28 Φεβρουαρίου, 2010
Ειδήσεις
Ο κ. Λευκίδης τόνισε ότι ο θάνατος του παιδιού ήταν ακαριαίος και πρόσθεσε ότι «εξαρχής η βολίδα έδειξε ότι συνέβη εξοστρακισμός σε μια σκληρή και πλατιά επιφάνεια», ενώ διευκρίνισε ότι «η πορεία της σφαίρας δεν ήταν άμεσα ευθεία, αλλά έπληξε μια τσιμεντένια μπάλα δαπέδου, αναπήδησε σ’ αυτήν και πέτυχε το θύμα».
Σύμφωνα με τον μάρτυρα που είχε κάνει τη νεκροψία στο πτώμα του μαθητή, το χέρι του φερόμενου ως δράστη βρισκόταν στο ύψος του στήθους του, ενάμισι μέτρο από το έδαφος. Ο ιατροδικαστής απέκλεισε το ενδεχόμενο ο 15χρονος να είχε λάβει μέρος σε επεισόδια και υποστήριξε ότι τα ρούχα του ήταν τακτοποιημένα, καθαρά και πέρα από το αίμα δεν είχαν τίποτα άλλο. Παράλληλα, απέκλεισε το ενδεχόμενο η σφαίρα να ήρθε από τον ουρανό, με καθοδική πορεία προς το θύμα.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του συνηγόρου του Επ. Κορκονέα, Αλ. Κούγια, ο κατηγορούμενος πυροβόλησε μία ή δύο φορές στον αέρα και όταν έβαλε το πιστόλι στη θήκη αυτό εκπυρσοκρότησε. «Δεν υιοθετούμε τον εξοστρακισμό στην τσιμεντένια μπάλα, ούτε σε κάποιον τοίχο», είπε ο συνήγορος και ζήτησε να προσκομιστεί η βολίδα στο δικαστήριο, αίτημα που έγινε αποδεκτό.
Σύμφωνα με τον μάρτυρα που είχε κάνει τη νεκροψία στο πτώμα του μαθητή, το χέρι του φερόμενου ως δράστη βρισκόταν στο ύψος του στήθους του, ενάμισι μέτρο από το έδαφος. Ο ιατροδικαστής απέκλεισε το ενδεχόμενο ο 15χρονος να είχε λάβει μέρος σε επεισόδια και υποστήριξε ότι τα ρούχα του ήταν τακτοποιημένα, καθαρά και πέρα από το αίμα δεν είχαν τίποτα άλλο. Παράλληλα, απέκλεισε το ενδεχόμενο η σφαίρα να ήρθε από τον ουρανό, με καθοδική πορεία προς το θύμα.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του συνηγόρου του Επ. Κορκονέα, Αλ. Κούγια, ο κατηγορούμενος πυροβόλησε μία ή δύο φορές στον αέρα και όταν έβαλε το πιστόλι στη θήκη αυτό εκπυρσοκρότησε. «Δεν υιοθετούμε τον εξοστρακισμό στην τσιμεντένια μπάλα, ούτε σε κάποιον τοίχο», είπε ο συνήγορος και ζήτησε να προσκομιστεί η βολίδα στο δικαστήριο, αίτημα που έγινε αποδεκτό.
27 Φεβρουαρίου, 2010
Οι άνθρωποι τού Φλεβάρη
26 Φεβρουαρίου, 2010
Parlami di fuoco
Parlami di fuochi Mariu'
Niente la mia vita mai fu
Fiamme nei tuoi occhi brillano
Incendi che le strade bruciano
..............................................
Tell me about destruction Mariu
Show me that I can count on you
I want to see hate in your eyes
And not just silly poetry that dies
--------------------------------------
Non pensar al domani Mariu'
Abbatti e fai crollar tutto giu
Il mondo perso si riconquistera'
Ed un nuovo pianeta si scoprira'
..................................................
Your house is so cozy Mariu
But we shall burn it down too
Let us make a hell of each day
Stop now to just hope and pray
-------------------------------------
Dimmi che illusione non e'
Non pensiamo piu al perche'
Patria io e te non ne abbiamo
Ma da qui mai non partiamo
...........................................
Find our promised land here
Where Armageddon is near
It takes some fire and decision
Don’t tell me that is an illusion
--------------------------------------
Dimmi che sei tutta per me
Dimmi che un sogno non e'
So tell me that you love me
Show me that you love me
Χωρίς ποίηση
Μόνο αυτοί που θα ήθελαν να είναι ποιητές υποστηρίζουν πως χωρίς την ποίηση θα ήμασταν χαμένοι. Οι πραγματικοί ποιητές αναγνωρίζουν την ασημαντότητα της ποίησης απέναντι στην πράξη.
25 Φεβρουαρίου, 2010
23 Φεβρουαρίου, 2010
Γιώργος και Αντώνης
Τα μοιράζονταν σχεδόν όλα ο Γιώργος κι ο Αντώνης. Όλα εκτός από ένα διαμέρισμα,ένα σερβίτσιο πιάτα και μια σειρά έπιπλα. Περνούσαν πολλές ώρες ο ένας στο διαμέρισμα του άλλου ξοδεύονας αμέριμνοι αγκαλιές. Ο Γιώργος όταν αναφερόταν στον εαυτό του τον αποκαλούσε "Γεωργία" και ήταν πολύ περήφανος όποτε τον αποκαλούσε έτσι κι ο Αντώνης.
"Μπορεί να γνωρίζει κι άλλους άντρες αλλά μόνο εμένα καταχώρησε στην ατζέντα του ως θηλυκό: Γεωργία".
Ήταν η άμυνά του του αυτή όταν τον κυρίευαν οι αμφιβολίες σχετικά με τα αισθήματα τού Αντώνη. Έβλεπε τότε τα όνειρά τους να γκρεμίζονται όλα μαζί: Το δάνειο που ήθελαν να πάρουν για να ζήσουν επιτέλους κάτω από μια στέγη, η αγορά των οικοσυσκευών που δε γινόταν, η γνωριμία των συμπεθέρων που πήγαινε από αναβολή σε αναβολή...
Αναρωτιόταν ο Γιώργος τι να φταίει που δε θα ζούσε ποτέ με το ταίρι του. Στους μοναχικούς περιπάτους του καθόταν στα παγκάκια χαζεύοντας τα "κανονικά" ζευγάρια -πώς να τα διαχωρίσει από τη δική τους περίπτωση; Άλλη λέξη δεν έβρισκε- να περπατάνε χέρι χέρι, να σταματάνε για ν'αγκαλιαστούν κι ύστερα πάλι να συνεχίζουν το δρόμο τους στεφανωμένα μ' εκείνη τη λαμπερή μωβ αύρα που μόνο εκείνος μπορούσε να δει με τα μεγάλα καστανοπράσινα μάτια του. Λίγο ζήλευε και λίγο σκανδαλιζόταν, γύριζε αλλού το βλέμμα δαγκώνοντας τα χείλη του, ίσιωνε την κυρτωμένη του ράχη και συνέχιζε το άσκοπο περπάτημα με τις στάσεις μπροστά στις βιτρίνες.
Ο Αντώνης δούλευε στο κομμωτήριο και συνήθως δεν είχε πολύ χρόνο για να σκεφτεί την ονειρεμένη σχέση, την τακτοποίηση,τα δάνεια, το σπιτικό με μια...εντελώς αδελφή, ένα gay, με τα λόγια θα παίζουμε;
Έτσι τού είχε πει: "Δεν είμαι σίγουρος για μας, Γεωργία. Μπορεί να βρω μεθαύριο μια κανονική σχέση, μια σχέση με μια γυναίκα, δεν ξέρω αν μπορώ να μείνω σε μια σχέση σαν τη δική μας για πολύ καιρό. Γιώργο, δεν είμαι ομοφυλόφιλος εγώ...μ' εμάς έτυχε επειδή είσαι τόσο όμορφος και σαγηνευτικός, ζωγραφίζεις τόσο όμορφα, έχεις το χάρισμα, δεν μπορώ παρά να σε θαυμάζω. Αλλά...".
Πόσο πολλά ήταν εκείνα τα "αλλά" του Αντώνη που άφηναν τον Γιώργο ξεκρέμαστο, να περνάει τις ώρες του μ' ένα χαρτί μπροστά του προσπαθώντας να ζωγραφίσει κάτι ή να γράψει μια μικρή ιστορία από εκείνες που τόσο αγαπούσε να γράφει. Έγραφε και όμορφες ιστοριούλες ή πάλι κανένα ποιηματάκι σαν εκείνα του Sandro Penna που είχαν επιτυχία όταν τα απήγγελε στην παρέα τους κι όλοι ήξεραν ότι κάθε στίχος μιλάει για τον Αντώνη.
Ο Αντώνης πάλι ούτε ένα στιχάκι δεν είχε αφιερώσει ποτέ στον Γιώργο που είχε διαβάσει και ξαναδιαβάσει τα ποιήματά του και τα έβρισκε κάθε φορά "πιό υπέροχα!" από τις άλλες φορές.
Καμμιά φορά,διαβάζοντας μερικές αράδες του Αντώνη, ένιωθε τέτοια ευχαρίστηση που έπαιρνε βαθιά εισπνοή σηκώνοντας τούς τεράστιους ώμους του, έκλεινε τα μάτια κι επαναλάμβανε τους στίχους.
Με το πέρασμα τού χρόνου ο Γιώργος άρχισε να φτωχαίνει από ιδέες κι έβλεπε πως ο καιρός περνούσε, εκείνος δεν έγραφε πιά ούτε κανένα σκόρπιο στιχάκι για να το προσφέρει στο ταίρι του.
Συνέχιζε τις βόλτες του, συνήθως στο Θησείο, καθόταν στο τοιχάκι κοντά στο σταθμό τού ηλεκτρικού και παρατηρούσε τον υπόλοιπο κόσμο. Χαμογελούσε ασυναίσθητα όταν η ματιά του έπεφτε πάνω σε καμμιά μαθήτρια που έτρεχε γελώντας προς κάποιο νεαρό κι ύστερα οι δυο τους απομακρύνονταν μέσα στην οικεία πιά σ' αυτόν μωβ αίγλη, που άλλοτε γινόταν κόκκινη φωτιά κι άλλοτε κατάλευκο φως.
Καταχνιά και ερημιά γίνονταν όλα τότε. Θυμόταν, από τη Ρουμάνα μητέρα του, τη λέξη για την "καταχνιά της ψυχής": pustiu...
"Πούστης και pustiu..." έλεγε μέσα του.
Ήταν σε κάποιον από αυτούς τους περιπάτους που, βήμα-βήμα, δρόμο με δρόμο, δάκρυ στο δάκρυ, μια μέρα σκόνταψε στην πραγματικότητα που του έλεγε σκληρά μα και ρομαντικά πως τα χρώματα της αγάπης, οι μωβ αύρες της, οι στίχοι της κι οι αγκαλιές της, δεν ήταν μοιρασμένες ομοιόμορφα σε όλους κι ίσως εκείνος να 'μενε για πάντα ένας θεατής τους.
Ένας θεατής μονάχος σε έναν άδειο κινηματογράφο, βλέποντας ένα φιλμ όπου ό,τι πιό όμορφο υπάρχει στη ζωή παίζεται ανάμεσα σε ένα δυνατό άντρα που γελά γοητευτικά και μια νεαρά που κλαίει με το όμορφο πρόσωπο της χωμένο ανάμεσα σε δυό μαξιλάρια.
21 Φεβρουαρίου, 2010
Μια αλλόκοτη περίοδος στη ζωή του κ. Α.
Ήταν στ' αλήθεια η ταλαιπωρημένη ψυχούλα του νεκρού αδελφού τού κ. Α που είχε αρχίσει εκείνο το περίεργο πάρε δώσε μαζί του ή ο κ. Α. αποτελούσε μια ακόμη περίπτωση από αυτές που οι ειδικοί ονομάζουν "ψυχωτική διαταραχή";
Οι διηγήσεις ,εν συντομία, είχαν ως εξής - αν και κανείς δεν τις πίστεψε ποτέ στο ακέραιο χωρίς να εκφράσει κάποια δυσπιστία ή να κουνήσει το κεφάλι του απαξιωτικά :
Ο αδελφός του κ. Α, Φίλιππος, ζούσε σχετικά απομονωμένος με τη σύζυγό του ήδη τρία χρόνια πριν αρρωστήσει από μια εξαιρετικά κακοήθη νόσο των λεμφαδένων η οποία στη διαδρομή της τον κατέβαλε σωματικά αλλά και ψυχικά. Από τη μία ζούσε έχοντας μια πάθηση που σπάνια έχει καλή έκβαση κι απ' την άλλη η πορεία της νόσου κάθε τόσο υποσχόταν, βοηθούντων και των γιατρών, πλήρη ίαση. Μετά από λίγες εβδομάδες η νόσος έδειχνε πάλι απειλητικά τα δόντια της.
Ίσως εκτός από "κακοήθης" της ταίριαζε κι ο χαρακτηρισμός "ύπουλη". Κάποια στιγμή εξαντλήθηκαν οι θεραπευτικές μέθοδοι καθώς και η υπομονή του πάσχοντα. Έτσι η επόμενη υποτροπή δεν άφηνε περιθώρια για ελπίδες μιας οριστικής ίασης. Μόνο σε μερικά διαλείμματα υφέσεων ανάμεσα σε επώδυνες μακροχρόνιες εξάρσεις μπορούσε να ελπίζει ο άνθρωπος εκείνος.
Το ανδρόγυνο εικάζεται πως πήρε γρήγορες αποφάσεις: ο Φίλιππος, θα έβαζε τέλος στη ζωή του για ευνόητους λόγους και η γυναίκα του, η Μ., ταυτόχρονα θα τον ακολουθούσε μη έχοντας ούτε άλλα στηρίγματα στη ζωή ούτε και τη διάθεση να ξαναφτιάξει τη ζωή της, όπως συνηθίζεται να λένε σήμερα. Τις τελευταίες ημέρες πριν το διπλό απεγνωσμένο διάβημα, όπως μαρτυρούσαν τα ευρήματα στο διαμέρισμά τους (του οποίου η πόρτα παραβιάστηκε πέντε μέρες αργότερα), επικρατούσε μια ατμόσφαιρα παραφροσύνης και ήταν φανερό πως η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο τής λογικής.
Αντικείμενα αγορασμένα χωρίς να έχουν καμία λογική χρησιμότητα και άλλα που φανερά παρέπεμπαν σε ακραίες συμπεριφορές ήταν αφημένα μέσα στο μικρό τριάρι εδώ κι εκεί. Όλων των μεγεθών ζευγάρια από μαχαίρια βρέθηκαν στην κουζίνα άθικτα στις συσκευασίες τους. Πλήθος φαρμάκων ασχέτων με την πάθηση του Φ. σκέπαζε επιφάνειες ολόκληρες, όπως το κρεβάτι τους και τα τραπέζια του σπιτιού. Όπου δεν υπήρχαν τέτοια σκεύη ο χώρος καταλαμβανόταν από συλλογές CD που την εποχή εκείνη μοίραζαν οι εφημερίδες.
Στα σημειώματα που βρέθηκαν όταν άνοιξε η αστυνομία τη μέρα εκείνη-μέσα σε μια ανυπόφορη δυσωδία το σπίτι- ανακαλύπτει κανείς μεγαλύτερο ενδιαφέρον: υπήρχαν αναλυτικές αναφορές όχι μόνο για την επιλογή του τρόπου της αυτοχειρίας αλλά και για τη λεπτομερή διευθέτηση σε κάθε περίπτωση των αντικειμένων μέσα στα δωμάτια καθώς και για τις συνέπειες που θα είχε το εγχείρημά τους στις διαδικασίες της ταφής. Δεν παρέλειψαν να ζητήσουν και την κατανόηση από το άμεσο περιβάλλον τους εκθέτοντας τους λόγους που τούς οδήγησαν σ' αυτό που έκαναν. Υπήρξαν αρκετά καθησυχαστικοί αναφέροντας ότι προορισμός τους ήταν "ένας καλύτερος κόσμος".
Επίσης έγιναν γραπτές νύξεις σε σκόρπια σημειώματα, στα οποία ο γραφικός χαρακτήρας παρουσίαζε μια εμφανή μεταβλητότητα, γύρω από το κατά πόσο αυτή η πράξη τους θα επηρέαζε τη στάση του Θεού απέναντί τους όταν θα Τον συναντούσαν. Αυτή η έγνοια φανερώθηκε κι από το γεγονός ότι ανάμεσα στα άψυχα σώματά τους, εκτός από τα διάφορα σύνεργα, βρέθηκε και μία εικόνα του Αρχιεπισκόπου που εκείνη την εποχή είχε μεγάλη επιτυχία κι ετύγχανε εκτιμήσεως και δέους από τους πιστούς. Όχι πως επρόκειτο για θρησκευόμενα άτομα αλλά η Εκκλησία εκείνα τα χρόνια είχε πείσει σχεδόν τους πάντες πως λιγάκι επιείκεια θα υπήρχε για όλους από τον Παντοδύναμο.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, στο περιστατικό αυτό συμμετέχουν τα εξής πρόσωπα: Φίλιππος, ο αυτόχειρας και Μαρία, η σύζυγος του αυτόχειρα και επίσης αυτόχειρας. Επίσης και βεβαίως ο κ. Α. ( ο αδελφός του Φίλιππου) που μας απασχολεί όπως θα έκανε καθείς ο οποίος παρουσιάζεται άλλοτε ως τραγικός πρωταγωνιστής κι άλλοτε ως νους ανισόρροπος, μυθοπλάστης, ακόμη και βαριά ψυχικά άρρωστος. Μην παραλείψουμε όμως και το γεγονός ότι ο κ. Α. βρήκε τις δύο σορούς σε αρχόμενη αποσύνθεση. Οι αστυνομικοί τουλάχιστον, μπαίνοντας στο διαμέρισμα, σχεδόν αμέσως, έκαναν μεταβολή και βγήκαν πάλι εξ αιτίας του αποτρόπαιου θεάματος και της έντονης κακοσμίας που συνάντησαν στο χώρο.
Ουσιώδη ζητήματα λοιπόν δικαίως προέκυψαν πολλά όσον αφορά την εγκυρότητα της μαρτυρίας του κ. Α. που ισχυρίστηκε αργότερα με επιμονή ότι υπάρχει «μια σταθερή ακολουθία από συναντήσεις» με τον νεκρό πλέον αδελφό του.
Υποστηρίζει λοιπόν ο Α. ότι οι συναντήσεις αυτές κατά περιόδους λαμβάνουν χώρα ακόμα και σε καθημερινή βάση είτε στο σπίτι του είτε και έξω από αυτό. Το περιεχόμενό τους είναι αναδρομές στο παρελθόν, πολλάκις με αναφορές στις κοινές δραστηριότητες των δυο αδελφών στα παιδικά τους χρόνια. Τα ανέμελα παιχνίδια πού σκάρωναν, τις ζημιές στο πατρικό σπίτι, τη συνθηματική γλώσσα πού μιλούσαν οι δύο τους, ένα μείγμα ελληνικών και ιταλικών λέξεων πού κανείς άλλος δε θα μπορούσε ποτέ ν’ αντιληφθεί.
Άλλοτε πάλι γίνονται σύντομες, μελαγχολικές συζητήσεις γύρω από το παρόν του Α που αφορούν το επικείμενο διαζύγιό του. Συζητιόνταν πάλι από την αρχή οι αντιρρήσεις του ενός αδελφού σε σχέση με το γάμο του άλλου. Μερικές φορές ο Φ. επιπλήττει τον Α. εξ αιτίας των επιπόλαιων επιλογών του σε τόσο σημαντικά ζητήματα της ζωής. Φοβισμένος ο Α. μιλάει για εκρήξεις θυμού από την πλευρά του Φιλίππου όποτε αυτός εμφανίζεται ως χαιρέκακο πνεύμα το οποίο δεν τρέφει κανένα απολύτως θετικό συναίσθημα όχι μόνο για τη ζωή πού αναγκάσθηκε να αφήσει αλλ’ ούτε και για τους ίδιους του τους γονείς. Δεν μπορεί να ελέγξει το θυμό του προς αυτούς καθ’ όσον αυτοί έπρεπε να αποχωρήσουν από τη ζωή πολύ πριν από αυτόν.
Αυτές οι εκρήξεις οργής οδηγούσαν στον τερματισμό της εκάστοτε «συνομιλίας» των δύο αδελφών. Τότε το ύφος του Φιλίππου αγριεύει, ξεσπά σε κλάματα, αλλάζει όψη και τέλος η τρόπον τινά συμπαγής παρουσία του εξαχνώνεται και διαχέεται στον αέρα τρυπώνοντας σε παλιά φρακαρισμένα συρτάρια ή στις σωληνώσεις των καλοριφέρ για να επανεμφανισθεί μετά από δυο ή τρεις ημέρες σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Στο ενδιάμεσο οι θόρυβοι μέσα στις σωληνώσεις και τα άλλα δυσπρόσιτα μέρη του σπιτιού του Α. συνεχίζονται σαν μια συνήθης ενόχληση, χωρίς να αποτελούν κάτι το άξιο λόγου γι αυτόν. Ίσα- ίσα τον βοηθούν να έχει ένα ήρεμο ύπνο, μας εξομολογείται απορημένος.
Ισχυρίζεται επίσης ο Α. ότι επί μια ολόκληρη εβδομάδα από τη μέρα του θανάτου του αδελφού του, συνέχιζε να λαμβάνει στο κινητό του τηλέφωνο τα συνήθη γραπτά μηνύματα πού ελάμβανε από τη συσκευή τού Φ. ενόσω εκείνος ήταν ζωντανός. Τεχνικώς το πρόβλημα δεν εξηγήθηκε ποτέ. Θυμηδία και πειράγματα προκάλεσαν οι περιγραφές του Α στους ερωτηθέντες τεχνικούς της κινητής τηλεφωνίας. Δεν επρόκειτο πάντως περί γραπτών μηνυμάτων προγραμματισμένων να αποσταλούν σε προκαθορισμένο χρόνο. Κι έπειτα ήσαν μηνύματα που συναντούσαν τις σκέψεις και τα ερωτηματικά του Α. σχεδόν τη στιγμή που αυτά προέκυπταν!
Ο τελευταίος φρόντιζε μόνον να βρίσκεται διαρκώς σε φόρτιση το συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο για τον αριθμό του οποίου πάντως δεν ξαναστάλθηκε λογαριασμός από τη στιγμή που η σύνδεση διακόπηκε μετά από αίτηση της μητέρας τους εσπευσμένα και χωρίς να ερωτηθεί πρώτα ο Α . Ο ίδιος αρνείται ότι συμμετείχε στη διαδικασία αυτή στέλνοντας κι εκείνος γραπτά μηνύματα προς το κινητό τηλέφωνο του αδελφού του. Αυτό όμως δεν θα ήταν απίθανο μιας κι ο Α. έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στη γνώμη τού αδελφού του τον οποίο θεωρούσε πιο "θετικό" άτομο από τον ίδιο αν και ο αποβιώσας ήταν ο μικρότερος εκ των δύο. Πάντοτε ζητούσε τη γνώμη του κι ίσως στην περίπτωση αυτή να θέλησε να δοκιμάσει κάτι τέτοιο. Το αλλόκοτο του πράγματος έκανε πολλούς να θεωρήσουν παράφρονα τον Α. και μερικούς άλλους να τον βλέπουν απλά σαν πολύ-πολύ στενοχωρημένο.
Θα ήταν πάντως φυσικό να θέλει να μάθει την επιθυμία του Φ.- τουλάχιστον όσον αφορά τις απαντήσεις που θα έδινε σε φίλους και γνωστούς οι οποίοι περίεργοι θα ρωτούσαν τι απέγινε ξαφνικά με το ζεύγος εκείνο. Φοβόταν να πάρει την πρωτοβουλία και να εξιστορήσει την πάσα αλήθεια. Ίσως να ήταν προτιμητέο από τούς άμεσα εμπλεκόμενους κάποιο ψέμα που όμως να μην απέχει και τόσο πολύ από την αλήθεια.
Ήξερε ότι ο Φ. ήταν εξοργισμένος με τη μητέρα τους, μια Καθολική μεσοαστή δασκάλα από τη Νάπολη , η οποία είχε ήδη αρχίσει να διαδίδει τις δικές της εκδοχές γύρω από την τύχη των δύο. Εκδοχές που δεν θα πλήγωναν πολύ το γόητρο της οικογενείας.
Σπουδαίο γόητρο… μεσοαστική οικογένεια, από το 1968 στον Πειραιά, εκεί στο Πασαλιμάνι.
Πιο πολύ στην πατρική της οικογένεια απέφευγε να πει την…επαίσχυντη αλήθεια η μητέρα τους.
Θέλοντας να αποφύγει τη ντροπή διέδιδε ότι το ζευγάρι έμεινε στον τόπο σε τροχαίο, από απροσεξία , χωρίς να σκεφθεί ότι κάποτε θα μαθευόταν η αλήθεια.
Όσον αφορά τον πατέρα του, μας διηγείται ο Α., τα συναισθήματα του αδελφού του ήταν εξ αρχής εχθρικά λόγω της ανέκαθεν απαράδεκτης συμπεριφοράς του ως πατέρα. Έτσι δεν υπήρχε περιθώριο μεγάλης επιδείνωσης.
Η ταύτιση των δυο αδελφών (του ζώντος και του αποθανόντος) πάνω στα ζητήματα αυτά ήταν πλήρης. Είχε τη δύναμη ο ένας να πείθει τον άλλο ή ο τρόπος που έβλεπαν τα πράγματα ήταν ένας και ο αυτός; Τι έκανε όμως τους τελευταίους τρεις μήνες τον Φ. τόσο δύστροπο ώστε ο Α. να προβληματίζεται από τις συναντήσεις τους και να προσπαθεί όσο μπορεί να τις αραιώνει ή και να τις αποφεύγει ει δυνατόν;
"Ρώτησα, όπως θα έκανε ο καθένας… αν μπορούσα με κάποιο τρόπο να αλλάξω αυτό το κάτι που κάνει τις συναντήσεις μας ανυπόφορα… στενάχωρες. Προσπάθησα αδέξια να… ελαφρύνω το κλίμα. Ανόητες ερωτήσεις έκανα. Η οργή του… για πρώτη φορά έπλεκε γύρω μου ένα δίχτυ τρόμου. Αισθάνθηκα πως τραύλιζα. Αμήχανος ρώτησα αν είναι σε θέση να ξέρει κάτι για τη σύζυγό του. Να…αναρωτιόμουν αν κι αυτή είχε κάποια… παρόμοια επικοινωνία με κανέναν ζωντανό ή μήπως η δική μας περίπτωση ήταν η μοναδική.", ψέλλισε ο Α. όντας ακόμα υπό το κράτος του φόβου και συνέχισε:
"Θεέ μου, ήμουν έτοιμος να του ζητήσω γιατί δεν εμφανίζεται ποτέ μαζί του και η Μαρία, η νύφη μου…λες και θα τους καλούσα σε κάποιο συνηθισμένο τραπέζωμα ένα Κυριακάτικο μεσημέρι, μέχρι πού ο Φ. με διέκοψε απότομα λέγοντάς μου πως ο άλλος κόσμος -που τον είχε για καλύτερο από τούτον- δεν προβλέπει συναντήσεις μεταξύ πρώην συζύγων που αποβίωσαν αγαπημένοι. Το ίδιο απίθανο είναι να ξαναβρεθούν δύο σύζυγοι αγαπημένοι όσο και δύο σύζυγοι που ο ένας έσφαξε τον άλλον", μου τόνισε ορθά-κοφτά.
"Τόσο πολύ την αγαπήσατε εσύ κι η μάνα μας, ώστε να θέλετε να την ξαναδείτε;" είπε το πνεύμα ειρωνικά.
Ο Α. κατά την προσφιλή του συνήθεια είχε αρχίσει να κρατά σημειώσεις γύρω από αυτά τα γεγονότα. Ένα ημερολόγιο, θα λέγαμε, με το τι ειπώθηκε, με τη διάρκεια των συναντήσεων, με τη διάθεση που του έμενε μετά τις συζητήσεις. Το ημερολόγιο αυτό είχε εμπλουτισθεί και με τις υποθέσεις πού ο φίλος μας είχε αρχίσει να κάνει όσον αφορά το μέρος στο οποίο υποτίθετο ότι κινείται ο αδελφός του βγάζοντας και λίγο το λογοτεχνικό του απωθημένο:
"Γαλάζιο μέρος φιλοξενεί το αίμα μου
κι εκείνο ανυπόμονο εμένα περιμένει."
Σ’ αυτή την ιστορία δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κ. Α. είναι κάποιος ο οποίος πάντα βαυκαλιζόταν πως έχει ταλέντο συγγραφέως. Ανέτρεξε λοιπόν σε παλαιότερες μνήμες που του είχαν κεντρίσει την εμμονή προς το μεταφυσικό:
Θυμήθηκε, μας λέει, ότι τη στιγμή που ο παππούς τους ξεψυχούσε πια -μια εικοσαριά χρόνια πριν- στράφηκε προς τα δυο του εγγόνια και είπε τις τελευταίες φράσεις της ζωής του.
Ενώ λοιπόν στον Α. είχε αφήσει μια αόριστη συμβουλή, στον Φ. είχε πει κατά λέξη: "Αχ, εσύ παιδί μου Φίλιππε…να ‘ξερες τι σε περιμένει στη ζωή σου!" Τότε τα δυο νέα αδέλφια δεν είχαν δώσει σπουδαία προσοχή στα λόγια του παππού τους παρά μόνο, όταν θυμόντουσαν τα λόγια εκείνα, το 'ριχναν στην πλάκα.
Όμως δεν είχαν δώσει σημασία και στο γεγονός ότι ο Κρητικός παππούς, πριν καταπέσει από τα γηρατειά, είχε επιβλέψει αυτοπροσώπως την έγερση τής μικρής εκκλησίας, μέσα στο αγρόκτημά του, με το όνομα "Άγιος Φίλιππος" . Όλα αυτά τα κάποτε ασήμαντα έπαιρναν τώρα άλλες διαστάσεις στο μυαλό του Α.:
Πρόβλεψη; Να ήταν μια πρόβλεψη από εκείνες που οι θνήσκοντες ξεστομίζουν καμιά φορά αλλά κανείς δεν τις προσέχει;
Για ένα χρονικό διάστημα δυο ή τριών μηνών οι αφηγήσεις τού Α. έφταναν σε μένα μέσω άλλων που ήταν πιο κοντινοί φίλοι του. Μου τα μετέφεραν χαρτί και καλαμάρι κυρίως επειδή με θεωρούσαν ψυχραιμότερο όλων στο περιβάλλον. Αποστασιοποιημένο βασικά με θεωρούσαν αλλά με μεγάλο νοιάξιμο για τον Α.
Μετά τις ακρότητες λοιπόν που προμήνυαν κατάρρευση σε όλα τα επίπεδα ο Α επισκέφτηκε, μετά από παρότρυνση δυο άλλων φίλων του, κάποιον ψυχίατρο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο καλύτερος είναι αυτός (ίσως κι ο μόνος) που γνωρίζει κάποιος στο περιβάλλον μας.
Κι αυτοί οι άνθρωποι πια… αντί να πουν δυο τρεις κουβέντες σού δίνουν μια συνταγή με τα Allaxoskepsol των 4mg (1x3), Iremoypnol των 2mg (1το βράδυ), Miseperniapokatol των 200mg (1x3) και σού λένε πως σε 15-20 μέρες θα είσαι καλά. «Τότε αρχίζει το φάρμακο να κάνει δράση!»
Στον Α δεν «έπιασε» η θεραπεία. Ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη. "Νοσηλεία" του είπαν "για λίγες μέρες-τώρα δε θεωρείται πια στίγμα- και θα τελειώνεις πιο γρήγορα, να συνεχίσεις τη ζωή σου…Έχεις ένα διαζύγιο να διεκπεραιώσεις, ένα παιδί να φροντίσεις. Πρέπει να σταθείς στα πόδια σου!"
Η μεταφορά του Α. στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική, κάπου στα Βόρεια Προάστια έγινε πιο εύκολα από ό,τι αναμενόταν. Είχε πει σε μένα ότι δεν τον νοιάζει πού τον πάνε γιατί δεν άφηνε τίποτα πίσω του. Τα είχε όλα μαζί του, μέσα του: τις φωνές, τις συζητήσεις ακόμα και το μικρό τηλεφωνάκι του Φίλιππου το κρατούσε στα ιδρωμένα του χέρια.
Εκεί, παρά τη σαστιμάρα του, επανέλαβε στο ιατρικό προσωπικό όλα τα καθέκαστα και οι γιατροί τον έβαλαν σ’ ένα θάλαμο με άλλον έναν ασθενή, περίπου συνομήλικό του ο οποίος τον καλοδέχτηκε και άρχισαν να ανταλλάσσουν καμιά κουβεντούλα από το πρώτο κιόλας βράδυ!
Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες. Όλο μαζί τους έβλεπες να κάνουν βόλτες στους διαδρόμους και το προαύλιο.
"Με βάλανε μαζί με ένα μουγκό" μού είπε σε κάποια τηλεφωνική επικοινωνία μας κι αυτός ήταν ο λόγος που πήγα να ζητήσω από τους γιατρούς, αν ήταν δυνατόν, να του βρουν άλλο…πιο καλό συγκάτοικο. Να μπορεί να μιλάει ο άνθρωπος, "να τα βγάζει από μέσα του".
Ο υπεύθυνος, έκπληκτος, απάντησε ότι ο Σταύρος κάθε άλλο παρά μουγκός ήταν. Μας τον έφερε κιόλας να το διαπιστώσουμε και μόνοι μας:
- Ορίστε! Μουγκός; Ο Σταύρος είναι λογορροϊκότατος, σε μανιακή φάση και με θρησκευτικό παραλήρημα.
Εκνευρισμένος ρώτησα αργότερα τον Α. γιατί μου είπε ψέματα για τον … συγκάτοικό του κι εκείνος, παίρνοντάς με κατά μέρος, μου είπε συνωμοτικά: Είναι μουγκός! Αυτό είναι και το επώνυμό του. Μουγκός. Μουγκός Σταύρος, ακούς;
-Μη γελιέσαι, μου λέει, είναι φανερό ότι ο άνθρωπος δε μιλάει!
-Τότε πως συζητάτε, ρε Α; Αφού σας είδα να τα λέτε και μάλιστα να γελάτε κιόλας!
-Δε σου λέει τίποτα το ότι είναι μουγκός κι όμως μιλάει και με καταλαβαίνει μια χαρά;
-Όχι, τι να μου λέει; Πως γίνεται;
-Μα δε μιλάει με τη δική του φωνή. Δεν άκουσες τη φωνή του; Αυτή είναι η φωνή του Φίλιππου! Ο μπαγάσας ο Φίλιππος βρήκε τρόπο να μου μιλάει κι εδώ! Να σκεφτείς ότι αναγνώρισε και το κινητό του που το είχα μαζί μου κι αφού δεν το χρειάζομαι πια του το έδωσα. Έκανα και καλή εντύπωση στο γιατρό με την πράξη μου αυτή. "Δείγμα βελτιώσεως", είπε !
Αν θυμάμαι καλά, ήταν η τελευταία φορά που τον επισκέφθηκα. Η τελευταία εικόνα του που έχω στο μυαλό είναι η βιαστική μεταβολή που έκανε και το αργό βήμα του προς τον Σταύρο που μονολογούσε μερικά μέτρα πιο πέρα κοιτώντας τον ουρανό. Ύστερα απομακρύνθηκαν κι οι δυο χειρονομώντας και γελώντας, λες και γνωρίζονταν χρόνια.
Βγαίνοντας από την πύλη της κλινικής, για κλάσματα δευτερολέπτου, ένιωσα πως δεν υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή πια ο Α. μόνος του, χωρίς παρέα. Κι ίσως και στον κόσμο ολόκληρο, έτσι πίστεψα για λίγο -μα για πολύ λίγο- δεν υπάρχει καμιά ύπαρξη, καμιά ταλαιπωρημένη ψυχούλα που να περιπλανιέται μόνη της για πάντα.
Οι διηγήσεις ,εν συντομία, είχαν ως εξής - αν και κανείς δεν τις πίστεψε ποτέ στο ακέραιο χωρίς να εκφράσει κάποια δυσπιστία ή να κουνήσει το κεφάλι του απαξιωτικά :
Ο αδελφός του κ. Α, Φίλιππος, ζούσε σχετικά απομονωμένος με τη σύζυγό του ήδη τρία χρόνια πριν αρρωστήσει από μια εξαιρετικά κακοήθη νόσο των λεμφαδένων η οποία στη διαδρομή της τον κατέβαλε σωματικά αλλά και ψυχικά. Από τη μία ζούσε έχοντας μια πάθηση που σπάνια έχει καλή έκβαση κι απ' την άλλη η πορεία της νόσου κάθε τόσο υποσχόταν, βοηθούντων και των γιατρών, πλήρη ίαση. Μετά από λίγες εβδομάδες η νόσος έδειχνε πάλι απειλητικά τα δόντια της.
Ίσως εκτός από "κακοήθης" της ταίριαζε κι ο χαρακτηρισμός "ύπουλη". Κάποια στιγμή εξαντλήθηκαν οι θεραπευτικές μέθοδοι καθώς και η υπομονή του πάσχοντα. Έτσι η επόμενη υποτροπή δεν άφηνε περιθώρια για ελπίδες μιας οριστικής ίασης. Μόνο σε μερικά διαλείμματα υφέσεων ανάμεσα σε επώδυνες μακροχρόνιες εξάρσεις μπορούσε να ελπίζει ο άνθρωπος εκείνος.
Το ανδρόγυνο εικάζεται πως πήρε γρήγορες αποφάσεις: ο Φίλιππος, θα έβαζε τέλος στη ζωή του για ευνόητους λόγους και η γυναίκα του, η Μ., ταυτόχρονα θα τον ακολουθούσε μη έχοντας ούτε άλλα στηρίγματα στη ζωή ούτε και τη διάθεση να ξαναφτιάξει τη ζωή της, όπως συνηθίζεται να λένε σήμερα. Τις τελευταίες ημέρες πριν το διπλό απεγνωσμένο διάβημα, όπως μαρτυρούσαν τα ευρήματα στο διαμέρισμά τους (του οποίου η πόρτα παραβιάστηκε πέντε μέρες αργότερα), επικρατούσε μια ατμόσφαιρα παραφροσύνης και ήταν φανερό πως η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο τής λογικής.
Αντικείμενα αγορασμένα χωρίς να έχουν καμία λογική χρησιμότητα και άλλα που φανερά παρέπεμπαν σε ακραίες συμπεριφορές ήταν αφημένα μέσα στο μικρό τριάρι εδώ κι εκεί. Όλων των μεγεθών ζευγάρια από μαχαίρια βρέθηκαν στην κουζίνα άθικτα στις συσκευασίες τους. Πλήθος φαρμάκων ασχέτων με την πάθηση του Φ. σκέπαζε επιφάνειες ολόκληρες, όπως το κρεβάτι τους και τα τραπέζια του σπιτιού. Όπου δεν υπήρχαν τέτοια σκεύη ο χώρος καταλαμβανόταν από συλλογές CD που την εποχή εκείνη μοίραζαν οι εφημερίδες.
Στα σημειώματα που βρέθηκαν όταν άνοιξε η αστυνομία τη μέρα εκείνη-μέσα σε μια ανυπόφορη δυσωδία το σπίτι- ανακαλύπτει κανείς μεγαλύτερο ενδιαφέρον: υπήρχαν αναλυτικές αναφορές όχι μόνο για την επιλογή του τρόπου της αυτοχειρίας αλλά και για τη λεπτομερή διευθέτηση σε κάθε περίπτωση των αντικειμένων μέσα στα δωμάτια καθώς και για τις συνέπειες που θα είχε το εγχείρημά τους στις διαδικασίες της ταφής. Δεν παρέλειψαν να ζητήσουν και την κατανόηση από το άμεσο περιβάλλον τους εκθέτοντας τους λόγους που τούς οδήγησαν σ' αυτό που έκαναν. Υπήρξαν αρκετά καθησυχαστικοί αναφέροντας ότι προορισμός τους ήταν "ένας καλύτερος κόσμος".
Επίσης έγιναν γραπτές νύξεις σε σκόρπια σημειώματα, στα οποία ο γραφικός χαρακτήρας παρουσίαζε μια εμφανή μεταβλητότητα, γύρω από το κατά πόσο αυτή η πράξη τους θα επηρέαζε τη στάση του Θεού απέναντί τους όταν θα Τον συναντούσαν. Αυτή η έγνοια φανερώθηκε κι από το γεγονός ότι ανάμεσα στα άψυχα σώματά τους, εκτός από τα διάφορα σύνεργα, βρέθηκε και μία εικόνα του Αρχιεπισκόπου που εκείνη την εποχή είχε μεγάλη επιτυχία κι ετύγχανε εκτιμήσεως και δέους από τους πιστούς. Όχι πως επρόκειτο για θρησκευόμενα άτομα αλλά η Εκκλησία εκείνα τα χρόνια είχε πείσει σχεδόν τους πάντες πως λιγάκι επιείκεια θα υπήρχε για όλους από τον Παντοδύναμο.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, στο περιστατικό αυτό συμμετέχουν τα εξής πρόσωπα: Φίλιππος, ο αυτόχειρας και Μαρία, η σύζυγος του αυτόχειρα και επίσης αυτόχειρας. Επίσης και βεβαίως ο κ. Α. ( ο αδελφός του Φίλιππου) που μας απασχολεί όπως θα έκανε καθείς ο οποίος παρουσιάζεται άλλοτε ως τραγικός πρωταγωνιστής κι άλλοτε ως νους ανισόρροπος, μυθοπλάστης, ακόμη και βαριά ψυχικά άρρωστος. Μην παραλείψουμε όμως και το γεγονός ότι ο κ. Α. βρήκε τις δύο σορούς σε αρχόμενη αποσύνθεση. Οι αστυνομικοί τουλάχιστον, μπαίνοντας στο διαμέρισμα, σχεδόν αμέσως, έκαναν μεταβολή και βγήκαν πάλι εξ αιτίας του αποτρόπαιου θεάματος και της έντονης κακοσμίας που συνάντησαν στο χώρο.
Ουσιώδη ζητήματα λοιπόν δικαίως προέκυψαν πολλά όσον αφορά την εγκυρότητα της μαρτυρίας του κ. Α. που ισχυρίστηκε αργότερα με επιμονή ότι υπάρχει «μια σταθερή ακολουθία από συναντήσεις» με τον νεκρό πλέον αδελφό του.
Υποστηρίζει λοιπόν ο Α. ότι οι συναντήσεις αυτές κατά περιόδους λαμβάνουν χώρα ακόμα και σε καθημερινή βάση είτε στο σπίτι του είτε και έξω από αυτό. Το περιεχόμενό τους είναι αναδρομές στο παρελθόν, πολλάκις με αναφορές στις κοινές δραστηριότητες των δυο αδελφών στα παιδικά τους χρόνια. Τα ανέμελα παιχνίδια πού σκάρωναν, τις ζημιές στο πατρικό σπίτι, τη συνθηματική γλώσσα πού μιλούσαν οι δύο τους, ένα μείγμα ελληνικών και ιταλικών λέξεων πού κανείς άλλος δε θα μπορούσε ποτέ ν’ αντιληφθεί.
Άλλοτε πάλι γίνονται σύντομες, μελαγχολικές συζητήσεις γύρω από το παρόν του Α που αφορούν το επικείμενο διαζύγιό του. Συζητιόνταν πάλι από την αρχή οι αντιρρήσεις του ενός αδελφού σε σχέση με το γάμο του άλλου. Μερικές φορές ο Φ. επιπλήττει τον Α. εξ αιτίας των επιπόλαιων επιλογών του σε τόσο σημαντικά ζητήματα της ζωής. Φοβισμένος ο Α. μιλάει για εκρήξεις θυμού από την πλευρά του Φιλίππου όποτε αυτός εμφανίζεται ως χαιρέκακο πνεύμα το οποίο δεν τρέφει κανένα απολύτως θετικό συναίσθημα όχι μόνο για τη ζωή πού αναγκάσθηκε να αφήσει αλλ’ ούτε και για τους ίδιους του τους γονείς. Δεν μπορεί να ελέγξει το θυμό του προς αυτούς καθ’ όσον αυτοί έπρεπε να αποχωρήσουν από τη ζωή πολύ πριν από αυτόν.
Αυτές οι εκρήξεις οργής οδηγούσαν στον τερματισμό της εκάστοτε «συνομιλίας» των δύο αδελφών. Τότε το ύφος του Φιλίππου αγριεύει, ξεσπά σε κλάματα, αλλάζει όψη και τέλος η τρόπον τινά συμπαγής παρουσία του εξαχνώνεται και διαχέεται στον αέρα τρυπώνοντας σε παλιά φρακαρισμένα συρτάρια ή στις σωληνώσεις των καλοριφέρ για να επανεμφανισθεί μετά από δυο ή τρεις ημέρες σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Στο ενδιάμεσο οι θόρυβοι μέσα στις σωληνώσεις και τα άλλα δυσπρόσιτα μέρη του σπιτιού του Α. συνεχίζονται σαν μια συνήθης ενόχληση, χωρίς να αποτελούν κάτι το άξιο λόγου γι αυτόν. Ίσα- ίσα τον βοηθούν να έχει ένα ήρεμο ύπνο, μας εξομολογείται απορημένος.
Ισχυρίζεται επίσης ο Α. ότι επί μια ολόκληρη εβδομάδα από τη μέρα του θανάτου του αδελφού του, συνέχιζε να λαμβάνει στο κινητό του τηλέφωνο τα συνήθη γραπτά μηνύματα πού ελάμβανε από τη συσκευή τού Φ. ενόσω εκείνος ήταν ζωντανός. Τεχνικώς το πρόβλημα δεν εξηγήθηκε ποτέ. Θυμηδία και πειράγματα προκάλεσαν οι περιγραφές του Α στους ερωτηθέντες τεχνικούς της κινητής τηλεφωνίας. Δεν επρόκειτο πάντως περί γραπτών μηνυμάτων προγραμματισμένων να αποσταλούν σε προκαθορισμένο χρόνο. Κι έπειτα ήσαν μηνύματα που συναντούσαν τις σκέψεις και τα ερωτηματικά του Α. σχεδόν τη στιγμή που αυτά προέκυπταν!
Ο τελευταίος φρόντιζε μόνον να βρίσκεται διαρκώς σε φόρτιση το συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο για τον αριθμό του οποίου πάντως δεν ξαναστάλθηκε λογαριασμός από τη στιγμή που η σύνδεση διακόπηκε μετά από αίτηση της μητέρας τους εσπευσμένα και χωρίς να ερωτηθεί πρώτα ο Α . Ο ίδιος αρνείται ότι συμμετείχε στη διαδικασία αυτή στέλνοντας κι εκείνος γραπτά μηνύματα προς το κινητό τηλέφωνο του αδελφού του. Αυτό όμως δεν θα ήταν απίθανο μιας κι ο Α. έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στη γνώμη τού αδελφού του τον οποίο θεωρούσε πιο "θετικό" άτομο από τον ίδιο αν και ο αποβιώσας ήταν ο μικρότερος εκ των δύο. Πάντοτε ζητούσε τη γνώμη του κι ίσως στην περίπτωση αυτή να θέλησε να δοκιμάσει κάτι τέτοιο. Το αλλόκοτο του πράγματος έκανε πολλούς να θεωρήσουν παράφρονα τον Α. και μερικούς άλλους να τον βλέπουν απλά σαν πολύ-πολύ στενοχωρημένο.
Θα ήταν πάντως φυσικό να θέλει να μάθει την επιθυμία του Φ.- τουλάχιστον όσον αφορά τις απαντήσεις που θα έδινε σε φίλους και γνωστούς οι οποίοι περίεργοι θα ρωτούσαν τι απέγινε ξαφνικά με το ζεύγος εκείνο. Φοβόταν να πάρει την πρωτοβουλία και να εξιστορήσει την πάσα αλήθεια. Ίσως να ήταν προτιμητέο από τούς άμεσα εμπλεκόμενους κάποιο ψέμα που όμως να μην απέχει και τόσο πολύ από την αλήθεια.
Ήξερε ότι ο Φ. ήταν εξοργισμένος με τη μητέρα τους, μια Καθολική μεσοαστή δασκάλα από τη Νάπολη , η οποία είχε ήδη αρχίσει να διαδίδει τις δικές της εκδοχές γύρω από την τύχη των δύο. Εκδοχές που δεν θα πλήγωναν πολύ το γόητρο της οικογενείας.
Σπουδαίο γόητρο… μεσοαστική οικογένεια, από το 1968 στον Πειραιά, εκεί στο Πασαλιμάνι.
Πιο πολύ στην πατρική της οικογένεια απέφευγε να πει την…επαίσχυντη αλήθεια η μητέρα τους.
Θέλοντας να αποφύγει τη ντροπή διέδιδε ότι το ζευγάρι έμεινε στον τόπο σε τροχαίο, από απροσεξία , χωρίς να σκεφθεί ότι κάποτε θα μαθευόταν η αλήθεια.
Όσον αφορά τον πατέρα του, μας διηγείται ο Α., τα συναισθήματα του αδελφού του ήταν εξ αρχής εχθρικά λόγω της ανέκαθεν απαράδεκτης συμπεριφοράς του ως πατέρα. Έτσι δεν υπήρχε περιθώριο μεγάλης επιδείνωσης.
Η ταύτιση των δυο αδελφών (του ζώντος και του αποθανόντος) πάνω στα ζητήματα αυτά ήταν πλήρης. Είχε τη δύναμη ο ένας να πείθει τον άλλο ή ο τρόπος που έβλεπαν τα πράγματα ήταν ένας και ο αυτός; Τι έκανε όμως τους τελευταίους τρεις μήνες τον Φ. τόσο δύστροπο ώστε ο Α. να προβληματίζεται από τις συναντήσεις τους και να προσπαθεί όσο μπορεί να τις αραιώνει ή και να τις αποφεύγει ει δυνατόν;
"Ρώτησα, όπως θα έκανε ο καθένας… αν μπορούσα με κάποιο τρόπο να αλλάξω αυτό το κάτι που κάνει τις συναντήσεις μας ανυπόφορα… στενάχωρες. Προσπάθησα αδέξια να… ελαφρύνω το κλίμα. Ανόητες ερωτήσεις έκανα. Η οργή του… για πρώτη φορά έπλεκε γύρω μου ένα δίχτυ τρόμου. Αισθάνθηκα πως τραύλιζα. Αμήχανος ρώτησα αν είναι σε θέση να ξέρει κάτι για τη σύζυγό του. Να…αναρωτιόμουν αν κι αυτή είχε κάποια… παρόμοια επικοινωνία με κανέναν ζωντανό ή μήπως η δική μας περίπτωση ήταν η μοναδική.", ψέλλισε ο Α. όντας ακόμα υπό το κράτος του φόβου και συνέχισε:
"Θεέ μου, ήμουν έτοιμος να του ζητήσω γιατί δεν εμφανίζεται ποτέ μαζί του και η Μαρία, η νύφη μου…λες και θα τους καλούσα σε κάποιο συνηθισμένο τραπέζωμα ένα Κυριακάτικο μεσημέρι, μέχρι πού ο Φ. με διέκοψε απότομα λέγοντάς μου πως ο άλλος κόσμος -που τον είχε για καλύτερο από τούτον- δεν προβλέπει συναντήσεις μεταξύ πρώην συζύγων που αποβίωσαν αγαπημένοι. Το ίδιο απίθανο είναι να ξαναβρεθούν δύο σύζυγοι αγαπημένοι όσο και δύο σύζυγοι που ο ένας έσφαξε τον άλλον", μου τόνισε ορθά-κοφτά.
"Τόσο πολύ την αγαπήσατε εσύ κι η μάνα μας, ώστε να θέλετε να την ξαναδείτε;" είπε το πνεύμα ειρωνικά.
Ο Α. κατά την προσφιλή του συνήθεια είχε αρχίσει να κρατά σημειώσεις γύρω από αυτά τα γεγονότα. Ένα ημερολόγιο, θα λέγαμε, με το τι ειπώθηκε, με τη διάρκεια των συναντήσεων, με τη διάθεση που του έμενε μετά τις συζητήσεις. Το ημερολόγιο αυτό είχε εμπλουτισθεί και με τις υποθέσεις πού ο φίλος μας είχε αρχίσει να κάνει όσον αφορά το μέρος στο οποίο υποτίθετο ότι κινείται ο αδελφός του βγάζοντας και λίγο το λογοτεχνικό του απωθημένο:
"Γαλάζιο μέρος φιλοξενεί το αίμα μου
κι εκείνο ανυπόμονο εμένα περιμένει."
Σ’ αυτή την ιστορία δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κ. Α. είναι κάποιος ο οποίος πάντα βαυκαλιζόταν πως έχει ταλέντο συγγραφέως. Ανέτρεξε λοιπόν σε παλαιότερες μνήμες που του είχαν κεντρίσει την εμμονή προς το μεταφυσικό:
Θυμήθηκε, μας λέει, ότι τη στιγμή που ο παππούς τους ξεψυχούσε πια -μια εικοσαριά χρόνια πριν- στράφηκε προς τα δυο του εγγόνια και είπε τις τελευταίες φράσεις της ζωής του.
Ενώ λοιπόν στον Α. είχε αφήσει μια αόριστη συμβουλή, στον Φ. είχε πει κατά λέξη: "Αχ, εσύ παιδί μου Φίλιππε…να ‘ξερες τι σε περιμένει στη ζωή σου!" Τότε τα δυο νέα αδέλφια δεν είχαν δώσει σπουδαία προσοχή στα λόγια του παππού τους παρά μόνο, όταν θυμόντουσαν τα λόγια εκείνα, το 'ριχναν στην πλάκα.
Όμως δεν είχαν δώσει σημασία και στο γεγονός ότι ο Κρητικός παππούς, πριν καταπέσει από τα γηρατειά, είχε επιβλέψει αυτοπροσώπως την έγερση τής μικρής εκκλησίας, μέσα στο αγρόκτημά του, με το όνομα "Άγιος Φίλιππος" . Όλα αυτά τα κάποτε ασήμαντα έπαιρναν τώρα άλλες διαστάσεις στο μυαλό του Α.:
Πρόβλεψη; Να ήταν μια πρόβλεψη από εκείνες που οι θνήσκοντες ξεστομίζουν καμιά φορά αλλά κανείς δεν τις προσέχει;
Για ένα χρονικό διάστημα δυο ή τριών μηνών οι αφηγήσεις τού Α. έφταναν σε μένα μέσω άλλων που ήταν πιο κοντινοί φίλοι του. Μου τα μετέφεραν χαρτί και καλαμάρι κυρίως επειδή με θεωρούσαν ψυχραιμότερο όλων στο περιβάλλον. Αποστασιοποιημένο βασικά με θεωρούσαν αλλά με μεγάλο νοιάξιμο για τον Α.
Μετά τις ακρότητες λοιπόν που προμήνυαν κατάρρευση σε όλα τα επίπεδα ο Α επισκέφτηκε, μετά από παρότρυνση δυο άλλων φίλων του, κάποιον ψυχίατρο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο καλύτερος είναι αυτός (ίσως κι ο μόνος) που γνωρίζει κάποιος στο περιβάλλον μας.
Κι αυτοί οι άνθρωποι πια… αντί να πουν δυο τρεις κουβέντες σού δίνουν μια συνταγή με τα Allaxoskepsol των 4mg (1x3), Iremoypnol των 2mg (1το βράδυ), Miseperniapokatol των 200mg (1x3) και σού λένε πως σε 15-20 μέρες θα είσαι καλά. «Τότε αρχίζει το φάρμακο να κάνει δράση!»
Στον Α δεν «έπιασε» η θεραπεία. Ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη. "Νοσηλεία" του είπαν "για λίγες μέρες-τώρα δε θεωρείται πια στίγμα- και θα τελειώνεις πιο γρήγορα, να συνεχίσεις τη ζωή σου…Έχεις ένα διαζύγιο να διεκπεραιώσεις, ένα παιδί να φροντίσεις. Πρέπει να σταθείς στα πόδια σου!"
Η μεταφορά του Α. στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική, κάπου στα Βόρεια Προάστια έγινε πιο εύκολα από ό,τι αναμενόταν. Είχε πει σε μένα ότι δεν τον νοιάζει πού τον πάνε γιατί δεν άφηνε τίποτα πίσω του. Τα είχε όλα μαζί του, μέσα του: τις φωνές, τις συζητήσεις ακόμα και το μικρό τηλεφωνάκι του Φίλιππου το κρατούσε στα ιδρωμένα του χέρια.
Εκεί, παρά τη σαστιμάρα του, επανέλαβε στο ιατρικό προσωπικό όλα τα καθέκαστα και οι γιατροί τον έβαλαν σ’ ένα θάλαμο με άλλον έναν ασθενή, περίπου συνομήλικό του ο οποίος τον καλοδέχτηκε και άρχισαν να ανταλλάσσουν καμιά κουβεντούλα από το πρώτο κιόλας βράδυ!
Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες. Όλο μαζί τους έβλεπες να κάνουν βόλτες στους διαδρόμους και το προαύλιο.
"Με βάλανε μαζί με ένα μουγκό" μού είπε σε κάποια τηλεφωνική επικοινωνία μας κι αυτός ήταν ο λόγος που πήγα να ζητήσω από τους γιατρούς, αν ήταν δυνατόν, να του βρουν άλλο…πιο καλό συγκάτοικο. Να μπορεί να μιλάει ο άνθρωπος, "να τα βγάζει από μέσα του".
Ο υπεύθυνος, έκπληκτος, απάντησε ότι ο Σταύρος κάθε άλλο παρά μουγκός ήταν. Μας τον έφερε κιόλας να το διαπιστώσουμε και μόνοι μας:
- Ορίστε! Μουγκός; Ο Σταύρος είναι λογορροϊκότατος, σε μανιακή φάση και με θρησκευτικό παραλήρημα.
Εκνευρισμένος ρώτησα αργότερα τον Α. γιατί μου είπε ψέματα για τον … συγκάτοικό του κι εκείνος, παίρνοντάς με κατά μέρος, μου είπε συνωμοτικά: Είναι μουγκός! Αυτό είναι και το επώνυμό του. Μουγκός. Μουγκός Σταύρος, ακούς;
-Μη γελιέσαι, μου λέει, είναι φανερό ότι ο άνθρωπος δε μιλάει!
-Τότε πως συζητάτε, ρε Α; Αφού σας είδα να τα λέτε και μάλιστα να γελάτε κιόλας!
-Δε σου λέει τίποτα το ότι είναι μουγκός κι όμως μιλάει και με καταλαβαίνει μια χαρά;
-Όχι, τι να μου λέει; Πως γίνεται;
-Μα δε μιλάει με τη δική του φωνή. Δεν άκουσες τη φωνή του; Αυτή είναι η φωνή του Φίλιππου! Ο μπαγάσας ο Φίλιππος βρήκε τρόπο να μου μιλάει κι εδώ! Να σκεφτείς ότι αναγνώρισε και το κινητό του που το είχα μαζί μου κι αφού δεν το χρειάζομαι πια του το έδωσα. Έκανα και καλή εντύπωση στο γιατρό με την πράξη μου αυτή. "Δείγμα βελτιώσεως", είπε !
Αν θυμάμαι καλά, ήταν η τελευταία φορά που τον επισκέφθηκα. Η τελευταία εικόνα του που έχω στο μυαλό είναι η βιαστική μεταβολή που έκανε και το αργό βήμα του προς τον Σταύρο που μονολογούσε μερικά μέτρα πιο πέρα κοιτώντας τον ουρανό. Ύστερα απομακρύνθηκαν κι οι δυο χειρονομώντας και γελώντας, λες και γνωρίζονταν χρόνια.
Βγαίνοντας από την πύλη της κλινικής, για κλάσματα δευτερολέπτου, ένιωσα πως δεν υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή πια ο Α. μόνος του, χωρίς παρέα. Κι ίσως και στον κόσμο ολόκληρο, έτσι πίστεψα για λίγο -μα για πολύ λίγο- δεν υπάρχει καμιά ύπαρξη, καμιά ταλαιπωρημένη ψυχούλα που να περιπλανιέται μόνη της για πάντα.
20 Φεβρουαρίου, 2010
Jazz όπως...
Ένα μουσικό κομμάτι παιγμένο ανορθόδοξα, sui generis ή και παράφωνα,πολλοί το αποκαλούν jazz. Αλλά ας μην περιοριστούμε μόνο στη μουσική. Ας δούμε όλη τη ζωή σαν μουσική, όπου τα πράγματα "παίζονται" πάντα στον ίδιο το σκοπό πάνω στον οποίο, προφανώς, μερικοί από μας επιμένουν ν'αυτοσχεδιάζουν:
Jazz λοιπόν, στην πιο αδρή μορφή της, είναι η καλημέρα που λες σε κάποιον που δε γουστάρεις και η καληνύχτα που δεν έχεις κανέναν για να την πεις.
Είναι η ζαλάδα και η βαρεμάρα που προκαλείς μιλώντας σε κάποιον που σε θεωρεί μίζερο, ξινό και κολλημένο -κι έτσι χαμένο από χέρι- ενώ αυτός έχει δήθεν... κερδίσει στη ζωή.
Είναι η ζεστή βροχή πανω στο κοντομάνικο πουκάμισό σου όταν απ'την κουφόβραση έχεις απηυδίσει και χαίρεσαι που γίνεσαι μούσκεμα. Το ίδιο είναι και η γόπα που ρίχνεις στο άδειο μπουκάλι της μπίρας κάτω στο πάτωμα.
Είναι απ'το απόγευμα ως τα μεσάνυχτα να τη βγάζεις ανάμεσα στο παράθυρο και την κουρτίνα, ανάμεσα στη μεγαλομανία και την αυτολύπηση, τη μοναξιά και τους φίλους που δεν λένε πιά τίποτα καινούργιο.
Είναι εκείνος ο φυλακόβιος "αράπης" που δεν του πρόσφερες τίποτα και όμως σου λέει:"nobody here gives a shit, man... but I see it in your eyes -you do give a shit!"
Jazz ειναι η ελεγχόμενη ψύχωση που κουβαλάς. Σου δίνει ευφράδεια, λέξεις κομμένες στην παραλήγουσα...έτσι κι αλλιώς η λήγουσα -ωχ μωρέ- εννοείται. Κι όταν οι λέξεις έχουν ειπωθεί πολλές φορές δεν τις ξαναλές και τότε κάνεις το scat: bah-ba-ba-ba-du-zad-ba-baah, σαν τον Louis Armstrong.
Είναι να μετράς την ηλικία σου σε περιστροφές γύρω από τον ήλιο και σε "μπλέ" φεγγάρια με τις φευγαλέες αντανακλάσεις τους σε ποταμίσια χλιαρά νερά. Στις όχθες κάποιοι αυτοσχεδιάζουν: Μία μπάντα μουσικών φτιαγμένη από κόκκινη σερπαντίνα που ο αέρας διαλύει σιγά-σιγά, μετά το τέλος του πανηγυριού στην κεντρική πλατεία.
Ω! Παρασύρθηκα. Μιλώντας μόνος μου ξέχασα εσένα...
Εσένα που τώρα πάλι θα ρωτήσεις "Μα τι στο καλό είναι πιά αυτή η μουσική;" κι εμένα που έτοιμος είμαι να αρχίσω από την αρχή τα παραδείγματα που δε θα σε οδηγήσουν πουθενά, πίστεψέ με. Κι εμείς είμαστε ένα ατέλειωτο κομμάτι jazz.
19 Φεβρουαρίου, 2010
Ποτήρι
Ο αισιόδοξος βλέπει το ποτήρι "μισογεμάτο", ο απαισιόδοξος το βλέπει "μισοάδειο" και ο ηθικολόγος το βλέπει "βρώμικο". Δεν ξέρω...εγώ το βλέπω "σπασμένο".
18 Φεβρουαρίου, 2010
Los LOBOS
Αν κάποτε σε λοβοτομήσουν, θα καταλάβει κανείς τη διαφορά; Κι αν σου το πει, θα το πιστέψεις;
17 Φεβρουαρίου, 2010
Δικαίωμα
"Υπερασπίζομαι το δικαίωμα του άλλου να λέει τη γνώμη του ακόμα κι αν εγώ διαφωνώ μ' αυτήν". Ωστόσο μια μέρα εμφανίστηκε κάποιος που ήταν της γνώμης πως εγώ δεν δικαιούμαι να έχω γνώμη.
16 Φεβρουαρίου, 2010
15 Φεβρουαρίου, 2010
Sottovoce
Solo le sue lacrime dolci faceva gustare alla gente che la circondava. Soltanto sottovoce sapeva parlare quando voleva chiedere qualcosa. Qualcosa semplice di solito, una domanda da bambina. Persino le cose che noi altri le diciamo gridando, lei le diceva sottovoce come se parlasse a se stessa.
E fu cosi anche quell'estate per una volta ancora. Neppure il suo "grido" di aiuto nessuno ha mai udito su quelle spiaggie addormentate che riposavano vuote e stanche dalle orme lasciate dai piccini vicino ai loro enormi castelli che il vento trasformava in sabbia e con se' li portava via lontano.
Fu gelosa per una sola volta anche lei. Gelosa di quel volo, quell andar via lontano della sabbia mentre senza capirlo si allontanava dalla riva tenendo sempre lo sguardo fisso su quelle nuvolette cosi' libere! Sentiva un piccolo dolore, una tristezza, perche' non era anche lei così leggera da poter spiccare un volo simile.
Cosi' il suo appello non lo senti' proprio nessuno. Solo le onde che la circondavano e l'abbracciavano stretta stretta con le loro braccia celesti e tiepide. Le parse d'essere accolta da una compagnia di bambini che la invitava a giocare. Voleva bene ai bambini e con tutto il cuore si fece portar via dalle quelle onde. Sorridendo gli chiese sempre sottovoce: - Allora, voi dove andate? Portatemi con voi!
Neanche una goccia in tutto il mare le potette negare la sua compagnia...
Si fece sera un po piu' tardi. Il vento si calmo' e la spiaggia era di nuovo pronta ad accogliere i castelli del giorno dopo...
......................................................................................
Από τα δάκρυά της,μόνο τα γλυκύτερα άφηνε τους ανθρώπους γύρω της να γεύονται."Sottovoce" την έλεγαν όλοι. Στα Ιταλικά sotto voce σημαίνει χαμηλόφωνα. Μόνο χαμηλόφωνα ήξερε να μιλάει όταν ήθελε να πει ή να ζητήσει κάτι -γι'αυτό τη φώναζαν έτσι. Και τι έλεγε;...συνήθως απλές φρασούλες ή παιδιάστικες ερωτήσεις. Ακόμα κι αυτά που εμείς οι άλλοι τα λέμε φωνασκώντας,εκείνη τα έλεγε σιγά-σιγά,λες και μιλούσε στον εαυτό της.
Το ίδιο έγινε γι'ακόμα μια φορά,εκείνο το καλοκαίρι. Ούτε τις παρακλήσεις της για βοήθεια άκουσε κανείς πάνω σ'εκείνες τις έρημες,κοιμισμένες παραλίες που ξεκουράζονταν άδειες από τα χνάρια των παιδιών και τα παρατημένα μεγάλα κάστρα τους. Ο αέρας έπαιζε μ'αυτά,τα ξανάκανε άμμο και τα'παιρνε μαζί του μακριά.
Κοιτάζοντας όλα αυτά ζήλεψε κι αυτή,πρώτη φορά στη ζωή της. Ζήλεψε εκείνο το πέταγμα,εκείνη την αναχώρηση για μακριά που έκανε η άμμος και -χωρίς να το καταλαβαίνει- όλο αφηνόταν να ξεμακραίνει από την ακτή κρατώντας το βλέμμα της καρφωμένο σ'εκείνα τα συννεφάκια...Τα τόσο ελεύθερα συννεφάκια! Ένιωσε ένα γλυκό πόνο και μια θλίψη επειδή δεν μπορούσε κι αυτή να φτερουγίσει το ίδιο.
Έτσι λοιπόν,εκείνα τα "Βοήθεια!" της δεν τα άκουσε κανένας απολύτως. Μόνο τα κύματα που την περιτριγύριζαν και την αγκάλιαζαν σφιχτά με τους γαλάζιους και χλιαρούς βραχίονές τους. Της φάνηκε να την υποδέχεται μια παρέα από παιδάκια που τη φωνάζουν γιά να παίξουν. Τα λάτρευε τα παιδάκια κι αμέσως, μ'όλη της την καρδιά,αφέθηκε σ'εκείνα τα κύματα. Χαμογελώντας, απλώς τα ρώτησε, πάντα χαμηλόφωνα: "Λοιπόν...εσείς που πάτε; Πάρτε με μαζί σας,αν θέλετε!".
Απ' όλη τη θάλασσα δε βρέθηκε ούτε μια σταγόνα να της αρνηθεί τη συντροφιά της. Πρόθυμα την πήραν μαζί τους πολύ μακριά.
Ήρθε το βράδυ μετά από λίγο. Ο αέρας κόπασε και η αμμουδιά ήταν και πάλι έτοιμη να υποδεχτεί τα μεγάλα κάστρα και τα χνάρια της επόμενης ημέρας.
13 Φεβρουαρίου, 2010
Φλερτ
Ο καχύποπτος διαβάτης έστρεψε αμέσως το βλέμμα του προς την ακίνητη γυναίκα που καθόταν στο παγκάκι.΄Ενιωσε πως για αρκετή ώρα εκείνη τον περιεργαζόταν. Παρατήρησε αμέσως πως στη θέση του ενός της ματιού, μέσα στον οφθαλμικό της κόγχο, εκείνη φύλασσε το αιδοίο της.
Παραξενεμένος από την ιδιαιτερότητά της αυτή, πλησίασε προς το παγκάκι και ξεσκέπασε το υπόλοιπο σώμα της ακίνητης γυναίκας αφαιρώντας από πάνω της, σιγά-σιγά, όλα τα πέπλα που την κάλυπταν.
Είδε τότε προς μεγάλη του έκπληξη, ανάμεσα στα πόδια τής κυρίας το άλλο της μάτι, εκείνο που έλειπε από τη φυσική του θέση.
Το είδε να κοιμάται, να δακρύζει, να του χαμογελά και να κοιτά ανυπόμονα τη μακρόσυρτη ανία του που σαν τεράστια γλώσσα συστρεφόταν μέσα στο στόμα του.
Κάθισε δίπλα της στο παγκάκι, βέβαιος όντας πως όλα τα φλέρτ δεν αρχίζουν με τον ίδιο τρόπο.
11 Φεβρουαρίου, 2010
Η Ενηλικίωση
Στέκεσαι δίπλα μου κιόλας πιό ψηλά από μένα. Μιλάς μαζί μου κιόλας πιό σοφά από μένα.
Σφίγγεις το χέρι μου κιόλας πιό δυνατά από μένα. Προχωράς στη ζωή, ξεπερνώντας από τώρα εμένα.
Σφίγγεις το χέρι μου κιόλας πιό δυνατά από μένα. Προχωράς στη ζωή, ξεπερνώντας από τώρα εμένα.
09 Φεβρουαρίου, 2010
Ο Ποντικός
Δύο μέρες έμεινε κρυμμένος ο πονηρός ποντικός στο παρατημένο παλιόσπιτο που είχε τρυπώσει. Δύο μέρες παρατηρούσε από την κρυψώνα του τους τρεις γάτους που ζούσαν εκεί μέσα δίνοντας μεγάλη προσοχή στο σαράκι που έτρωγε τον καθένα τους, στις μύχιες σκέψεις τους.
Ο πρώτος γάτος ήταν ένας τύπος που στις κουβέντες τους επανέφερε το ίδιο θέμα: δε μπορούσε να συμβιβαστεί με τη φύση του, ειδικά με το γεγονός πως έπρεπε να τρέφεται με πλάσματα πιό αδύναμα απ' αυτόν, όπως π.χ. τα ποντίκια.
Ο δεύτερος γάτος δεν είχε πρόβλημα μ' αυτό-η φύση του ήτανε. Αυτό που τον απασχολούσε ήταν πως έπρεπε να σκοτώνει και να τρώει πολλές φορές την ημέρα καθ' ότι λαίμαργος. Έψεγε τον εαυτό του γι' αυτό.
Ο τρίτος γάτος δήλωνε πως αυτός δεν ξέρει ποιό είναι το δίκιο, ποιό το άδικο και "καθένας όπως τη βρίσκει, είμαι ...αγνωστικιστής εγώ".
Όταν ο ποντικός βγήκε από την κρυψώνα του, τάχα κουτσαίνοντας, είδε τον πρώτο γάτο και πριν εκείνος τον προσέξει του λέει φωναχτά: "Εσύ, δεν ντρέπεσαι;... έτοιμο σε βλέπω να χυμήξεις σ' ένα αδύναμο κουτσό ποντίκι σαν κι εμένα!". Ο γάτος έκανε στροφή και κι έκατσε σε μια γωνία.
Παραπέρα ο ποντικός είδε το δεύτερο γάτο και του λέει επιτιμητικά: "Ντροπή σου κι εσένα, κύριε, η λαιμαργία σου και μόνο, το βλέπω, θα σ' έκανε να κατασπαράξεις ακόμα κι ένα σακάτικο ζωντανό όπως εγώ!". Όμοια κι αυτός ο γάτος κατέβασε το κεφάλι κι αποχώρησε.
Ο τρίτος γάτος σχεδόν κοιμόταν όταν άκουσε τον ποντικό να του φωνάζει: "Φτου σου κι εσένα που δεν παίρνεις θέση ξεκάθαρη ενώ μπροστά σου βλέπεις ένα πονεμένο ποντίκι που κινδυνεύει από δύο γάτους, σε μια άνιση μάχη!". Ο γάτος ντράπηκε που κοιμόταν κι άρχισε να σκέφτεται τι θά 'πρεπε να κάνει.
Μ' αυτά και μ' αυτά οι τρεις γάτοι θαύμασαν τον ποντικό που τόσα πολλά ήξερε και σιγά-σιγά τον έβλεπαν σαν σοφό ζώο αφού κατάλαβε τόσα πολλά γι' αυτούς από μια ματιά και μόνο...Από την επόμενη μέρα ήδη τον είχαν σαν αυθεντία και του ζητούσαν διάφορες συμβουλές περί ηθικής και όχι μόνο.
Ο ποντικός ζούσε σ' ένα παράδεισο μέχρι τη μέρα που εμφανίστηκε ένας τέταρτος γάτος. Άγρια όψη, πεινασμένο ύφος, δυνατοί μυώνες. Ήταν, ήταν ...η ίδια η φύση του και μόλις είδε τον ποντικό έκανε μια κίνηση όχι και τόσο φιλική. Δε χρειάζονταν άλλα στοιχεία. Ο αδιάβαστος ποντικός έπρεπε μόνο να σηκωθεί να φύγει από το σπίτι. Τσάντα και βόλτα, που λένε.
Την ίδια νύχτα, ξεχνώντας το...κουτσό πόδι, κάτω από το άγριο βλέμμα του γάτου βρήκε μια τρύπα που οδηγούσε έξω από το σπίτι κι εξαφανίστηκε.
---------------------------------------------------------------------------
Αυτή ήταν η ιστορία του όπως μου τη διηγήθηκε ο ίδιος ο ποντικός, όταν ανακάλυψα πως κάποιο τρωκτικό είχε τρυπώσει μεσα στο σπίτι μου και τελικά βρεθήκαμε ο ένας μπροστά στον άλλο.
Αληθινή η ιστορία του;...Δε λέω. Γιατί όχι; Απλά, αυτό που σκέφτομαι είναι αν όντως με συνάντησε τυχαία ή κάπου τρυπωμένος μέσα στο σπίτι μου, μέρες ή και μήνες, με είχε επισταμένως παρατηρήσει και τώρα μου σέρβιρε ένα ωραίο παραμύθι, ένα άλλο "κουτσό πόδι", ένα κουστουμάκι ραμμένο στα μέτρα μου...
08 Φεβρουαρίου, 2010
Ο τοίχος γύρω μας
Τη μέρα που ήρθες στον κόσμο, λίγα χρόνια μετά απο μένα, με βρήκες λίγο μικρό παιδί, λίγο γέρο άνθρωπο. Ούτε και γω δεν ξέρω τι ακριβώς ήμουν. Ένα παιδάκι που έπαιζε στην παιδική χαρά ή ένας γέρος που κάθόταν καμπουριασμένος στο παγκάκι;
Όπως και να'χει, η ντουλάπα που είχαμε σπίτι μας γέμισε πιο πολύ απο δικά σου ρούχα παρά δικά μου. Ρούχα πολλά, κομψά και ακριβά. Ήσουν κιόλας στο σπίτι μας!
Μια μέρα είπαμε:"Εμείς κι Αυτοί". Αργότερα αυτό έγινε "Ή Εμείς ή Αυτοί". Χτίσαμε έτσι ένα τοίχο γύρω μας. Τοίχος από πολύ χώμα και λίγες πέτρες...
Ύστερα άρχισες να γελάς,να χορεύεις και να ταξιδεύεις. Εγώ σου μιλούσα καμμιά φορά με την τρεμουλιαστή φωνή μου. Ηθελα να σε μάθω να σκέφτεσαι, να προσγειώνεσαι λιγάκι, αλλά όχι απο ντροπή. Να...έπρεπε και να ωριμάσεις!
Πολλές φορές είχα αναρωτηθεί αν πράγματι με είχες ανάγκη σ' όλα αυτά. Με είχες αλλά δεν το καταλάβαινα,ε; Το ξέρω...κατά βάθος,δηλαδή. Ξέρεις πότε το ένιωσα πολύ έντονα; Εκείνο το βράδυ που σε βρήκα στο δωμάτιό σου να κλαίς. "Από αγάπη κλαίω", βιάστηκες να μου πεις με στόμφο. Από αγάπη...Σου χάιδευα τα μαλλιά τρυφερά για μια ώρα ολόκληρη. Τότε μου φάνηκε λίγο αυτό που έκανα για σένα. Τώρα νομίζω πως αυτό ήταν τα πάντα όσα σου πρόσφερα στη σύντομη διαδρομή μας. Βλέπεις ο τοίχος γύρω μας ήταν πάντα εκεί κι είχε τώρα πιο πολλές πέτρες παρά χώμα.
Μέχρι που ήρθε ένα καλοκαίρι. Θυμάμαι Αύγουστος και μαζί με τα "χρόνια πολλα" ψέλλισες κάτι προτάσεις που δεν άκουσα καλά γιατί αν μιλούσες κανονικά θα καταλάβαινα ότι έκλαιγες.
Ακουσα μόνο δυο φράσεις "Κοίτα,για τη δική μου ζωή πρόκειται" κι ύστερα "Δεν το μπορώ να νιώσεις για μένα τέτοιο πόνο". Αυτά μόνο θυμάμαι. Τώρα, αν τα διάνθισες και με κανένα "ρε μ...κα", δεν το θυμάμαι...Πιθανόν!
Γεγονός, πάντως, είναι ότι μερικούς μήνες μετά είχες φύγει για πολύ μακριά. Εγώ είχα μείνει πάλι εδώ, όπως έλεγα στην αρχή: λίγο απο μικρό παιδί, λίγο απο γέρος άνθρωπος. Όρθιος στην κορυφή της τσουλήθρας ή καθισμένος στο ίδιο το παγκάκι.
Ο τοίχος που είχαμε χτίσει γκρεμίστηκε, κατέρρευσε. Έγινε όλος χώμα. Πολύ χώμα κι άλλο τόσο χώμα. Όχι πια γύρω μας μα, δυστυχώς, ανάμεσά μας...
Όπως και να'χει, η ντουλάπα που είχαμε σπίτι μας γέμισε πιο πολύ απο δικά σου ρούχα παρά δικά μου. Ρούχα πολλά, κομψά και ακριβά. Ήσουν κιόλας στο σπίτι μας!
Μια μέρα είπαμε:"Εμείς κι Αυτοί". Αργότερα αυτό έγινε "Ή Εμείς ή Αυτοί". Χτίσαμε έτσι ένα τοίχο γύρω μας. Τοίχος από πολύ χώμα και λίγες πέτρες...
Ύστερα άρχισες να γελάς,να χορεύεις και να ταξιδεύεις. Εγώ σου μιλούσα καμμιά φορά με την τρεμουλιαστή φωνή μου. Ηθελα να σε μάθω να σκέφτεσαι, να προσγειώνεσαι λιγάκι, αλλά όχι απο ντροπή. Να...έπρεπε και να ωριμάσεις!
Πολλές φορές είχα αναρωτηθεί αν πράγματι με είχες ανάγκη σ' όλα αυτά. Με είχες αλλά δεν το καταλάβαινα,ε; Το ξέρω...κατά βάθος,δηλαδή. Ξέρεις πότε το ένιωσα πολύ έντονα; Εκείνο το βράδυ που σε βρήκα στο δωμάτιό σου να κλαίς. "Από αγάπη κλαίω", βιάστηκες να μου πεις με στόμφο. Από αγάπη...Σου χάιδευα τα μαλλιά τρυφερά για μια ώρα ολόκληρη. Τότε μου φάνηκε λίγο αυτό που έκανα για σένα. Τώρα νομίζω πως αυτό ήταν τα πάντα όσα σου πρόσφερα στη σύντομη διαδρομή μας. Βλέπεις ο τοίχος γύρω μας ήταν πάντα εκεί κι είχε τώρα πιο πολλές πέτρες παρά χώμα.
Μέχρι που ήρθε ένα καλοκαίρι. Θυμάμαι Αύγουστος και μαζί με τα "χρόνια πολλα" ψέλλισες κάτι προτάσεις που δεν άκουσα καλά γιατί αν μιλούσες κανονικά θα καταλάβαινα ότι έκλαιγες.
Ακουσα μόνο δυο φράσεις "Κοίτα,για τη δική μου ζωή πρόκειται" κι ύστερα "Δεν το μπορώ να νιώσεις για μένα τέτοιο πόνο". Αυτά μόνο θυμάμαι. Τώρα, αν τα διάνθισες και με κανένα "ρε μ...κα", δεν το θυμάμαι...Πιθανόν!
Γεγονός, πάντως, είναι ότι μερικούς μήνες μετά είχες φύγει για πολύ μακριά. Εγώ είχα μείνει πάλι εδώ, όπως έλεγα στην αρχή: λίγο απο μικρό παιδί, λίγο απο γέρος άνθρωπος. Όρθιος στην κορυφή της τσουλήθρας ή καθισμένος στο ίδιο το παγκάκι.
Ο τοίχος που είχαμε χτίσει γκρεμίστηκε, κατέρρευσε. Έγινε όλος χώμα. Πολύ χώμα κι άλλο τόσο χώμα. Όχι πια γύρω μας μα, δυστυχώς, ανάμεσά μας...
07 Φεβρουαρίου, 2010
Thomas Aquinas for the Feast of Corpus Christi
Latin text
Panis angelicus
fit panis hominum
Dat panis coelicus
figuris terminum:
O res mirabilis!
Manducat Dominum.
Pauper, servus et humilis.
Te trina Deitas
unaque poscimus:
Sic nos tu visita,
sicut te colimus;
Per tuas semitas
duc nos quo tendimus,
Ad lucem quam inhabitas.
Amen.
An English translation
The angelic bread
becomes the bread of men;
The heavenly bread
ends all prefigurations:
What wonder!
consumes the Lord
a poor and humble servant.
Triune God,
We beg of You,
that you visit us,
as we worship You.
By your ways,
lead us who seek
the light in which You dwell.
Amen.
Σεξ. επανάσταση
Αυτή η σεξουαλική επανάσταση που αντικαθιστά το χειρόγραφο ραβασάκι με e-mail και τη χειροποίητη μαλακία με φουσκωτές κούκλες, το μόνο που καταφέρνει είναι να ξενερώνει τελείως το σεξ.
06 Φεβρουαρίου, 2010
Χμμμ...
Οι κατά τ' άλλα αλτρουιστές γονείς μου με έμαθαν πως "έφ' όσον έχω πράγματα που άλλοι δεν έχουν", δεν θα πρέπει να γκρινιάζω και να διαμαρτύρομαι. Μήπως θα έπρεπε και να χαίρομαι γι' αυτό;
05 Φεβρουαρίου, 2010
Η ηλικία του Καλοκαιριού
Εκείνες οι ζεστές ημέρες
Με τα κοντά τα παντελόνια
Μια παλίρροια απο χρόνια
Ηλικία από νερό κι αλάτι
Που σαν αφρώδης οίνος
Μου μεθάει το νου
Με στέλνει πίσω πάλι
Κι ύστερα προς το μέλλον
Κλέφτρα χαδιών ανέμελων
Τρώει φέτες νοσταλγίας
Ξεφεύγει απ' την αγρύπνια μου
Ζωγραφίζει δυο ρόδες
Κι εξαπατά το χρόνο!
Κάθεται αγέρωχη
Σε σέλλα ποδηλάτου
Επιταχύνει στον κατήφορο
Σκοντάφτει στη ματιά μου
Ενω την πιάνω στον αέρα
Της ζωγραφίζω δυό φτερά
Τη στέλνω να κουρνιάσει
Στο νήμα που ενώνει
L' Età Dell' Estate
Quelle giornate calde
dai pantaloncini corti
l'ondata degli anni
l'eta' di acqua e sale
com'un vino spumante
m'inebria la mente
mi manda indietro
o mi spinge in avanti
ruba una carezza
uno spicchio di nostalgia
mi sfugge dagli occhi
disegna due ruote
che furto di tempo!
si fa un giro in bicicletta
accelerando in discesa
inciampa sulla mia attenzione
mentre la colgo in aria
e la metto in piedi
con un paio d'ali
la mando a poggiarsi
sul filo che unisce
il mio cuore col sole
Το νεύρο
Όση ώρα έβλεπα εκείνο το μακρουλό - σαν τεράστιο άσπρο κορδόνι - σώμα να πηγαινοέρχεται στον ουρανό, έκανα σαστισμένος διάφορες υποθέσεις. Τελικά ...όχι, όχι δα! Δε θα έχανα τον καιρό μου μ’ αυτό το χαζόπραμα. Πλην όμως στιγμές- στιγμές βρισκόμουνα να το κοιτάζω πάλι.
Αυτό που έβλεπα δεν ήταν αστραπή σαν κι αυτές που βλέπουμε στις κινηματογραφικές υπερπαραγωγές με τον Charlton Heston και τις βιβλικές καταστροφές. Ούτε επρόκειτο φυσικά για θε'ι'κό σημάδι κι άλλα ευφάνταστα σενάρια. Ψέμα ανυπόστατο επίσης είναι και το πως όταν αποθεραπεύεσαι ψυχικά, τότε χάνεις και κάθε επαφή με το Υπερφυσικό, αν υποθέσουμε πως αυτό υπάρχει…
Μετά,όταν το σκέφτηκα πιο καθαρά, αυτό που σαν αστραπή μου φάνηκε αρχικά και αργότερα οιωνός επερχόμενου νέου Κατακλυσμού, θα έπρεπε να ήταν κάτι πολύ πιο απλό. Ακόμα απέρριψα και τα λεγόμενα «σύννεφα του Εγγονόπουλου». Τελικά, κατόπιν ωρίμου σκέψεως, κατέληξα στο πιθανότερο ενδεχόμενο:
Τόση ώρα παρατηρούσα ένα τεράστιο, στιλπνό, λευκοκίτρινο νεύρο, με τις μακριές παραφυάδες του, που τη στιγμή εκείνη ξεγλιστρούσε από το τραπέζι ενός απρόσεκτου ουράνιου ανατόμου και σε λίγο θα κατέπεφτε στις σκεπές των σπιτιών μας, μετά τις τόσες αμφιθυμικές ταλαντώσεις του.
Αυτό που έβλεπα δεν ήταν αστραπή σαν κι αυτές που βλέπουμε στις κινηματογραφικές υπερπαραγωγές με τον Charlton Heston και τις βιβλικές καταστροφές. Ούτε επρόκειτο φυσικά για θε'ι'κό σημάδι κι άλλα ευφάνταστα σενάρια. Ψέμα ανυπόστατο επίσης είναι και το πως όταν αποθεραπεύεσαι ψυχικά, τότε χάνεις και κάθε επαφή με το Υπερφυσικό, αν υποθέσουμε πως αυτό υπάρχει…
Μετά,όταν το σκέφτηκα πιο καθαρά, αυτό που σαν αστραπή μου φάνηκε αρχικά και αργότερα οιωνός επερχόμενου νέου Κατακλυσμού, θα έπρεπε να ήταν κάτι πολύ πιο απλό. Ακόμα απέρριψα και τα λεγόμενα «σύννεφα του Εγγονόπουλου». Τελικά, κατόπιν ωρίμου σκέψεως, κατέληξα στο πιθανότερο ενδεχόμενο:
Τόση ώρα παρατηρούσα ένα τεράστιο, στιλπνό, λευκοκίτρινο νεύρο, με τις μακριές παραφυάδες του, που τη στιγμή εκείνη ξεγλιστρούσε από το τραπέζι ενός απρόσεκτου ουράνιου ανατόμου και σε λίγο θα κατέπεφτε στις σκεπές των σπιτιών μας, μετά τις τόσες αμφιθυμικές ταλαντώσεις του.
04 Φεβρουαρίου, 2010
03 Φεβρουαρίου, 2010
02 Φεβρουαρίου, 2010
Χμμμ...
Γιά να κάνουμε τον κόσμο μας καλύτερο δεν χρειάζεται να κάνουμε πολλά πράγματα. Αντιθέτως, θα ήταν αρκετό να ΜΗΝ κάνουμε αυτά που δεν πρέπει.
Χμμμ...
Πλειοψηφία είναι ένα συνοθύλευμα από μειοψηφίες που πολύ εύκολα αντιλαμβάνεσαι το γιατί συνενώθηκαν.
01 Φεβρουαρίου, 2010
Ο Μαρσέλ κοιτάζει
Marcel che guarda
una coppia damanti parlarsi vicini.
Si dicono belle parole
a piccole pause,
si dicono amore.
Se le dicono belle,
logicamente,
si dicono stelle.
Marcel ripensa alla sua vita,
quella vera,
quella che sbatte in faccia
tutti gli appena.
Marcel ricorda la vecchia madre
che gli tirò uno scherzo da prendere,
lanciò la scarpa più bella
di vernice povera
e poi lucente.
E lui la rincorse
appena soffiando un respiro entusiasta,
si sentiva felice
perché in pugno stringeva il sogno
e leleganza.
E così mamma conobbi gli istanti
negli intervalli fra onde
per avere un pensiero più grande.
E così mamma ho inseguito orizzonti
sicuro comero che fosse darancio
lo sguardo del cielo.
Marcel guarda
la coppia damanti andarsene piano.
Si mordono il labbro inferiore,
probabilmente
sanno già dove andare.
In un luogo importante,
per rendere belle le malinconiche ombre,
in un luogo distante,
perché siano clandestine
le loro uniche sorti.
E così mamma conobbi gli istanti
negli intervalli fra onde
per avere un pensiero più grande.
E così mamma ho inseguito orizzonti
sicuro comero che fosse darancio
lo sguardo del cielo.
E così mamma conobbi gli istanti negli
intervalli fra onde per avere un pensiero più grande.
E così mamma ho inseguito orizzonti.
Così Marcel
regolarmente fumando
ripensa alla vita
tamburellando le dita,
graffiando il silenzio,
consumandone il tempo.
Senza fatica,
benché nessuna donna adesso
gli dica.
Marcel ripensa alla sua vita,
quella vera,
quella che sbatte in faccia
tutti gli appena.
una coppia damanti parlarsi vicini.
Si dicono belle parole
a piccole pause,
si dicono amore.
Se le dicono belle,
logicamente,
si dicono stelle.
Marcel ripensa alla sua vita,
quella vera,
quella che sbatte in faccia
tutti gli appena.
Marcel ricorda la vecchia madre
che gli tirò uno scherzo da prendere,
lanciò la scarpa più bella
di vernice povera
e poi lucente.
E lui la rincorse
appena soffiando un respiro entusiasta,
si sentiva felice
perché in pugno stringeva il sogno
e leleganza.
E così mamma conobbi gli istanti
negli intervalli fra onde
per avere un pensiero più grande.
E così mamma ho inseguito orizzonti
sicuro comero che fosse darancio
lo sguardo del cielo.
Marcel guarda
la coppia damanti andarsene piano.
Si mordono il labbro inferiore,
probabilmente
sanno già dove andare.
In un luogo importante,
per rendere belle le malinconiche ombre,
in un luogo distante,
perché siano clandestine
le loro uniche sorti.
E così mamma conobbi gli istanti
negli intervalli fra onde
per avere un pensiero più grande.
E così mamma ho inseguito orizzonti
sicuro comero che fosse darancio
lo sguardo del cielo.
E così mamma conobbi gli istanti negli
intervalli fra onde per avere un pensiero più grande.
E così mamma ho inseguito orizzonti.
Così Marcel
regolarmente fumando
ripensa alla vita
tamburellando le dita,
graffiando il silenzio,
consumandone il tempo.
Senza fatica,
benché nessuna donna adesso
gli dica.
Marcel ripensa alla sua vita,
quella vera,
quella che sbatte in faccia
tutti gli appena.
Marcel
(Cellerino/Giannotti)
(Cellerino/Giannotti)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)