ...μέγας Bluemoon

Blue moon, σε φωνάζανε. Blue moon γιατί, στην ουσία, είχες μεγαλώσει εκεί, σ' ένα μπαρ με μια ορχήστρα blues. Σου 'βαλαν τ' όνομα του μπαρ, λοιπόν. Είχες φύγει απο το σπίτι σου νωρίς, πολύ νωρίς, στα 12 σου χρόνια. Τι άλλο να' κανες στο μικρό χωριό σου, χωρίς μια οικογένεια;  Μάνα τρελή και πατέρας μέθυσος. Χωρίς αδέλφια κι ούτε φίλους. Μόνο δυο κόσμοι σου έμεναν για να διαλέξεις: blue moon ο νταβατζής ή blue moon με τις μικρές τις μπάντες της φυλής σου που παίρνουνε αγκαλιά τα πνευστά τους και φυσούν μέσα στα χάλκινα όργανα τις λύπες τους και τις σπάνιες χαρές τους.

Και ήσουν πολύ μικρός blue moon για να σου δώσουνε οι άλλοι λίγη σημασία. Μόνο το παραπεταμένο σαξόφωνο, που έκανες δικό σου, καλοπερνούσε στα παιδικά ακόμα χέρια σου. Εγώ σε έβλεπα κρυφά να πίνεις τις πρώτες σου τις μπίρες, ολομόναχος, για να μη σε κοροϊδεύουν ενώ εσύ προσπαθούσες να βγάλεις λίγη τζαζ, ξεκλέβοντας λίγο απ' τον Coltrane λίγο απο τον Getz.

Σε θαύμαζα bm κι ήθελα πολύ να σ' είχα εγώ παιδί δικό μου. Οσο περνούσε ο καιρός τόσο πιο πολύ εγώ σε θαύμαζα, σε πρόσεχα και σ'αγαπούσα. Τόσο ώστε να σκέφτομαι πού πας τη νύχτα, εσυ ένα χωριατάκι, μόνο του. Τίποτα μη μου πάθεις! Φοβόμουν bm πως δε θα' ρχονταν ποτέ εκείνη η ώρα να σε δω με το σαξόφωνό σου να παίζεις τη θεϊκή σου μουσική, αυτή που ήμουν σίγουρος πως μπορείς να παίξεις. Ημουν σίγουρος γιατί είχες χαρίσματα που 'χουν μονάχα οι θεοί: καρδιά, ομορφιά και πόνο.

Ανάμεσα στον καπνό του τσιγάρου σου -που μ' άρεσε τόσο πολύ η μυρωδιά του- εγώ έβλεπα τα μάτια σου να λάμπουν. Όλα είχαν μπει σ'ενα κανάλι, δεν μου είπες; Εσύ όμως ήσουν λυπημένος τώρα. Όταν σε κοίταζα δεν μ' έβλεπες πια με την άκρη του ματιού σου, όπως πρώτα που όταν μ' έπαιρνες χαμπάρι, γύριζες το κεφάλι σου προς εμένα ξαφνικά γελώντας. Αλλά κι εγώ, είδα κι απόειδα και δε σε κοιτούσα πιά. Τώρα πιά, τα πραγματικά τα νέα σου τα μάθαινα απο τρίτους.

"Ο μέγας BLUE MOON θα παίξει στις Η.Π.Α. για μια βδομάδα μόνο ακόμα - Αναχώρηση για την ΕΥΡΩΠΗ !", λέει.

 Παίξε τους τον ήχο σου, αγόρι μου. Ασε τη στενοχώρια και δώσε τους swing. Πολύ swing! Έτσι είπα τότε. Αναχώρηση βιαστική και χαιρετούρες με δάκρυα και συμβουλές: άστα αυτά τα χάπια και μην πίνεις πια τόσο πολύ ρε παιδί μου. Παίρνε με τηλέφωνο κάθε βράδυ, η διαφορά της ώρας δεν πειράζει, να μου λες τι τους έπαιξες και πως μείναν με το στόμα ανοιχτό όλοι με το παίξιμό σου.

Αχ, πάλι ξέχασες να μου τηλεφωνήσεις, βρε blue moon! Αφού ξέρεις πόσο νοιάζομαι κι ανησυχώ για σένα! Τέλειωσε η τουρνέ στην Ευρώπη. Δεν πήγε καλά καθόλου και γύρισες ένα συντρίμμι. "Φάε λίγο ρε διάολε, σταμάτα να μονολογείς - όχι δε μίλησα εγώ - εσυ παράκουσες. Βαρέθηκα, blue moon, αύριο θα πάμε στο γιατρό, μάγκα μου. Πρωί-πρωί..."

Είναι δυο χρόνια τώρα που είσαι εκεί μέσα. Δεν εννοώ το κτίριο, εννοώ μέσα σ'αυτό που είπε ο γιατρός, μέσα στην "χρόνια ψύχωσή" σου. Δεν έχω πιά ζωή κι αυτή που έχεις εσυ να ζήσεις, ζωή δεν είναι. Μερικές φορές θέλω να σπάσω το κεφάλι μου, να σβήσω τις συζητήσεις μας, να κάψω όλα τα βιβλία των καταραμένων ποιητών που σ'έβαλα να διαβάσεις για να γίνεις "πραγματικός καλλιτέχνης". Δεν ξέρω, bm...Είναι πολύ μικρός ο άνθρωπος για να κάνει έναν άλλον άνθρωπο θεό.

Κι απ'αυτή τη μουσική -κατάρα!- να τι μας έμεινε μονάχα και με τίποτα δε φεύγει: εκείνο το "I went down to St. James infirmary..."
Τα άλλα, όλα, τα έχω απο καιρό πετάξει. Σπουδαία βιβλία, ποιήματα και κατορθώματα μεγάλων ανδρών. Μαζί τους πέταξα και το σαξόφωνό σου.

02 Δεκεμβρίου, 2009

Jeanne Moreau





Each man Kills the Thing he loves

Each man kills the thing he loves, by each let
this be heard. Some do it with a bitter look, some
with a flattering word. The coward does it with a
kiss, the brave man with a sword. Some kill their
love when they are young, some when they are old.
Some strangle with the hands of lust, some with
the hands of gold. The kindest use a knife
because, the dead so soon grow cold. Some love too
little, some too long, some buy and other sell.
Some do the deed with so many tears, and some
without a sigh. For each man kills the thing he
loves, yet each man does not die.

Occhi Italiani

Occhi italiani lacrimosi
Dormite nella Magna Grecia
Avete i letti vicino l' Etna
Lava sul grano lenta brucia
Cenere sulla stanca pelle
Brusco risveglio,la terra trema
Oggi un po' piu' forte di ieri

E tu cosa farai?
Mica vai via!
Ma no...non puoi chiedere scusa
Per le tue lacrime un po'  false
"e' la polvere che alzano i carri"
Quei carri come vecchie navi
Cariche di valigge dimenticate

Eppure dopo pochi mesi
Dici che hai gia' perduto tutto
Qui non c' e' niente ormai per te

Occhi italiani lacrimosi
Guardandovi socchiusi
Sul verde Mar Mediterraneo
Portate in mente Sofia Loren
E quei ragazzini col denaro
Nelle grosse tasche cucite
Dei pantaloncini corti

No, non negarlo...
Eri pronto a partire da sempre
Hai aspettato solamente
Il suono dell'orologio
Sul campanile di Messina

Addio amico, non ti scordare
-ovunque tu ti troverai-
Che hai lasciato dietro
Quelle valigge dimenticate
Che stanno li' pazienti ad aspettarti
Come la morte in patria tua


01 Δεκεμβρίου, 2009

Κοντά στις ρίζες μου

Μουντό πρωινό παρακολουθούσα τη λειτουργία σε μια παράξενη εκκλησία μη μπορώντας να εξηγήσω το πώς βρέθηκα εκεί. Αναπηδώντας στους τοίχους τού οίκου τού Θεού ο ήχος των λέξεων τού Ευαγγελίου έφτανε στο μυαλό μου μαζί με τη σκέψη των παρισταμένων που είχαν το βλέμμα καθηλωμένο στο έδαφος, μπροστά στα πόδια τού αρχιερέα.
Ένιωσα πως τα τοιχώματα της εκκλησίας είχαν απορροφήσει την προέκταση των φλεβών και των νεύρων μου ενώ στιγμιαία φαντασίωσα μιά σταγόνα από αίμα να ξεκολλά αργά-αργά από το θόλο του ναού.  Η πορεία της ήταν προδιαγεγραμμένη. Στόχευε τον αριστερό μου ώμο κεντώντας τη λευκή μου αμφίεση. Ψυχή, φτωχή παρθένα, είναι έτοιμη να ματώσει;

-Ποιός ιερέας θα μπορούσε ποτέ να λειτουργεί εκεί μέσα;

Ήταν και δική μου απορία μα ένας θόρυβος τη σκέπασε: το φτερούγισμα των περιστεριών που συναθροίστηκαν όλα μαζί στην περιφέρεια τού τρούλου. Πήρα το πρόσταγμα πως έπρεπε να βγώ και πειθήνιος υπάκουσα. Αισθανόμουν άρρωστος, η καρδιά μου έπαλλε δυνατά μέσα στο κεφάλι μου και δάκρυα ανάβλυζαν από δυο κόγχους χωρίς μάτια . Μάτια ; Εδώ δε χρειάζονται μάτια ούτε αυτιά γιατί όλα όσα, από έξω μέσα μας διεισδύουν, κίβδηλα είναι και παραπλανητικά. Εδώ σού μένει μόνο ένα κουβάρι σκέψεις στο κεφάλι. Δεν υπάρχει αντίληψη των πραγμάτων εδώ. Σου μένει μόνη επιλογή να δαμάσεις τον εαυτό σου σε παιχνίδια τού νου χωρίς ειρμό κι ούτε κατάληξη.

-Τι μπορεί να σπάσει αυτή την αρρωστημένη συνέχεια; Αναρωτήσου…

Δεν ξέρω... Δεν υπάρχει περιθώριο να ζητήσεις ούτε μιάν ανάπαυλα γιατί επανέρχεται συνέχεια
αποκρυσταλλωμένη η εμμονή τού μετρήματος: Κέρδος-Απώλεια. Φαίνεται η παραμονή μου στην εκκλησία με πόρωσε με πεποιθήσεις νεκρανάστασης. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος ; Έπονται κι άλλα ;

-Απ’ την άλλη, αν μπορείς να αποκτήσεις πάλι αυτά που έχασες, όλα αλλάζουν για σένα...

Απλά θα μού θύμιζε παιχνίδι τράπουλας όπου μπορείς να πάρεις πίσω τα χαμένα. Αυτή η θεώρηση της ζωής με γεμίζει αηδία. Μας βλέπω όλους ντυμένους σαν γελωτοποιούς με στολές φτιαγμένες από τραπουλόχαρτα. Αν ζούμε μοναχά μια φορά, τότε ...ναι, ζούμε. Αν πάλι ζούμε για να φύγουμε κι ύστερα να επανέλθουμε, τότε ...όχι. Δεν μπορεί κανείς να περιμένει σαν εφεδρεία γιά την ευχαρίστηση μιας πιθανής άλλης ζωής.

-Έχεις το φόβο πως αυτές οι «εφεδρείες» δεν είναι σε θέση να σκεφτούν ; Φοβάσαι να σκεφτείς τι θα έκανες ανάμεσα στη μια ζωή και την επόμενη ;

Θέλω να ξέρω πως είτε διαρκώς θα σκέφτομαι είτε διαρκώς θα είμαι κάποιος που δεν έχει νοήματα ούτε γνώση. Διάλεξα, σε πλήρη διαύγεια όντας, πως προτιμώ να έχω την τύχη μίας και μόνης κακοτραβηγμένης ευθείας παρά τη μοίρα μίας κυκλικής ατέρμονης πορείας. Αυτή η πορεία τρέφεται από τη σάρκα της. Φρικιαστικό έμβλημά της είναι ο Ουροβόρος που λυσσασμένος τρώει την ουρά του.

-Θα μπορούσε κάποιος να νιώσει αβάσταχτη μονοτονία σ' όλα αυτά…

Απίστευτη μονοτονία μπορείς να βρεις σ' αυτά μα με κρατά ξύπνιο η περιέργεια γύρω από το τέλος της γραμμής μου που τη βλέπω κατά καιρούς να κρύβεται πίσω από τις δενδροστοιχίες ενός ορεινού χωριού, Πάσχα συνήθως, κάνοντας θόρυβο κάτω από τις φωλιές των πουλιών ξυπνώντας τα. Αυτές οι εικόνες μού χρωματίζουν το πνεύμα με καινούργιες σκέψεις. Γαλήνη  βρίσκεις μόνο εκεί όπου γεννήθηκες. Δε θα βρω γαλήνη ποτέ και πουθενά μακριά απ’ τις καταβολές μου. Εκεί θα ξαναβρώ τα πέτρινα είδωλά μου που παρηγορούμαι πως πράγματι υπήρξαν και μού έδωσαν τη διδαχή: Μία η γέννηση, ένας ο θάνατος κι ανάμεσά τους μόνο η ελλειπτική και ταχύτατη πορεία ενός μπούμερανγκ.